-
1 σταυρούς
σταυρόςupright pale: masc acc pl -
2 крестовый
επ.με σταυρό ή σταυρούς•-ая ткань ύφασμα με σταυρούς•
крестовый паук βλ. крестовик.
εκφρ.крестовый брат – αδερφοποιτός, σταυραδέρφι. крестовый поход σταυροφορία.επ.(χαρτπ.) του σπαθιού•крестовый туз – ο άσσος σπαθί•- ая дама – η ντάμα σπαθί. -
3 ὑφίστημι
A : [tense] aor. ὑπέστησα, [dialect] Dor.ὑπέστᾱσα Pi.O.8.26
:—Causal, place or set under, ὑποστήσαντες [τῷ χαλκηΐῳ] τρεῖς κολοσσούς having set them under it, to support it, Hdt.4.152;ὑ. προθύρῳ κίονας Pi.O.6.1
: metaph., χώραν ὑπέστᾱσε ξένοις κίονα ib.8.26: without dat., τρεῖς σταυροὺς ὑπίστησι plants three piles in the lake to support a house, Hdt.5.16;ὑ. κλῶνας X.Cyn.10.7
; , etc.: metaph., γνώμας ὑποστήσας σοφάς having laid them as a foundation, having begun with them, S.Aj. 1091;ὑ. δόλον E.
l.c.; v. infr. B.1.1.3 bring to a halt, hold up, ὑποστήσαντες (sc. τοὺς στρατιώτας)ἐν τῷ στενῷ οἱ στρατηγοί Id.An.4.1.14
(v.l. ὑποστάντες, v. infr. B. 111); ὑπέστησε τὴν ἑαυτοῦ ναῦν ἀντίπρῳρον τοῖς πολεμίοις stationed it, Plb. 1.50.6.4 give substance to, cause to subsist, 'hypostatize', Plot.6.7.40, al.; treat as subsisting,ὁ νοῦς κατὰ τὸ νοεῖν ὑφιστὰς τὸ ὄν Id.5.1.4
;ὑφίστησι μὲν τὸ ὅλον, ὑφίσταται δὲ τὰ μέρη Dam.Pr. 271
, cf. Procl. Inst.28.II [voice] Med. also in causal sense, mostly [tense] fut. and [tense] aor. 1, lay down, premise, ;ἀρχὰς ψευδεῖς ὑποστήσασθαι Plb.3.48.9
;ἐπειδὰν ὑποθέσεις εὐπεριλήπτους.. ὑποστήσωνται Id.7.7.6
.3 conceive, suppose, c. acc. et inf.,τῷ -στησαμένῳ τοὺς θεοὺς.. εἶναι Phld.D.1.17
; , cf. Heraclit.Incred.13; but the inf. is mostly omitted, , cf. 12, D.L.2.86:—[voice] Pass.,τοὺς θεούς, ἂν φρονοῦντες -σταθῶσιν Phld.D.1.7
.B [voice] Pass., with [tense] aor. 2 and [tense] pf. [voice] Act. (Hom. uses only [tense] aor. 2):— stand under as a support,ὑπεστᾶσι κολοσσοὶ.. τῇ αὐλῇ Hdt.2.153
; ;τὸ ὑφεστὸς τῷ βάρει Arist.IA 708b31
; v. supr. A. 1.1.2 sink, settle, τὸ ὑπιστάμενον the milk, opp. τὸ ἐπιστάμενον (the cream), Hdt.4.2; opp. τὸ ἐπιπολάζον, Arist.Cael. 311a17; of a sediment, deposit,ἐν οὔρῳ ψαμμώδεα ὑφίσταται Hp.Aph.4.79
, cf. Arist.Mete. 357b3; opp. ἐπιπλεῖν, Thphr. HP3.15.4; of the sun, set, Emp.48(cj.).II place oneself under an engagement, promise to do, folld. by [tense] fut. inf.,ὅσσ' Ἀχιλῆϊ.. ὑπέστημεν δώσειν Il.19.195
, cf. Hdt.9.94;θύσειν ὑπέστης παῖδα E.IA 360
(troch.), cf. Ar.V. 716(anap.), Pl.Lg. 751d; by [tense] aor.inf., (i B. C.); by [tense] pres. inf.,ὑπέστησαν ποιέειν ταῦτα Hdt.3.128
;ὑ. τὴν τάξιν ἔχειν X.Cyr.6.3.35
: the inf. is sts. omitted, ὡς.. ὑπέστην καὶ κατένευσα (sc. ἔσεσθαι) Il.4.267: abs., after promise given,Od.
