-
41 αποδημος
дор. ἀπόδᾱμος 2ἡ ἀ. στρατεία Luc. — иноземный поход
-
42 αστρατεια
ἥ1) освобожденность от военной службы Arph.2) уклонение от воинской повинности Arph., Lys., Plat., Dem., Plut. -
43 ατελης
21) несовершившийся, несостоявшийся(ἐξοστρακισμός Plut.)
οὐκ ἀ. γενέσθαι Hom. — неизбежно произойти;εἰρήνη ἐγένετο ἀ. Xen. — мир не был заключен;τὰ λελεγμένα ἀτελῆ τινι φυλάξασθαι Soph. — забыть о том, что кем-л. сказано;ἀτελεῖ τῇ νίκῃ Thuc. — не добившись победы2) невыполненный(ὁμολογία Plat.)
3) не доведенный до конца, незаконченный (sc. τείχισις Thuc.; στρατεία Plut.)4) незрелый, недоразвитый(καρπός Pind.; ζῷον Arst.)
5) неполноправный(πολίτης Arst.)
6) бесконечный(ἀ. καὴ ἄπειρος Plat.)
7) бесцельный, бесплодный, напрасный(ὑδρεῖαι Δαναΐδων Plat.; ἥ φύσις οὐδὲν ἀτελὲς ποιεῖ Arst.)
8) не достигнувший, не добившийся(τινος Plat.)
ἀτελῆ τινα ἀποπέμψαι Plat. — отослать кого-л. ни с чем9) не умеющий, неспособный, немощный(νόος Pind.; περί τινος Arst.)
10) непосвященный(ἱερῶν HH.)
11) свободный от обложения, свободный от повинностей(χώρα Her.; ὀρφανοί Lys.; τῶν ἄλλων λειτουργιῶν Dem.)
12) не отягощенный налогами, свободный от вычетов, чистый(ὀβολός Xen.; μνᾶ Xen., Dem.)
-
44 διαποντιος
21) заморский(γᾶ Aesch.; πόλεμος Thuc. Polyb., Plut.; στρατεία Xen., Plut.; σύμμαχοι Diod.)
2) отправляющийся за море(δ. πέταται Plut.)
πλευσοῦμαι δ. - v. l. βασεῦμαι - Theocr. — я поплыву за море -
45 εκστρατεια
-
46 επικινδυνος
21) находящийся в опасности, под угрозой(ἥ Ἰωνίη Her.; βίος Lys.; μόρια τοῦ σώματος Arst.)
2) внушающий опасениеἐπικίνδυνον ἦν μέ λαμφθείη Her. — существовало опасение, как бы его не поймали
3) сопряженный с опасностью, опасный(στρατεία Plat.; ἔρις Xen., Plat.)
-
47 επιστρατεια
-
48 επιτιμος
-
49 ματαιος
3 и 21) пустой, вздорный, безрассудный(φόβος, χαρά Aesch.; λόγοι Her., Eur.; πίστις NT.)
τὸ μέ μάταιον Aesch. — сосредоточенность, серьезность2) охваченный безумием, безумный(ἀνήρ Soph.)
3) напрасный, бесполезный, безуспешный(πόνος Plat.; ὑλάγματα Aesch.; στρατεία Dem.; δόρατα Polyb.)
4) оскорбительный, обидный(ἔπη Her.)
5) дерзновенный, заносчивый(γλῶσσα, φρονήματα Aesch.; χεῖρες Soph.)
