-
1 στεφαν-οῦχος
στεφαν-οῦχος, einen Kranz od. Kränze habend, D. L. 1, 73.
-
2 στεφαν-ώδης
στεφαν-ώδης, ες, kranzartig, χλόη, Eur. I. A. 1058.
-
3 στεφανίσκος
στεφᾰν-ίσκος, ὁ, Dim. of στέφανος, Anacr.54, Anacreont.42.15, SIG1106.122 (Cos, iv/iii B.C.), Dsc.1.30.4, Longus 1.9, al.: also [suff] στεφᾰν-ίσκη, ἡ, Theognost.Can.110.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στεφανίσκος
-
4 στεφανίτης
A of or consisting of a crown: σ. ἀγών a contest in which the prize was a crown, X.Mem.3.7.1, Isoc.15.301 (pl.), D.20.141 (pl.), Lycurg.51 (pl.), Ister 60b, Lync. ap. Ath. 13.584c, SIG577.55 (Milet., iii/ii B.C.), OGI231.14 (Magn. Mae., iii/ii B.C.), Plu. 2.820d, etc.; written [suff] στεφᾰν-είτης, IG12(8).190.41 (Samothrace, i B.C.).2 later, of persons, wearing a wreath, as magistrates or as victorious athletes, Supp.Epigr.7.3 (Susa, i B.C.), Sammelb.4224.9 (i B.C.), CIG 2931 ([place name] Tralles), IG14.1054 (Rome, ii A.D.), BSA26.166 (Sparta, ii A.D.).3 σ. φόρος, v.l. for στεφανιτικός, J.AJ12.3.3.II fem. [full] στεφανῖτις, ιδος, for wreaths, μυρσίνη Sch.Il.17.51.2 ἡ ς. (sc. ῥαφή) sutura coronalis, Poll.2.37.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στεφανίτης
-
5 στεφανωτρίς
A of or fit for a crown or wreath, Apolloph.5; βύβλος Theopomp. Hist.22(c), cf. Thphr.Fr. 142: also [suff] στεφᾰν-ωτίς,μυρρίναι Id.HP5.8.3
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στεφανωτρίς
-
6 στεφάνη
A anything that surrounds or encircles the head, etc., for defence or ornament:2 as a woman's head-dress, diadem, coronal, Il.18.597, h.Hom.6.7, Hes.Th. 578, Ar.Ec. 1034; found on statues, IG22.1126.31 (Amphict. Delph., iv B.C.); distd. fr. στέφανος, in list of offerings, ib.12.264.62, al.; of men, δωρήσασθαι χρυσέῃ στεφάνῃ τὸν κυβερνήτην crown of honour, Hdt.8.118 (v.l. for χρυσέῳ στεφάνῳ); as a piece of outlandish luxury, Ar.Eq. 968: metaph., of a city, ἀπὸ στεφάναν κέκαρσαι πύργων thou hast been shorn of thy coronal of towers, E.Hec. 910 (lyr.), cf. Tr. 784 (anap.), AP9.97 (Alph.).b σ. τριχῶν the outer fringe of hair round bald or shaven crowns, as represented on comic masks, Poll.4.144, cf. 2.40.3 Medic., sutura coronalis, Aret.CD1.2, Poll.2.39.b in the eye, rim of the cornea where it joins the sclerotic, Gal.18(2).47, UP10.2, Ruf.Onom.26, Hsch.; rim of the eyelids, Ruf.Onom.20, Gal.14.767; eyeball, Hp.Vid.Ac.4.c a circular muscle, such as the sphincter ani, Poll.2.211; = corona glandis, Antyll. ap. Orib.50.3.6, Ruf.Sat.Gon.5.d of animals, upper rim of the hoof, coronet, Opp.C.1.232.e in pl., stripes of the wild ass, ib.3.188.5 Geom., plane figure contained between two concentric circles, Hero *Deff.37.b external periphery of a vault, Id.*Mens. 16.6 pl., rings composing the universe, Parm. ap. Placit.2.7.1.II brim or edge of anything, brow of a hill, edge of a cliff, Il. 13.138, Inscr.Prien. 361 (iv B.C.), 42.55 (ii/i B.C.), SIG685.60 (Crete, ii B.C.), Plb.1.56.4, Conon 35;τοῦ θεάτρου Plb.7.16.6