3.99, cf. Il.21.457, Hdt.3.127, 9.34, Lys.19.19, X.An.4.1.26; ὤσπερ ὑπέστη as he promised, Th.4.39, 8.29: c. dat. pers., ὤς οἱ ὑπέστην as I promised him, Il.15.75: sts. with acc. of object (but an inf. may be supplied),πάντα τελευτήσεις ὅσ' ὑπέστης.. Πριάμῳ 13.375
;τρίποδας φέρον, οὕς οἱ ὑπέστη 19.243
, cf. 11.244; , cf. Od.10.483; ἦ ῥ' ἅλιον τὸν μῦθον ὑπέστημεν.., ἀπονέεσθαι vain was the promise we made.., that he would return, Il.5.715.3 c. acc. rei, submit to, consent to, ὁ τὸ ἐλάχιστον ὑπιστάμενος who offers to take the least, Hdt. 1.196; ὑ. τὸν πλοῦν undertake it unwillingly, Th.4.28;ὑ. τὸν κίνδυνον Id.2.61
, Lys.9.7, cf. Th.4.59, Isoc.3.28;ἀγῶνας Th.3.57
, OGI763.9 (Milet., ii B. C.); ; ; ;ἀπεχθείας Plu.Them.3
;πόλεμον Plb. 1.6.7
, Alciphr.3.45; πράγματα ib.61;τὴν πρᾶξιν Plu.Pel.8
;τὸν ἆθλον Luc.Rh.Pr.24
: also c. inf., consent, bring oneself to,οὔ τίς με.. ὑπέστη σαῶσαι Il.21.273
;πᾶν ἂν ὑποστὰς εἰπεῖν D.21.114
; ὑ. ἐξαπατᾶν τινα Id. 19.69: abs., submit patiently, Id.Prooem.5.1; ὑφίστασθαι συμβαίνει τὸν κερατοειδῆ the cornea yields (to pressure), Aët.7.36.b undertake an office,τὴν ἀρχήν X.An.6.1.19
,31;γυμνασιαρχίαν IG5(1).535.12
([place name] Sparta), cf. OGI494.6 (Milet., ii A. D.); ὑφέστη (sic)τὴν στρατηγίαν SIG876.6
(Smyrna, ii/iii A. D.), cf. Plu.Cam.37: alsoἐθελοντὴν ὑποστῆναι τριήραρχον Lys.29.7
;χορηγὸς ὑπέστην D.21.69
; ἐμὲ τοῦ λόγου διάδοχον.. ὑποστάντα PlPhlb.19a; poet.,ὑπέστης αἵματος δέκτωρ A.Eu. 204
: metaph., ψυχὴν Τέλητος ὑπέστης, i. e. you promised to be as brave as T., Hermipp.46 (anap.).c make an offer in a public auction, ἔδοξεν.. μοι μηθὲν ὑποστῆναι I decided to make no bid, commit myself to nothing, PCair.Zen.371.9 (iii B.C.), cf. PMich.Zen. 60.10 (iii B. C.); δώδεκα ἀρταβῶν ὑπέστη he undertook (to supply the produce) of 12 artabae, ib. 36.5 (iii B.C.), cf. PCair.Zen.199.4 (iii B.C.), PEleph.21.16 (iii B.C.); ὑφίστατο.. τάξεσθαι ἑκάστου πήχεως [x] PTheb. Bank 1.2 (ii B. C.); οὐ δυνόμενος ( = -άμενος)οὐκέτι ὑποστῆναι τὴν γεωργίαν Sammelb.7468.11
(iii A. D.).d ὑπέστη πολλὰς ἀπορίας laid himself open to many doubts, Plot.3.6.12.III lie concealed or in ambush, Hdt.8.91, E.Andr. 1114, v.l. in X.An.4.1.14; v. supr. A. 1.2,ὑφίημι 1.3
, ὑφεῖσα.IV resist, withstand, c. dat., A.Pers.87 (lyr.), X.An.3.2.11, HG7.5.12:ξυμφοραῖς ταῖς μεγίσταις ὑ. Th.2.61
, cf. E.HF 1349: c. acc., Id.Cyc. 200, Rh. 375 (lyr.), Th.1.144, Plb.9.35.1: abs., stand one's ground, face the enemy, E.Ph. 1470, Th.4.54, 8.68, Plb.4.80.5; opp. φεύγω, X.Cyr.4.2.31, Plu.Demetr.25; ὑποστᾰθείς, opp. φεύγων, E.Rh. 315; of clouds, opp. προωθεῖσθαι, Arist.Pr. 940b36.2 subsist, exist (cf.ὑπόστασις B.