-
50 συστρατεια
-
51 στρατείαι
-
52 στρατεῖαι
-
53 στρατειών
-
54 στρατειῶν
-
55 4752
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 4752
-
56 δυσεπίτευκτος
δῠσεπί-τευκτος, ον,A hard to accomplish,στρατεία D.S.17.93
; ineffective, Vett.Val.43.12, al., Cat.Cod.Astr.1.164. Adv. - τως Vett.Val.194.27.2 hard to treat, Hippiatr.26.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δυσεπίτευκτος
-
57 παραγγέλλω
Aπαραγγελῆναι PHamb.25.9
(iii B. C.):— pass on or transmit a message, σέλας παραγγείλασα Μακίστου σκοπαῖς (nisi leg. παρηγγάρευσε) A.Ag. 289, cf. 294, 316; .II give orders, give the word of command, esp. of a general, A.Pers. 469, Hdt.7.147, etc.;π. τινὶ κτείνειν Id.3.147
, cf. X.An.1.8.3, Pl.Phd. 116c, etc.: with dat. omitted, Hdt.8.70, etc.; τισὶ ὅπως c. [tense] fut., Pl.R. 415b; π. ὅπως ἂν .. give orders to the end that.., Id.Phd. 59e: c. acc. rei only, order, π. παρασκευὴν σίτου order corn to be supplied, Hdt.3.25;σιτία Th.7.43
: c. acc. cogn.,π. παράγγελμα Lys.12.17
, Hyp.Ath.14;παραγγελίᾳ π. Act.Ap.5.28
:—[voice] Pass., τὰ παραγγελλόμενα orders, Th.2.11, Arist.Pol. 1298a18;ἐς τὰ π. ἰέναι Th. 1.121
, 3.55;κατὰ τὰ παρηγγελμένα X.An.2.2.8
;παρηγγέλλετο ἐπ' αὐτὸν στρατεία Aeschin.3.65
, cf. 90.2 recommend, exhort (not so strong as κελεύω), π. τινὶ πράσσειν τι S.Ph. 1178
(lyr.), etc.; ;τινί τι περί τινος Th.1.129
.5 τὰ παρηγγελμένα the points we have enjoined, Id.Top. 153a5;τὰ ὑπὸ [λόγου] παραγγελθέντα Id.Rh. Al.1420b26
.IV summon to one's help, esp. in politics, summon one's partisans, form a cabal, D.21.4 (v.l. περιήγγελκεν), cf. Prooem.55, Lys.1.41.2 π. τὴν ἀρχήν canvass for office, D.H.11.61, cf. Plu.Mar.5, etc.: abs., π. εἰς ὑπατείαν to be candidate for.., Id.Caes.13, cf. Cat.Mi.8;ἐς δημαρχίαν App.BC1.21
.3 ἐκ μειρακίων π. εἰς ἄνδρα claim one's majority, Poll.2.10.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παραγγέλλω
-
58 παρέρχομαι
παρέρχομαι (the other moods of the [tense] pres., and the [tense] impf. ( παρήρχοντο is found in Alciphr.Fr.6.15), as also the [tense] fut., are borrowed from πάρειμι ( εῖμιA ibo), cf. ἔρχομαι): [tense] aor. παρῆλθον, inf. - ελθεῖν, more rarely- ήλῠθον Theoc.22.85
(for παρενθεῖν, v. παρέρπω 11):—go by, beside, or past, pass by, of a ship, Od.16.357 ;ἧος μέγα κῦμα παρῆλθεν 5.429
; of birds, 12.62 ; of persons, A.Supp. 1004, etc.; [ παρῆλθεν ὁ κίνδυνος] ὥσπερ νέφος passed away, D.18.188.2 of Time, pass, Hdt. 2.86 ;παρεληλύθει τὰ Διονύσια Aeschin.3.69
; ὁ παρελθὼν χρόνος time past, E.Fr. 1028 (anap.) ; ὁ π. ἄροτος the past season, S. Tr.69 ; π. ὁδοί wanderings now gone by, Id.OC 1397 ;οἱ παρεληλυθότες πόνοι Pl. Phdr. 231b
, X.An.4.3.2 ;τῆς παρελθούσης νυκτός Pl.Prt. 310a