;Τείθρωνος IG92(1).51.2
(Thermum, iii B.C.): generally, edge, border, moulding, Thphr.HP5.6.2, LXX Ex.25.23, al.;ταλάροιο Mosch.2.55
;τύμβου A.R.2.918
; parapet, LXX De.22.8: pl., = αἱ τῶν βωμῶν ὠλέναι, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στεφάνη
-
7 στεφανηδόν
στεφαν-ηδόν, Adv.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στεφανηδόν
-
8 στεφανίας
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στεφανίας
-
9 στεφανιαῖος
A of or like a crown,κάλαμοι σ. τὸ πάχος D.S.2.59
(s.v.l.); σ. ῥαφή sutura coronalis, Gal.UP9.7, al., Antyll. ap. Orib. 7.14.1; of the ἐπινέμησις (direction) of a bandage, like aστέφος 1
, Gal.18(1).786; of the eyelashes, (sc. τρίχες) Id.14.771.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στεφανιαῖος
-
10 στεφανίζω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στεφανίζω
-
11 στεφανικός
A of or for a crown, σ. τέλεσμα,= Lat. aurum coronarium, at Rhodes and Ancyra, Suid.; soστεφανικὸν χρῆμα Theb.Ostr.95
(ii A.D.), 96 (iii A.D.); πράκτωρ στεφανικῶν collector of the στέφανος tax (cf.στέφανος 11.5
,6), POxy.1441.4 (ii A.D.), BGU 452 i 3 (iii A.D.), PSI 7.733.5 (iii A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στεφανικός
-
12 στεφάνιον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στεφάνιον
-
13 στεφανίς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στεφανίς
-
14 στεφανιτικός
Aστεφανικός, φόρος J.AJ 12.3.3
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στεφανιτικός
-
15 στεφανίων
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στεφανίων
-
16 στεφανόω
στεφᾰν-όω, [voice] Med., Syracusan [ per.] 2sg. imper. στεφάνουσο Sch.Theoc. 11.42:—[voice] Pass., [tense] fut.I used by Hom. and Hes. only in [voice] Pass., to be put round in a circle or as a rim or border, and hence to be put round, ἣν περὶ μὲν πάντῃ Φόβος ἐστεφάνωται round about the aegis is Terror wreathed, Il.5.739; ; ἀμφὶ δέ μιν θυόεν νέφος ἐστεφάνωτο all round about him was a cloud, 15.153; νῆσον, τὴν πέρι πόντος ἐστεφάνωται the sea lies round about the island, Od.10.195: rarely c. acc., τείρεα, τά τ' οὐρανὸς ἐστεφάνωται constellations which heaven has all round it, Il.18.485, cf. Hes. Th. 382, IG42(1).129.9 (Epid.); of a crowd of spectators surrounding a dancing-floor, ; περὶ δ' ὄλβος ἀπείριτος ἐστεφάνωτο around were.. riches in a circle placed, Hes.Sc. 204: so in later [dialect] Ep., A.R.3.1214, Q.S.5.99, Orph.A. 45, etc.: also in [voice] Act., περίτροχον ἐστεφάνωσαν αἱμασιήν made a fence round, Opp.C.4.90.2 to be surrounded, ἐστεφανωμένος τιάραν μυρσίνῃ having his tiara wreathed with myrtle, Hdt.1.132; πεδία ἐστεφάνωται ὄρεσιν are surrounded by.., Hp.Aër.19; ὅπλοισιν πόλις Epigr. ap. Paus.9.15.6;χθὼν ἅτε νῆσος -ωται D.P.4
: so in [voice] Act., [Βαβυλῶνα] τείχεσιν ἐστεφάνωσεν Id.1006
.II after Hom. in [voice] Act., crown, wreathe,χαίταν Pi.O.14.24
; Ὀρέστην ς. E.Or. 924;κρᾶτα κισσίνοις βλαστήμασιν Id.Ba. 177
; στεφάνοις ib. 101 (lyr.); c. gen., ;σ. τινὰ ὡς σωτῆρα And.1.45
