-
1 στεφαν-οῦχος
στεφαν-οῦχος, einen Kranz od. Kränze habend, D. L. 1, 73.
-
2 στεφανοῦχος
στεφαν-οῦχος, einen Kranz od. Kränze habend -
3 στεφανουχος
1 στεφαν-οῦχος
στεφαν-οῦχος, einen Kranz od. Kränze habend, D. L. 1, 73.
2 στεφανοῦχος
3 στεφανουχος