; ἐν τῷ παρελθόντι χρόνῳ in time past, of old, X.Cyr.8.8.20, etc. ; τὰ παρεληλυθότα past events, D.18.191 ; τὸ παρελθόν, opp. τὸ μέλλον, Arist. Ph. 218a9 ; ὁ παρεληλυθώς (sc. χρόνος) Id.Po. 1457a18, cf. Cat. 5a8, S.E.P.3.106.IIpass by, outstrip, esp. in speed, τινα Il.23.345;ποσὶν μή τίς με παρέλθῃ Od.8.230
; π. ἐν δόλοισιν surpass in wiles, 13.291 ;οὔ με δόλῳ παρελεύσεαι Thgn. 1285
; (lyr.) ; ; π. τῇ πρώτῃ στρατείᾳ to be superior, have the advantage, Aeschin.3.129 ;τοὺς λόγους τἄργα παρέρχεται D.10.3
; τὸ ψυχρὸν τοῦτ' ὄνομα, τὸ ἄχρι κόρου, παρελήλυθε has outdone that hackneyed phrase, 'to satiety', Id.19.187.2outwit, elude, 'give the go-by to', μὴ δὴ οὕτως.. κλέπτε νόῳ, ἐπεὶ οὐ παρελεύσεαι οὐδέ με πείσεις (unless in signf. v) Il.1.132 ; ;φυλακὰς.. ἐούσας οὐδὲν χαλεπὰς παρελθεῖν Hdt.3.72
;π. τὴν πεπρωμένην τύχην E.Alc. 695
;τὴν ἐν τῷ ὅλῳ ψυχήν Plot.6.7.11
;τὰς αἰτίας καὶ τὰς διαβολάς D.18.7
.III pass on and come to a place, arrive at,ἐς τὰ δίκαια Hes.Op. 216
;εἰς τὴν δυναστείαν D.9.24
;εἰς τὴν οὐσίαν Luc. Gall.12
;ἐπὶ τὰ πράγματα Id.DMort.12.4
.2 passin,ἐς τὴν αὐλήν Hdt.3.77
, 5.92.γ ; ἔσω or εἴσω π. go into a house, etc., A.Ch. 849, S.El. 1337, etc.;ἔσω θυρῶνος Id.OT 1241
;εἴσω παρὰ τοὺς γηγενεῖς Ar.Nu. 853
: c. acc.,π. δόμους E.Med. 1137
, Hipp. 108 ; of an army,π. εἰς τὴν πόλιν βίᾳ X.An.5.5.11
;π. εἴσω Πυλῶν D.18.35
.3 metaph., εἰς παροιμίαν παρῆλθε τὸ πρᾶγμα passed into a proverb, Arist.Fr. 593 ; εἰς τὴν τραγικὴν.. ὀψὲ π. [ ἡ ὑπόκρισις] Id.Rh. 1403b23.IV pass without heeding,τεὸν βωμόν Il. 8.239
; disregard, slight ;νόμους D.37.37
; pass over, omit, οὐδὲν π. Ar.V. 637, cf. Pl.Phdr. 278e, etc.Vpass unnoticed, escape the notice of(v. supr. 11.2), mostly of things, πολλά με καὶ συνιέντα π. Thgn.419 ;οὐδέ μ' ὄμματος φρουρὰν παρῆλθε τόνδε μὴ λεύσσειν στόλον S.Tr. 226
; : abs., .VI come forward to speak, ἐς τὸν δῆμον π. Th.5.45;εἰς τὴν ἐκκλησίαν Aeschin.3.95
: freq. abs.,ταῦτα ἔλεγε παρελθὼν ὁ Ἀριστείδης Hdt.8.81
; , cf.Av. 1612 ; παρελθὼν ἔλεξε τοιάδε, π. εἶπε, Th. 2.59, X.Ap.10 ;ὁ βουλόμενος παρελθὼν ἐλεγξάτω Lys.25.14
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρέρχομαι
-
59 περιουσία
A sum)) that which is over and above, surplus, abundance,ἐρίων Ar.Nu.50
;νεῶν Th.3.13
;χρημάτων Id.1.2
, 2.13 ; οὔτε σοφίας ἐνδείᾳ οὔτ' αἰσχύνης π. Pl.Grg. 487e;τοσαύτῃ π. χρήσασθαι πονηρίας D.19.55
; ἂν.. μοι π. ᾖ τοῦ ὕδατος, i.e. time enough for speaking, Id.59.20.II abs., net gain, profit,ἀπὸ παντὸς π. ποιεῖσθαι Pl.R. 554a
; οὐ γὰρ εἰς π. ἐπράττετ' αὐτοῖς τὰ τῆς πόλεως so as to bring them advantage, D.3.26; τῆς ἰδίας τρυφῆς εἵνεκα καὶ π. Id.21.159, cf. Plb.4.21.1 ;στρατεία οὐ φέρει περιουσίαν Men.382
: pl., opp. τὰ ἀναγκαῖα, Isoc.11.15: with Preps., ἀπὸ περιουσίας with plenty of other resources, Th.5.103; πρὸς περιουσίαν, opp. πρὸς τὰς ἀναγκαίας χρείας, Plb.4.38.4: most freq. ἐκ π. out of the abundance (of their store), Pl.Tht. 154e, etc.;ἐκ π. χρῆσθαι D.S.20.59