III),κατ' ἰδίαν ὑφεστώς Arist.Fr. 188
;ὑφέστηκε τό τε ὁρᾶν ἡμᾶς καὶ ἀκούειν ὥσπερ τὸ ἀλγεῖν Epicur.Fr.36
;τὸ ὑφεστηκὸς τέλος Id.Sent.22
, cf. Diog.Oen.5, Arr.Epict.3.7.6;ἐκ τοῦ μηκέτ' ὄντος μηδ' ὑφεστῶτος Plu.2.829c
, cf. Luc.Par.27; τὸ παρῳχημένον τοῦ χρόνου καὶ τὸ μέλλον οὐχ ὑπάρχειν ἀλλ' ὑφεστηκέναι φησί (sc. Χρύσιππος) Stoic.2.165; the Stoic distinction betw. τὸ ὄν and τὸ ὑφεστός is pettifogging acc. to Gal.10.155 (= Stoic.2.115); business in hand,Plb.
6.14.5.b ὑφεστηκότος παρὰ τῷ ταμίᾳ κατ' ἰδίαν λόγου the treasurer having a special bank-account, IG12(9).236.64 (Eretria, ii B.C.);τὸ ἥμισσυ ἀναπεμπόντω ἐπὶ τὰν δαμοσίαν τράπεζαν ἐς τὸν ὑφεστᾱκότα τᾶς θεοῦ λόγον Arch.f.Religionswiss. 10.211
(Cos, ii B.C.); ὑποστησαμένους λόγον πόλεως τῶν.. χρημάτων ἐγγράφεσθαι τὸ διδόμενον they shall open a municipal account (entitled) 'the.. fund' and place this gift to its credit, SIG577.13 (Milet., iii/ii B.C.).V ἡ κοιλία ὑφίσταται the bowels are costive, lit., are obstructed or stopped, Plu.2.134e.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑφίστημι
-
4 παρα-κατα-πήγνῡμι
παρα-κατα-πήγνῡμι (s. πήγνυμι), daneben, dabei befestigen; σταυροὺς παρακαταπηγνύντας, Thuc. 4, 90; Theophr.
-
5 σταυρός
σταυρός, ὁ (ἵστημι), ein aufrechtstehender Pfahl, Spitzpfahl, Pallisade; ἀμφὶ μεγάλην αὐλὴν ποίησαν σταυροῖσιν πυκινοῖσιν, Il. 24, 453, σταυροὺς ἐκτὸς ἔλασσε διαμπερὲς ἔνϑα καὶ ἔνϑα πυκνοὺς καὶ ϑαμέας, Od. 14, 11; ἰκρία ἐπὶ σταυρῶν ὑψηλῶν ἐζευγμένα, Her. 5, 16; Xen. An. 5, 2, 21, u. öfter. – Später das Kreuz zur Hinrichtung, N. T.
