-
1 αστρατεία
ἀστρατείᾱ, ἀστρατείαexemption from service: fem nom /voc /acc dualἀστρατείᾱ, ἀστρατείαexemption from service: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————ἀστρατείᾱͅ, ἀστρατείαexemption from service: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 Αστρατεία
Ἀστρατείᾱ, Ἀστρατείαfem nom /voc /acc dual——————Ἀστρατείᾱͅ, Ἀστρατείαfem dat sg (attic doric aeolic) -
3 αστρατεια
ἥ1) освобожденность от военной службы Arph.2) уклонение от воинской повинности Arph., Lys., Plat., Dem., Plut. -
4 ἀστρατεία
Βλ. λ. αστρατεία -
5 ἀστρατείᾳ
Βλ. λ. αστρατεία -
6 Ἀστρατεία
Βλ. λ. Αστρατεία -
7 Ἀστρατείᾳ
Βλ. λ. Αστρατεία -
8 ἀστρατεία
ἀστρᾰτ-εία, ἡ,2 avoidance of service,φεύγειν γραφὴν ἀστρατείας Ar.Eq. 443
; ἀστρατείας ἁλῶναι, ὀφλεῖν, Lys.14.7, And.1.74;γραφαὶ περὶ τῆς ἀ. Pl.Lg. 943d
;δίκη ἀστρατείας D.39.16
.II she that stops an invasion, of Artemis, Paus.3.25.3.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀστρατεία
-
9 ἀστρατεία
ἀ-στρατεία, (1) Freiheit vom Kriegsdienst. (2) Verlassen des Kriegsdienstes, Desertion -
10 Αστρατείας
-
11 Ἀστρατείας
-
12 αστρατείας
ἀστρατείᾱς, ἀστρατείαexemption from service: fem acc plἀστρατείᾱς, ἀστρατείαexemption from service: fem gen sg (attic doric aeolic) -
13 ἀστρατείας
ἀστρατείᾱς, ἀστρατείαexemption from service: fem acc plἀστρατείᾱς, ἀστρατείαexemption from service: fem gen sg (attic doric aeolic) -
14 αστρατείαν
-
15 ἀστρατείαν
См. также в других словарях:
ἀστρατεία — ἀστρατείᾱ , ἀστρατεία exemption from service fem nom/voc/acc dual ἀστρατείᾱ , ἀστρατεία exemption from service fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀστρατεία — Ἀστρατείᾱ , Ἀστρατεία fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀστρατείᾳ — Ἀστρατείᾱͅ , Ἀστρατεία fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστρατείᾳ — ἀστρατείᾱͅ , ἀστρατεία exemption from service fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αστρατεία — ἀστρατεία, η (Α) [στρατεία] 1. η εξαίρεση από στρατιωτική υπηρεσία 2. η αποφυγή στρατιωτικής υπηρεσίας 3. (για την Άρτεμι) αυτή που αναχαιτίζει εισβολή … Dictionary of Greek
Ἀστρατείας — Ἀστρατείᾱς , Ἀστρατεία fem acc pl Ἀστρατείᾱς , Ἀστρατεία fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστρατείας — ἀστρατείᾱς , ἀστρατεία exemption from service fem acc pl ἀστρατείᾱς , ἀστρατεία exemption from service fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστρατείαν — ἀστρατείᾱν , ἀστρατεία exemption from service fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Astratéa — ASTRATÉA, æ, Gr. Ἀστρατεία, ας, ein Beynamen der Diana, die ihre Kapelle in der Gegend der Stadt Pyrrhichus in Lakonien hatte, weil die Amazonen, als sie bis dahin gekommen, wieder umgekehret, und also ihrem Kriege ein Ende gemachet. Pausan.… … Gründliches mythologisches Lexikon