-
1 στροφ-ώδης
στροφ-ώδης, ες, einem στρόφος ähnlich, Medic.
-
2 ὑπο-στροφ-ώδης
ὑπο-στροφ-ώδης, ες, die Rückkehr od. den Rückfall verursachend, Hippocr.
-
3 στροφώδης
στροφ-ώδης, ες, einem στρόφος ähnlich -
4 ὑποστροφώδης
ὑπο-στροφ-ώδης, ες, die Rückkehr od. den Rückfall verursachend
См. также в других словарях:
φαύσιγξ — αύσιγγος, και φαύστιξ, ιγγος, ἡ, Α 1. φουσκάλα από έγκαυμα και, γενικά, κάθε είδους φλύκταινα ή εξόγκωμα τού δέρματος 2. (κατά τον Ησύχ.) «φαύσιγγες, αἱ ἐν ταῑς πτέρναις γινόμεναι ῥαγάδες». [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. λ., η οποία πρέπει να συνδεθεί … Dictionary of Greek
καυληδόν — (Α) επίρρ. 1. όπως ο καυλός, σαν τον βλαστό 2. είδος κατάγματος οστού. [ΕΤΥΜΟΛ. < καυλός «βλαστός» + επιρρηματική κατάλ. ηδόν, δηλωτική τού τρόπου (πρβλ. βου στροφ ηδόν, πρην ηδόν)] … Dictionary of Greek
λάιγξ — λᾱϊγξ, ιγγος, ἡ (Α) 1. μικρός λίθος, λιθάρι 2. (γενικά) λίθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λᾶας + εκφραστικό επίθημα ιγξ (πρβλ. στρόφ ιγξ, φύσ ιγξ)] … Dictionary of Greek
πλάστιγγα — η / πλάστιγξ, ιγγος, ΝΜΑ, ιων. τ. πλήστιγξ Α ο καθένας από τους δίσκους τού ζυγού, τής ζυγαριάς νεοελλ. 1. είδος ζυγού μεγάλων διαστάσεων κατάλληλου για το ζύγισμα βαρέων σωμάτων 2. φρ. «η πλάστιγγα κλίνει» ή «η πλάστιγγα γέρνει» λέγεται στις… … Dictionary of Greek
πλάτιγξ — ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) το πλατύ και επίπεδο μέρος τού κουπιού, η πλάτη. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. παράγεται από το επίθ. πλατύς με εκφραστικό επίθημα ιγξ (πρβλ. στήρ ιγξ, στρόφ ιγξ)] … Dictionary of Greek
ρωδίγξ — και ῥώτιγξ, ιγγος, ἡ, Α στον πληθ. ῥώδιγγες και ῥώτιγγες (κατά τον Ησύχ.) «πληγαὶ ὕφαιμοι διακεκομμέναι, οἱ δὲ μώλωπες». [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λ. άγνωστης ετυμολ. με εκφραστικό επίθημα ιγξ (πρβλ. στρόφ ιγξ, φόρμ ιγξ). Κατά μία άποψη, ο τ.… … Dictionary of Greek
ρύμιγξ — Α (κατά τον Ησύχ.) ο χείμαρρος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < ῥύμα, άλλος τ. τού ῥεῦμα + εκφραστικό επίθημα ιγξ, ιγγος (πρβλ. στρόφ ιγξ, φόρμ ιγξ)] … Dictionary of Greek
στροφή — Ημιορεινός οικισμός (364 κάτ., υψόμ. 300 μ.), στην επαρχία Σαπών του νομού Ροδόπης. Υπάγεται στην κοινότητα Αρριανών. * * * η, ΝΜΑ 1. το να στρέφει κανείς κάτι ή το να στρέφεται ο ίδιος, αλλαγή μετώπου ή κατεύθυνσης («στροφή προς τα πίσω») 2.… … Dictionary of Greek
στρόφος — ο, ΝΜΑ, και στρόπος Ν ισχυρός κωλικόπονος εξαιτίας συστροφής τών εντέρων νεοελλ. 1. είδος σχοινιού με συνδεδεμένα τα άκρα που χρησιμεύει ως αρτάνη κατά τις φορτώσεις βαρέων αντικειμένων, στροφίδα 2. ιατρ. ο ειλεός εκ συστροφής μσν. 1. στροβίλισμα … Dictionary of Greek
συλεύς — έως, ὁ, Α 1. καταδρομικό πειρατικό πλοίο 2. ως κύριο όν. Συλεύς μυθ. μυθικός βασιλιάς τον οποίο φόνευσε ο Ηρακλής, επειδή εξανάγκαζε όσους διέρχονταν τη χώρα του να σκάβουν τα αμπέλια που υπήρχαν σε αυτήν. [ΕΤΥΜΟΛ. < σύλη ή συλῶ + κατάλ. εύς… … Dictionary of Greek
τρόφις — ιος, ὁ και ἡ, και τρόφι, τὸ, Α 1. καλοθρεμμένος, ευτραφής («ἐπεὰν γένωνται τρόφιες οἱ παῑδες», Ηρόδ.) 2. (στην ποίηση) ογκώδης, συμπαγής («τρόφι κῡμα κυλίνδεται», Ομ. Ιλ.) 3. αυτός που ανατράφηκε από κάποιον («τρόφις Ἐννοσιγαίου» το δελφίνι,… … Dictionary of Greek