-
6 δι-αμ-περές
δι-αμ-περές, neutrum von διαμπερής (διά, ἀνά, περάω, πείρω, πέρας), durch und durch, ganz hindurch; ununterbrochen, fortwährend; durchweg, durchaus, ganz und gar. Homer oft: mit genitiv., Iliad. 12, 429 πολλοὶ δ' οὐτάζοντο κατὰ χρόα χαλκῷ, ἠμὲν ὁτέῳ στρεφϑέντι μετάφρενα γυμνωϑείη μαρναμένων, πολλοὶ δὲ διαμπερὲς ἀσπίδος αὐτῆς, durch den Schild hindurch; 20, 362 ἀλλὰ μάλα στιχὸς εἶμι διαμπερές; ohne Casus, vom Raume. Iliad. 16, 640 βελέεσσι καὶ αἵματι καὶ κονίῃσιν ἐκ κεφαλῆς εἴλυτο διαμπερὲς ἐς πόδας ἄκρους; Odyss. 7, 96 ἐν δὲ ϑρόνοι περὶ τοῖχον ἐρηρέδατ' ἔνϑα καὶ ἔνϑα, ἐς μυχὸν ἐξ οὐδοῖο διαμπερές; Iliad. 5, 658 ὁ μὲν βάλεν αὐχένα μέσσον Σαρπηδών, αἰχμὴ δὲ διαμπερὲς ἦλϑ' ἀλεγεινή; Odyss. 14, 11 σταυροὺς δ' ἐκτὸς ἔλασσε διαμπερὲς ἔνϑα καὶ ἔνϑα, πυκνοὺς καὶ ϑαμέας, rund herum; 10, 88 λιμένα, ὃν πέρι πέτρη ἠλίβατος τετύχηκε διαμπερὲς ἀμφοτέρωϑεν; von der Zeit, Odyss. 20, 47 διαμπερὲς ἥ σε φυλάσσω ἐν πάντεσσι πόνοις; Iliad. 16, 499 ἤματα πάντα διαμπερές; Odyss. 4, 209 διαμπερὲς ἤματα πάντα; Iliad. 15, 70 ἐκ τοῠ δ' ἄν τοι ἔπειτα παλίωξιν παρὰ νηῶν αἰὲν ἐγὼ τεύχοιμι διαμπερές, εἰς ὅ κ' Αχαιοὶ Ἴλιον αἰπὺ ἕλοιεν; übertragen, Iliad. 16, 618 τάχα κέν σε ἔγχος ἐμὸν κατέπαυσε διαμπερές, εἴ σ' ἔβαλόν περ; zuweilen sind mehrere Auffassungen möglich: Iliad. 7. 171 κλήρῳ νῦν πεπάλασϑε διαμπερές, ὅς κε λάχῃσιν, alle, die Reihe durch, kann räumlich und zeitlich gefaßt werden; 12, 398 Σαρπηδὼν δ' ἄρ' ἔπαλξιν ἑλὼν χερσὶ στιβαρῇσιν ἕλχ'· ἡ δ' ἕσπετο πᾶσα διαμπερές, αὐτὰρ ὕπερϑεν τεῖχος ἐγυμνώϑη, πολέεσσι δὲ ϑῆκε κέλευϑον, das διαμπερές kann zu πᾶσα und zu ἕσπετο gehören, »die ganze Brustwehr sank«, oder »die Brustwehr sank ganze«; 10, 89 Ἀγαμέμνονα, τὸν περὶ πάντων Ζεὺς ἐνέηκε πόνοισι διαμπερές, εἰς ὅ κ' ἀυτμὴ ἐν στήϑεσσι μένῃ, das διαμπερές kann sich auf εἰς ὅ κε μένῃ beziehen, aber auch auf ἐνέηκε πόνοισι. Mit περάω ist διαμπερές verbunden Odyss. 5, 480 οὔτ' ὄμβρος περάασκε διαμπερές. Auch in tmesi kommt διαμπερές vor: Odyss. 21, 422 Iliad. 11, 377. 17, 309 διὰ δ' ἀμπερές. Aus dieser Tmesis geht unter Anderm hervor, daß ἀνά mit in διαμπε-ρές steckt, was Einige in Abrede stellen, indem sie das Wort von διαπεράω herleiten und das Μ für ein euphonisches Einschiebsel erklären. – Folgende: Hesiod. Th. 402 O. 236 Aeschyl. Ch. 380 Sophocl. Phil. 791 Apoll. Rhod. 4, 1253 Plat. Phaedon. 111 e Rep. 10, 616 d und e Xenoph. A. 4, 1, 18. 7, 8, 14 Plutarch. Philopoem. 6.
