Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

στεφάν-η

См. также в других словарях:

  • Στέφαν, Γιόζεφ — (Stefan). Αυστριακός φυσικός (1835 – 1893). Σπούδασε στο πανεπιστήμιο της Βιέννης και τη χρονιά που αποφοίτησε άρχισε να διδάσκει στην ιδιωτική θετική σχολή της Βιέννης. Το 1863 διορίστηκε καθηγητής του πανεπιστήμιου της Βιέννης. Λίγα χρόνια… …   Dictionary of Greek

  • Λόχνερ, Στέφαν — (Stephan Lochner, Μέερσμπουργκ 1408; – Κολονία 1451). Γερμανός ζωγράφος. Υπήρξε από τους σημαντικότερους καλλιτέχνες της υστερογοτθικής περιόδου. Το έργο του έγινε ευρύτερα γνωστό κατά τον 19o αι., όταν οι κριτικοί της εποχής κατόρθωσαν να… …   Dictionary of Greek

  • Γκεόργκε, Στέφαν — (Stephan George, Μπιντεσχάιμ 1868 – Λοκάρνο 1933). Γερμανός ποιητής. Θεωρείται ο σημαντικότερος παρακμιακός (decadent) ποιητής της Γερμανίας, μετά τον Χόφμανσταλ και τον Ρίλκε. Το έργο του, γέννημα της αντίθεσής του στον ποιητικό νατουραλισμό και …   Dictionary of Greek

  • Γκραπελί, Στεφάν — (Stephane Grappelli, Παρίσι 1908 – 1997). Γάλλος μουσικός. Ο Γ. θεωρείται ο σημαντικότερος βιολονίστας της μουσικής τζαζ και ένας από τους λίγους που κατόρθωσαν να ενσωματώσουν το βιολί τόσο αρμονικά στο συγκεκριμένο μουσικό ιδίωμα.… …   Dictionary of Greek

  • Ζερόμσκι, Στεφάν — (Stefan Zeromski, Στράφστσιν, Κιέλτσε 1864 – Βαρσοβία 1925). Πολωνός συγγραφέας. Χαρακτήρας ιδιόρρυθμος, με περιπετειώδη ζωή, υπήρξε ο σημαντικότερος εκπρόσωπος της επικολυρικής πεζογραφίας που ακολούθησε το νεορομαντικό ρεύμα. Έμεινε νωρίς… …   Dictionary of Greek

  • Μαλαρμέ, Στεφάν — (Stephan Mallarme, Παρίσι 1842 – Βαλβέν 1898). Γάλλος ποιητής. Ήταν γιος ανώτερου δημόσιου υπάλληλου. Πριν από τα 15 του χρόνια είχε χάσει ήδη τη μητέρα, την αδελφή και τον πατέρα του, απώλειες που ίσως καθόρισαν την άποψή του για τη ζωή και… …   Dictionary of Greek

  • Ντουσάν, Στέφαν — Βλ. λ. Στέφανος Δουσάν …   Dictionary of Greek

  • Τσβάιχ, Στέφαν — (Zweig, Βιέννη 1881 – Πετρόπολη, Βραζιλία 1942). Αυστριακός συγγραφέας. Σπούδασε στη Βιέννη και στο Παρίσι. Έπειτα από δύο ποιητικές συλλογές, τις Ασημένιες χορδές (1904) και Τα πρώτα στεφάνια (1907, επηρεασμένες ακόμα από τον Χόφμανσταλ, τον… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Ρουμανία — Κράτος της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Β με την Ουκρανία, στα Δ με την Ουγγαρία και τη Σερβία, στα Ν με τη Βουλγαρία, ενώ στα Α βρέχεται από τη Μαύρη Θάλασσα.H Pουμανία ανήκει στην παραδουνάβια Eυρώπη κι εισχωρεί σαν σφήνα στο σλαβικό… …   Dictionary of Greek

  • Αυστρία — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 18 Μαρτίου 1874. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 13,1 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 10,8 από τον Ήλιο. II Κράτος της κεντρικής… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»