;τὸν νικῶντα θαλλῷ Pl.Lg. 946b
;νῖκαι σ. τινά Pi.N.11.21
; of crowning a corpse, Ar.Ec. 538; a tomb, IG12.1037, Sammelb.7457.10 (iii/ii B.C.), Luc.Cont.22, PLips.30.2 (iii A.D.); ships, Plu.2.981e; of the nuptial crown, LXX Ca.3.11; κατηρῶντο τοῖς ἐστεφανωμένοις newly wedded couples, Lib.Or.33.29; στεφανοῦν εὐαγγέλια crown one for good tidings, Ar.Eq. 647; στεφανοῦσα, title of a statue by Praxiteles (v. ), cf. Ath.12.534d:—[voice] Pass., to be crowned or rewarded with a crown, Hdt.7.55, 8.59, PCair.Zen. l.c., 2 Ep.Ti.2.5;ἐλαίᾳ Pi.O.4.13
;ποίᾳ Id.P.8.19
;φυτὸν στεφανούμενος Ach.Tat.1.5
;σ. καὶ ἀνακηρύττεσθαι And.2.18
:—[voice] Med., crown oneself,στεφανωσαμένη δρυῒ καὶ.. σπείραισι δρακόντων S.Fr. 535
(anap.);στεφανοῦσθε κισσῷ E.Ba. 106
(lyr.);στεφανωσάμενος καλάμῳ Ar.Nu. 1006
; στεφανωσάμενος αὐτόν (sc. τὸν στέφανον) Phalar.Ep.40;στεφανοῦνται τῶν ἀνθέων Philostr.Her. 12a
.2;τῆς πίτυος D.Chr.9.10
: also abs., of one going to sacrifice, Th.4.80;τῷ θεῷ X.HG4.3.21
; at a festival, Ar.Ach. 1145, Men.518.15, etc.; win a crown, of the victor at the games, Pi. O.7.15,81, 12.17, N.6.19:—[voice] Pass., c. dupl. acc.,ἐστεφανώθη Ἐλεύθερος.. Ἁδριάνεια πάλην IG22.2087.64
(ii A.D.).2 crown as an honour or reward (cf.στέφανος 11.2b
), D.19.193, Theopomp.Hist. 239, Men.84, IG22.212.30 (iv B.C.), etc.; reward by a gift of money, etc. (cf.στέφανος 11.5
),Καλλισθένην ἑκατὸν μναῖς Lycurg.Fr.19
, cf. D.S.14.53, Plu. Tim.16;σ. τινὰ πεντακοσίοις ἀργυρίου ταλάντοις, χιλίοις δὲ λιβανωτοῦ Plb.13.9.5
: also ἐστεφανωκότος.. τὰς δυνάμεις χρυσῶν μυριάδων τριάκοντα Gauthier et Sottas Décret trilingue en l' honneur de Ptolémée IV p.67 (iii B.C.).3 metaph., confer glory upon, decorate, honour,τινὰ μολπᾷ Pi.O.1.100
; ; ἀπὸ τῶν ὑπαρχόντων τὴν πόλιν (by a victory in the games) And.4.26; , cf. Critias 4 D.;ἔργοις γένος TAM 1.44
([place name] Xanthus); [τὸ ῥόδον] ἐγκωμίῳ Philostr.Ep.51
;ἀριστείοις D.S.4.32
;πανοπλίᾳ Id.20.84
:—[voice] Pass.,σοφίας ἀριστεῖα ἐστεφανοῦτο Philostr.Her.10.4
.5 crown with the badge of office, esp. of persons sacrificing, Lys.26.8:—[voice] Pass., X.An.7.1.40; of magistrates in office,ὁ ἐστεφανωμένος ἄρχων D.21.17
;βούλεται -ωθῆναι ἐξηγητείαν PRyl.77.37
(ii A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στεφανόω
-
17 στεφανώδης
στεφᾰν-ώδης, ες,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στεφανώδης
-
18 στεφάνωμα
A that which surrounds, crown, wreath, Thgn.1001;βωμῶν Pi.I.4
(3). 62(80); μεγάλαιν θεοῖν ἀρχαῖον ς. S.OC 684 (lyr.); σ. πύργων [the city's] coronal of towers, the encircling towers, Id.Ant. 122 (lyr.).3 pl., the place where crowns or garlands were sold, Ar.Ec. 303(lyr.), Pherecr.2.II reward, honour, glory, πλούτου, Κυράνας, Pi.P.1.50, 9.4;παγκρατίου Id.I.4(3).44(62)
; παῖδα Διὸς ὑμνῆσαι, σ. μόχθων as a reward for.., E.HF 355 (lyr.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στεφάνωμα
-
19 στεφανωματικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στεφανωματικός
-
20 στεφάνωσις
