-
61 ευρωγης
-
62 ροδεος
-
63 σταφυλήσι
-
64 σταφυλῇσι
-
65 σταφυλήσιν
-
66 σταφυλῇσιν
-
67 σταφυλαίς
-
68 σταφυλαῖς
-
69 σταφυλαίσι
-
70 σταφυλαῖσι
-
71 σταφυλάς
σταφυλά̱ς, σταφυλήbunch of grapes: fem acc pl -
72 4718
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 4718
-
73 γαργαρεών
2 a morbid condition thereof, = σταφυλή, Hp.Aff.4.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γαργαρεών
-
74 γενναῖος
A true to one's birth or descent (εὐγενὲς μέν ἐστι τὸ ἐξ ἀγαθοῦ γένους, γενναῖον δὲ τὸ μὴ ἐξιστάμενον ἐκ τῆς αὑτοῦ φύσεως Arist.HA 488b19
, cf. Rh. 1390b22),οὔ μοι γενναῖον ἀλυσκάζοντι μάχεσθαι Il.5.253
(nowhere else in Hom.);γενναῖον δέ σοι ταχέως ὑπακούειν Ar.Fr.28
D.: hence,I of persons, high-born, noble, Archil.107, etc.;τέκνα Hdt.1.173
;ὦ γονῇ γενναῖε S.OT 1469
;ἐσθλοὺς ἔκ τε γενναίων γεγῶτας Id.Fr.107.3
; ; οἱ γ., opp. οἱ ἀγεννεῖς, Arist.Pol. 1296b22; so of animals, well-bred, , X.Cyr.1.4.15; opp. ἀγεννής, Arist.HA 558b16.2 noble in mind, high-minded, Hdt.3.140 ([comp] Sup.), S.El. 129 (lyr.), etc.; τὸ γ., = γενναιότης, Id.OC 569; of actions, noble, Hdt.1.37;λῆμα γ. Pi.P.8.44
;τλάσας τὸ γ. S. OC 1640
, cf. E.Alc. 624; γ. ἔπος, λόγοι, πόνοι, S.Ph. 1402, E.Heracl. 537, HF 357 (lyr.).3 as a form of polite speech, γενναῖος εἶ you are very good, Ar.Th. 220.II of things, good of their kind, excellent,μέλος A.Fr.281.5
; σταφυλή, σῦκα, Pl. Lg. 844e; γενναίου.. ἄξιον οὐθενός of no great use, Ath.Mech.31.2; ironical,γένει γ. σοφιστική Pl.Sph. 231b
(cf. 1.1), etc.; genuine, intense, , etc.; violent,σεισμός Philostr. VA6.38
;θάλπη Jul. Or. 2.101d
.b γενναῖον· τὸ τῆς γενέσεως ἀρχηγόν, Hsch.III Adv. - αίως nobly, Hdt.7.139, Th.2.41, Pl.La. 196b, Men.672;ὅρκος, πῆγμα γ. παγέν A.Ag. 1198
; ironical,μάλα γ. ἐπιλαθόμενον ὧν εὖ πάθοι Jul. Or.3.125c
: [comp] Comp. , Ps.-Callisth. 1.38: [comp] Sup. (lyr.).2 irreg. [comp] Sup.γενναιέστατος Dinol. 10
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γενναῖος
-
75 γραῖα
A old woman, Od.1.438, S.Tr. 870, E.Tr. 465, al.: as Adj., γραῖαι δαίμονες, of the Eumenides, A.Eu. 150 (lyr.), cf. 69.2 as Adj., of things, old,γραίας ἐρείκης Id.Ag. 295
;γραίας ἀκάνθης S.Fr. 868
;γραῖαν ὠλένην E. Ion 1213
;γραίᾳ χερί Id.Hec. 877
;γραιᾶν πηρᾶν Theoc.15.19
; raisins,AP
6.231 (Phil.).3 Γραῖαι, αἱ, the Graiae, with hair grey from their birth, Hes.Th. 270, prob. in A.Fr. 262.II = γραῦς 11, scum or skin which forms over boiled milk, etc., Arist.Pr. 893b32.V = κάρδοπος, Hsch. -
76 Εἰλείθυια
A she that comes in need, a participial form) Ilithyia, the goddess of child-birth, pl. in Hom., Il.11.270, 19.119, sg. in Hes.Th. 922, etc.2 metaph., σταφυλὴ βότρυος εἰ. Nonn.D.16.203. (There are numerous varieties of spelling, e.g. [full] Ἐλείθυια Pi. P.3.9, N.7.1, SIG602 (Delph.), IG3.1320, etc.: [full] Ἐλείθυα ib.12(3).192 ([place name] Astypalaea): [full] Εἰλήθυια (q.v.) IG12(5).197 (Paros, prob.), Call. Del. 132, AP6.200 (Leon.), Paus.2.5.4, etc.: [full] Ἐλευθία, [dialect] Ion. - ιη, GDI 4584 ([place name] Hippola), IG12(5).187 ([place name] Paros): [dialect] Lacon. [full] Ἐλευσία ib.5(1).236: Cret. [full] Ἐλεύθυια GDI5149, al.: [dialect] Boeot. [full] Εἰλείθεια, [suff] εἰλᾰπῐν-ια, IG7.2228, 3410; cf. Εἰλιόνεια, Ἐλευθώ.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Εἰλείθυια