-
7 δι-αιρέω
δι-αιρέω (s. αἱρέωὶ, 1) auseinandernehmen, theilen, sondern, zerreißen. Hom. Iliad. 20, 280 in tmesi ἐγχείη δ'ἄρ'ὑπὲρ νώτου ἐνὶ γαίῃ ἔστη ὶεμένη, διὰ δ' ἀμφοτέρους ἔλε κύκλους ἀσπίδος ἀμφιβρότης. Folgende: δύο μοίρας Λυδῶν, in zwei Theile, Her. 1, 94; vgl. 4, 148; Plat. Phaedr. 253 d τρία μέρη, in drei Theile; παῖδα κατὰ μέλεα διελών Her. 1, 119; 123; ἀκρόϑινα διελών Pind. Ol. 11, 59; auseinander-, wegreißen, γέφυραν, σταυρούς, Xen. An. 5, 2, 21; niederreißen, Thuc. 2, 75; πυλίδα, aufbrechen, 4, 51; – absondern, Plat. Phil. 23 e; – διαιρεῖν δίχα, Plat. Soph. 225 a; διχῆ, Crat. 396 a. – Ggstz συντιϑέναι, Rep. X, 618 c; διαιρούμενος εἰς ἴσα δύο μέρη Legg. X, 895 e; κατὰ σμικρὰ διῄρηται Soph. 225 c; auch διῄρητο ξύμπαν τὸ ζῷον τῷ τιϑασσῷ καὶ ὰγρίῳ Polit. 263 e, u. so Folgde; αὶδῶ καὶ σωφροσύνην, unterscheiden, Xen. Oec. 7, 26. – Med., unter sich vertheilen, Hes. Th. 112; τὸ ἔργον Thuc. 7, 19; auch allein, διελόμενοι τὴν πόλιν περιετείχιζον, indem sie sich in die Arbeit theilten, 5, 75; Sp. Bei Plat., wie das act., = theilen, ausscheiden, τοὺς ἀμείνους καὶ τοὺς χείρονας Legg. XII, 950 e; vgl. Isocr. 4, 47; κατ' εἴδη Plat. Phaedr. 273 e u. öfter; τέτταρα μέρη τινός 265 b. – 2) bestimmt angeben, aussagen, Her. 7, 47. 103; auch Med., 7, 50; Plat. Charmid. 169 a; περίτινος, 163 d; Arist. rhet. 1, 15; entscheid en, διαφοράς Her. 4, 23; τὰ ἀλλήλων ἐγκλήματα Plat. Polit. 305 c; ψήφῳ περί τινος Aesch. Eum. 630; absol., Ar. Ran. 1100; τὸν νικῶντα Plat. Legg. XII, 946 b. – Med., auch = erklären, auslegen; τέρας Dion. Hal. 4, 60; ὄψιν Plut. Cim. 18.
-
8 ἀνα-κλάω
ἀνα-κλάω ( κλάω), zurück-, umbrechen, biegen, δέρην ὤμοις, den Hals auf die Schultern, Eur. Or. 1471; Thuc. 2, 76; σταυρούς 7, 25, aus dem Grunde herausziehen; übertr., ἀνακλᾶται εἰς αὐτὸν τὸ κεφάλαιον τῶν πραγμάτων Pol. 18, 22, summa rerum ad eum redit. Von Biegungen u. Wendungen der Tänzer, neben κατακλάω, Luc. Salt. 27; Sp. bes. von der Brechung der Lichtstrahlen, Arist. meteor. 1, 3; Plut.
-
9 ἐκ-πρίω
-
10 ἐλαύνω
ἐλαύνω, treiben; fut. ἐλάσω, Her. 1, 77; ἐλάσοντες Xen. An. 7, 7, 55; gew. att. ἐλῶ, ἐλᾷς, Ar. Ran. 203, ἐλᾶν, ἐλώντων, Xen. An. 1, 8, 10; bei Hom. ἐλόωσι, Od. 7, 319; aor. ἤλασα, poet. auch ἔλασσα, iterativ. ἐλάσασκεν Iliad. 2, 1991 perf. ἐλήλακα, ἐλήλαμαι, aor. ἠλάϑην, erst ganz spät ἠλάσϑην, wie ἐλήλασμαι, vgl. Piers. Moer. 13; ἐληλέδατο Od. 7, 86; ἠλήλαντο Hes. sc. 143. Sehr selten erscheint ein praes. ἐλάω, bei Dichtern, vgl. s. v. ἀπελαύνω; ob bei Homer in der Formel μάστιξεν δ' ἐλάαν, z. B. Odyss. 3, 484, ἐλάαν praes. oder futur. sei, kann zweifelhaft erscheinen; wahrscheinlich ist praes. Odyss. 