; ἐκ π. ζῆν to live on one's own resources, Ath.4.168a; ἐκ π. κατηγορεῖν τινος at an advantage, D.18.3 ; also ξενοτροφεῖν ἐκ τῆς π. J.BJ1.2.5 ; τὰ ἐκ π. superfluities, opp. τὰ ἀναγκαῖα, Arist.Top. 118a6.2 superiority of numbers or force, Th.5.71 ; τοσαύτην ἔχειν π., ὥστε .. D.S.4.12;π. τῆς δυνάμεως Iamb.Myst.5.23
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιουσία
-
60 πολύτροπος
A much-turned, i.e. much-travelled, much-wandering, epith. of Odysseus, Od.1.1, 10.330.II turning many ways: metaph., shifty, versatile, wily, of Hermes, h.Merc.13, 439;τοῖς ἀσθενέσι καὶ π. θηρίοις Pl.Plt. 291b
; and in this sense Plato took the word as applied to Odysseus, Hp.Mi. 364e ([comp] Sup.), al.; τὸ π. τῆς γνώμης their versatility of mind, Th.3.83; τὸ π., of Alcibiades, Plu.Alc. 24.3 of diseases, changeful, complicated, Plu.Num.22; alsoπόλεμος τοῖς πάθεσι ποικίλος καὶ ταῖς τύχαις πολυτροπώτατος Id.Mar.33
;στρατεία Eun.Hist. p.223D.
III various, manifold,ξυμφοραί Th.2.44
; ἐπιθυμίαι, ἐθισμοὶ τῶν λέξεων, Epicur.Fr. 471, Nat.28.1 (p.7V.);κακά Ph.2.567
;ἔθνη Plu.Marc.12
;τύχαι Id.Alc.2
;ὄργια Lyr.Alex.Adesp.36.3
;τὸ π. Phld.Sign.26
. Adv.- πως
in many manners, Iatr.20.31, Ph.2.512, Ep.Hebr.1.1, Iamb.Comm.Math.12: [comp] Comp.,- ωτέρως καὶ ποικιλωτέρως Epicur.Nat.5
G.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολύτροπος
См. также в других словарях:
στρατεία — στρατείᾱ , στρατεία expedition fem nom/voc/acc dual στρατείᾱ , στρατεία expedition fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρατείᾳ — στρατείᾱͅ , στρατεία expedition fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρατεία — και ιων. τ. στρατηΐη, ἡ, Α [στρατεύω] 1. εκστρατεία («ἐποιέετο στρατηΐην ἐς Καππαδοκίην», Ηρόδ.) 2. στρατοπέδευση 3. στράτευση 4. στρατιωτική αγωγή 5. στρατιωτικό υπούργημα, αξίωμα 6. σπαν. στρατιά 7. στον πληθ. αἱ στρατεῑαι ο πόλεμος 8. φρ. α)… … Dictionary of Greek
στρατεία — η 1. εκστρατεία. 2. στρατιωτική υπηρεσία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στρατείας — στρατείᾱς , στρατεία expedition fem acc pl στρατείᾱς , στρατεία expedition fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρατείαι — στρατείᾱͅ , στρατεία expedition fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρατείαν — στρατείᾱν , στρατεία expedition fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρατειῶν — στρατεία expedition fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρατείαις — στρατεία expedition fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρατείην — στρατεία expedition fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρατείης — στρατεία expedition fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)