-
77 εὔοινος
εὔοιν-ος, ον,A abounding in wine,Λέσβος Hermesian.7.55
, cf. Str.5.4.2;σταφυλή AP6.300.5
(Leon.): [comp] Sup., Max.Tyr.3.10.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὔοινος
-
78 κρεμαστός
A hung, suspended, ; κ. αὐχένος hung by the neck, Id.Ant. 1221: c. gen., hung from or on a thing,παραστάδος κρεμαστὰ τεύχη E.Andr. 1122
; κ. ἀρτάνη, i.e. a halter, S.OT 1266;βρόχοι κ. E.Hipp. 779
; σκεύη κ. the rigging of ships, opp. ξύλινα σκ., X.Oec.8.12;τὰκ. ἱστία Hermipp.63.12
; κλινίδιον κ. hammock, Plu.Per.27;κ. ποτιστρέα PTeb. 527
(ii A. D.); κ. σταφυλή, i. e. dried grapes, Alex.Trall.8.1; οἱ κ. κῆποι hanging gardens, Plu.2.342b;κ. παράδεισος Beros.
ap. J.AJ10.11.1; κρεμαστά, τά, fortresses, LXX Jd.6.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κρεμαστός
-
79 περκάζω
A = περκνός) become dark, turn dark, of grapes beginning to ripen,ὀπώρα ἄκραισι περκάζουσα οἰνάνθαις Chaerem. 12.2
;ὅταν ἄρτι π. σταφυλή Thphr.HP9.11.7
, cf. Hymn.Is.168, LXX Am.9.13 ;ὅταν ἄρχωνται π. οἱ βότρυες Thphr.CP3.16.3
, etc. ; of olives, Gp.9.19.2 ; of flowers, Porph.VP44.2 metaph., of young men, whose beard begins to darken their faces, Call.Lav.Pall. 76.II [voice] Act., make dark-coloured, Dsc.5.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περκάζω
-
80 πολλόγειος
πολλόγειος· ἡ ψιθία σταφυλή, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολλόγειος
См. также в других словарях:
σταφυλῇ — σταφυλή bunch of grapes fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταφυλή — bunch of grapes fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταφύλη — fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταφύλῃ — σταφύλη fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταφυλή — η, ΝΜΑ 1. ο καρπός τού κλήματος, ο βότρυς, το σταφύλι (α. «ὅτι ἤκμασεν ἡ σταφυλὴ τῆς γῆς», ΚΔ β. «σταφυλῇσι μέγα βρίθουσαν ἀλωήν», Ομ. Ιλ.) 2. η κιονίδα τού φάρυγγα, κινητή και συσταλτή σαρκώδης απόφυση που κρέμεται από το ελεύθερο οπίσθιο χείλος … Dictionary of Greek
σταφύλη — ἡ, Α το μετάλλινο βαρίδι τής στάθμης τών ξυλουργών και τών κτιστών. [ΕΤΥΜΟΛ. < σταφυλή, με αναβιβασμό τού τόνου (πρβλ. κανθύλη, κοτύλη)] … Dictionary of Greek
σταφυλή — η 1. σταφύλι. 2. μικρή προεξοχή στο φάρυγγα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σταφυλῶν — σταφύλη fem gen pl σταφυλή bunch of grapes fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταφύληι — σταφύλῃ , σταφύλη fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταφυλαῖς — σταφυλή bunch of grapes fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταφυλαῖσι — σταφυλή bunch of grapes fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)