15, 50 οὔ πως ἔστιν ἐπειγομένους περ ὁδοῖο νύκτα διὰ δνοφερὴν ἐλάαν; 3. plur. ἔλων, = ἔλαον, imperfect. oder aorist. 2, Iliad. 24, 696 Odyss. 4, 2; ἔλαε Apoll. Rh. 3, 872. – 1) treiben, in Bewegung setzen, von Hom. an überall, ἅρμα, ἵππους, ζεῦγος, Il. 5, 237 u. öfter, Her. 1, 59 Ar. Nubb. 69 Plat. Phaedr. 246 e; νῆα, Od. 16, 502, rudern; νηῦς ἐλαυνομένη, das fahrende Schiff, 13, 155; vgl. Ar. Equ. 1178; τριήρεις, Plat. Rep. III, 396 a; ἐλαύνειν ἐρετμοῖς, Ap. Rh. 2, 949; τὸν δρόμον Ar. Nubb. 25; ὁδόν D. Per. 586. Daher auch οἱ δ' ἐλόωσι γαλήνην, auf dem ruhigen Meere fahren, Od. 7, 319; πόντον ἐλάταις ἐλαύνειν, das Meer mit Rudern in Bewegung setzen, es befahren, Il. 7, 6; τὰ δ' ἕσπερα νῶτ' ἐλαύνει ϑερμᾷ φλογί Eur. El. 731. Von Flüssen, ῥόον ἐλαύνειν D. Per. 1090. – Häufig ohne acc. = fahren; εἰ γάρ κε – παρὲξ ἐλάσησϑα διώκων, sc. ἵππους, Il. 23, 344; μάστιξεν δ' ἐλάαν, er schwang die Geißel, um die Pferde anzutreiben, zu fahren, 5, 366; βῆ δ' ἐλάαν ἐπὶ κύματα, er ging, um dahinzufahren über die Wogen, Il. 13, 27; διὰ νύκτα ἐλᾶν, durch die Nacht fahren, Od. 15, 50; vom Seefahrer, 12, 124; παρὲξ τὴν νῆσον ἐλαύνειν, an der Insel vorbeifahren, 12, 276; οἱ ἐλαύνοντες, die Rudernden, 13, 22; vgl. Xen. Hell. 6, 2, 29. Auch vom Wagen selbst, τὰ ἅρματα εἰς τὰς τάξεις τῶν Ἑλλήνων ἐλῶντα καὶ διακόψοντα Xen. An. 1, 8, 10; – sc. ἵππον, reiten, Her. 1, 59; ἀναβὰς ἐπὶ τὸν ἵππον ἤλασε Xen. Cyr. 4, 1, 7; vgl. Ar. Pax 128; pass., vom Pferde, laufen, Xen. Cyr. 8, 6, 17; vgl. γῆν πρὸ γῆς ἐλαύνομαι Aesch. Prom. 682; mit accusat. vom Reiten Odyss. 5, 371 ἀμφ' ἑνὶ δούρατι βαῖνε, κέληϑ' ὡς ἵππον ἐλαύνων; – στρατόν, στρατιήν, ein Heer in Bewegung setzen, es führen, Pind. Ol. 11, 69, Her 1, 176 u. öfter. Gew. ohne Zusatz, marschiren, anrücken, sowohl von dem Feldherrn, als vom Heere, Her. 1, 77; Xen. sehr oft u. andere Historiker. – 2) wegtreiben, wegführen; βοῦς Il. 1, 154 u. öfter; Xen. Hell. 4, 8, 18; so im med., Il. 1, 682 Od. 4, 637; Plat. Gorg. 484 b, wie λείαν ἐλάσασϑαι Plut. Rom. 23; – τοὺς ματραλοίας ἐκ δόμων Aesch. Eum. 201. 329; ἐκ γῆς Soph. O. R. 44, u. öfter; παῖδας γῆς ἐλᾶν Eur. Med. 70. – Bes. μύσος ἀφ' ἑστίας, entfernen, also = fühnen, Aesch. Ch. 961; vgl. Eum. 273; μίασμα χώρας Soph. O. R. 98; ἄγος ἐλαύνειν Thuc. 1, 126. 2, 13; φυγῇ ἀϊδίῳ ἐλαϑείς, in ewige Verbannung geschickt, Dion. Hal. 8, 1. – 3) in die Enge treiben, bedrängen. Hierher gehören vor Allem drei merkwürdige Homerische Stellen: Iliad. 13, 315 οἵ μιν ἄδην ἐλόωσι καὶ ἐσσύμενον πολέμοιο; 19, 423 οὐ λήξω πρὶν Τρῶας ἄδην ἐλάσαι πολέμοιο; Odyss. 