A crowning, IG12(1).155d67 ([place name] Rhodes), Ath.15.673a sq.; μετὰ τὴν σ. τῶν δήμων after being crowned by the peoples, CIG3067.24(Teos, ii B.C.), cf. 3068a.19 (ibid., pl.); ἀναγράψαι.. τὰς γενομένας ς. Inscr.Prien.99.18 (ii/i B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στεφάνωσις
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Στέφαν, Γιόζεφ — (Stefan). Αυστριακός φυσικός (1835 – 1893). Σπούδασε στο πανεπιστήμιο της Βιέννης και τη χρονιά που αποφοίτησε άρχισε να διδάσκει στην ιδιωτική θετική σχολή της Βιέννης. Το 1863 διορίστηκε καθηγητής του πανεπιστήμιου της Βιέννης. Λίγα χρόνια… … Dictionary of Greek
Λόχνερ, Στέφαν — (Stephan Lochner, Μέερσμπουργκ 1408; – Κολονία 1451). Γερμανός ζωγράφος. Υπήρξε από τους σημαντικότερους καλλιτέχνες της υστερογοτθικής περιόδου. Το έργο του έγινε ευρύτερα γνωστό κατά τον 19o αι., όταν οι κριτικοί της εποχής κατόρθωσαν να… … Dictionary of Greek
Γκεόργκε, Στέφαν — (Stephan George, Μπιντεσχάιμ 1868 – Λοκάρνο 1933). Γερμανός ποιητής. Θεωρείται ο σημαντικότερος παρακμιακός (decadent) ποιητής της Γερμανίας, μετά τον Χόφμανσταλ και τον Ρίλκε. Το έργο του, γέννημα της αντίθεσής του στον ποιητικό νατουραλισμό και … Dictionary of Greek
Γκραπελί, Στεφάν — (Stephane Grappelli, Παρίσι 1908 – 1997). Γάλλος μουσικός. Ο Γ. θεωρείται ο σημαντικότερος βιολονίστας της μουσικής τζαζ και ένας από τους λίγους που κατόρθωσαν να ενσωματώσουν το βιολί τόσο αρμονικά στο συγκεκριμένο μουσικό ιδίωμα.… … Dictionary of Greek
Ζερόμσκι, Στεφάν — (Stefan Zeromski, Στράφστσιν, Κιέλτσε 1864 – Βαρσοβία 1925). Πολωνός συγγραφέας. Χαρακτήρας ιδιόρρυθμος, με περιπετειώδη ζωή, υπήρξε ο σημαντικότερος εκπρόσωπος της επικολυρικής πεζογραφίας που ακολούθησε το νεορομαντικό ρεύμα. Έμεινε νωρίς… … Dictionary of Greek
Μαλαρμέ, Στεφάν — (Stephan Mallarme, Παρίσι 1842 – Βαλβέν 1898). Γάλλος ποιητής. Ήταν γιος ανώτερου δημόσιου υπάλληλου. Πριν από τα 15 του χρόνια είχε χάσει ήδη τη μητέρα, την αδελφή και τον πατέρα του, απώλειες που ίσως καθόρισαν την άποψή του για τη ζωή και… … Dictionary of Greek
Ντουσάν, Στέφαν — Βλ. λ. Στέφανος Δουσάν … Dictionary of Greek
Τσβάιχ, Στέφαν — (Zweig, Βιέννη 1881 – Πετρόπολη, Βραζιλία 1942). Αυστριακός συγγραφέας. Σπούδασε στη Βιέννη και στο Παρίσι. Έπειτα από δύο ποιητικές συλλογές, τις Ασημένιες χορδές (1904) και Τα πρώτα στεφάνια (1907, επηρεασμένες ακόμα από τον Χόφμανσταλ, τον… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Ρουμανία — Κράτος της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Β με την Ουκρανία, στα Δ με την Ουγγαρία και τη Σερβία, στα Ν με τη Βουλγαρία, ενώ στα Α βρέχεται από τη Μαύρη Θάλασσα.H Pουμανία ανήκει στην παραδουνάβια Eυρώπη κι εισχωρεί σαν σφήνα στο σλαβικό… … Dictionary of Greek
Αυστρία — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 18 Μαρτίου 1874. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 13,1 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 10,8 από τον Ήλιο. II Κράτος της κεντρικής… … Dictionary of Greek