5, 290 ἀλλ' ἔτι μέν μίν φημι ἄδην ἐλάαν κακότητος. Also ἄδην ἐλάαν τινά τινος, = Einen genügend bedrängen in Etwas, bei Etwas, mit Etwas, mit Elend, im Kampfe. Bei Iliad. 13, 315 giebt es folgendes Schol. aus Didymus: κατ' ἔνια τῶν ὑπομνημάτων (d. h. »nach der Behauptung einiger der von Aristarcheern verfaßten Commentare«, nicht etwa »nach dem Zeugniß einiger der von Aristarch selbst verfaßten Commentare«, »schrieb Aristarch«) οἵ μιν ἄδην ἐάσουσι, ὅἐστι κορέσουσιν. καὶ ἐπὶ τοῦ Ποσειδῶνος ( Odyss. 5, 290) »ἀλλ' ἔτι μέν μίν φημι ἄδην ἐλάαν κακότητος« διὰ τῶν δύο ΑΑ παρέκειτο (d. h. lag nach Angabe der betreffenden Aristarcheer dem Aristarch vor die var. lect.) ἑάαν. μαρτυρεῖ καὶ τὸ »ἄσειν ἐν Τροίῃ ταχέας κύνας (Iliad. 11, 818)«. οὕτως Αρίσταρχος (d. h. »das zunächst Vorhergehende«, wenn keine Lücke da ist, der Satz μαρτυρεῖ κτἑ., »sind Aristarchs eigene Worte«). Zu derselben Stelle Iliad. 13, 315 giebt es folgendes Schol. aus Aristonicus: ἡ διπλῆ, ὅτι Ζηνόδοτος ἀγνοήσας τὸ σημαινόμενον πεποίηκε καὶ ἐσσύμενον πολεμίζειν. ἔστι δὲ τὸ ἄδην ἐλόωσιν ἀντὶ τοῦ κορεσϑῆναι αὐτὸν ποιήσουσι τοῠ πολέμου, καίπερ προϑυμίαν ἔχοντα. Friedländer druckt dies ohne Aenderung u. Bemerkung ab. In der That folgt aus der Metalepsis κορεσϑῆναι ποιήσουσι nicht nothwendig, daß das ἄδην ἐλόωσιν verderbt und in ἄδην ἐάσουσι oder ἄδην ἑόωσι zu ändern sei, welches nach Aristonicus Aristarchs Lesart gewesen sei. Doch ist durch Didymus Bericht wohl unzweifelhaft nicht nur, daß es die mit ἄω »sättigen« zusammenhangenden Lesarten ἄδην ἐάσουσι oder ἄδην ἑόωσι Iliad. 13, 315, ἄδην ἑάαν oder ἄδην ἆσαι Iliad. 19, 423, ἄδην ἑάαν Odyss. 5, 290 gegeben habe, sondern auch, daß Aristarch diese Lesarten nicht unbedingt verwarf. Besonders wichtig ist die Vergleichung von Iliad. 19, 402 ἐπεί χ' ἑῶμεν πολέμοιο, wo es folgendes Schol. des Aristonicus giebt, welches Lehrs irrthümlich dem Herodian zuschreibt: (ἡ διπλῆ) ὅτι δασυντέον τὸ ἑῶμεν· ἔστι γὰρ ἄδην ἔχωμεν, κορεσϑῶμεν. Vgl. s. v. ἌΩ und Buttmann Lexilog. 2, 130 ff. – Χεὶρ ὀξείῃς ὀδύνῃσιν ἐλήλαται, wird gepeinigt, Il. 16, 518; ähnl. δαίμων, Ἀϑάνας μῆνις ἐλαύνει με, treibt mich umher, Soph. Ai. 499. 743; λύπῃ πᾶς ἐλή λαται κακῇ 268; κακοῖς Eur. Andr. 31; Plat. ὑπ' ἀνάγκης τε καὶ οἴστρου ἐλαύνεται Phaedr. 240 d, u. öfter; μή τι δαιμόνιον τὰ πράγματα ἐλαύνῃ Dem. 9, 54; Sp.; ἐλαύνεται τὴν ψυχὴν ἐρωτικῇ μανίᾳ Ael. H. A. 14, 18; geradezu = miß handeln, beschimpfen, καὶ ὑβρίζεσϑαι Dem. 18, 48, u. öfter. Auch unterjochen, Ἰωνίαν ἤλασε βίᾳ Aesch. Pers. 757. Woran sich die obscöne Bdtg = βινεῖν schließt, Ar. Eccl. 38; Plat. com. bei Ath. X, 456 a; vgl. Nicarch. 4 (XI, 73). – 4) schlagen, stoßen. Bei ἐλαύνειν in dieser Bedeutung kann im accusat. sowohl dasjenige stehn, womit man stößt oder schlägt, die Waffe, Iliad. 20, 259 ἐν σάκει ἤλασεν ἔγχος, als auch dasjenige, welchem der Stoß oder Schlag gilt, das Ziel, Iliad. 11, 109 Ἄντιφον παρὰ οὖς ἔλασε ξίφει. Im letzteren Falle unterscheidet nach Aristarchs Beobachtung Homer ἐλαύνειν genau von βάλλειν, gebraucht also ἐλαύνειν nie vom Wurfe, sondern nur vom Stoße oder Schlage im strengsten Sinne des Wortes, vom Angriff ἐκ χειρός, d. h. von solchem Angriffe, bei welchem man die Waffe nicht fahren läßt, wie bei'm Wurfe, sondern festhält. S. Scholl. Aristonic. Iliad. 11, 68 und Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 51-70, besonders p. 64 sq. Ausdrücklich entgegengesetzt werden βάλλειν und ἐλαύνειν einander Odyss. 17, 279 μή τίς σ' ἔκτοσϑε νοήσας ἢ βάλῃ ἢ ἐλάσῃ. Dem gemäß schrieb Aristarch Odyss. 5, 132. 7, 250 ἔλσας, nicht ἐλάσας, wie Zenodot, der die hier erörterte Regel nicht kannte, s. Scholl. Aristonic. Odyss. 5, 132 u. vgl. εἴλω. Iliad. 16, 467 also kann ὁ δὲ Πήδασον ἤλασεν ἵππον nicht Aristarchs Lesart sein; denn das Thier ward durch einen Wurf getroffen. Mit doppeltem accusat. des Zieles Iliad. 5, 80 τὸν Εὐρύπυλος ἔλασ' ὦμον φασγάνῳ ἀίξας; das Ziel und die Wunde bei einander im accusat. Odyss. 21, 219 οὐλήν, τήν ποτέ με σῦς ἤλασε λευκῷ ὀδόντι; – Odyss. 22, 94 χϑόνα δ' ἤλασε παντὶ μετώπῳ, von einem Fallenden; 5, 313 ἃς ἄρα μιν εἰπόντ' ἔλασεν μέγα κῦμα κατ' ἄκρης; – Odyss. 17, 237 ὁ δὲ μερμήριξεν Ὀδυσσεὺς ἠὲ μεταΐξας ῥοπάλῳ ἐκ ϑυμὸν ἕλοιτο, ἦ πρὸς γῆν ἐλάσειε κάρη ἀμφουδὶς ἀείρας. – Wenn die Waffe als Object im accus. bei ἐλαύνειν steht oder hinzugedacht werden muß, gebraucht Homer ἐλαύνειν auch vom Wurfe, Iliad. 17, 519 προΐει ἔγχος, καὶ βάλεν Ἀρήτοιο κατ' ἀσπίδα – · ἡ δ' οὐκ ἔγχος ἔρυτο, διαπρὸ δὲ εἴσατο χαλκός, νειαίρῃ δ' ἐν γαστρὶ διὰ ζωστῆρος ἔλασσεν, verstehe τὸ ἔγχος, und passivisch Iliad. 5, 400 αὐτὰρ ὀιστὸς ὤμῳ ἔνι στιβαρῷ ἠλήλατο. – Vgl. noch Iliad. 2, 199. 4, 135. 5, 57. 584. 11, 68. 13, 614. – Den Homerischen Unterschied von ἐλαύνειν u. βάλλειν beobachteten die Folgenden keineswegs genau, s. Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 66 sqq.; Pind. O. 10, 85 ἄκοντι ἔλασε σκοπόν; N. 10, 70 ἤλασε Λυγκεὺς ἐν πλευραῖσι χαλκόν; Lucian. ἐλαύνεται εἰς τὸν μηρόν, er wird am Schenkel verwundet; Apoll. Rhod. 2, 785 ἐ. χαμάδις ὀδόντας, herausschlagen; Euripid. Herc. fur. 351 κιϑάραν ἐλαύνων πλήκτρῳ. – 5) Wie unser treiben von Metallen; ἀσπίδα, einen Schild aus Erz treiben, Il. 12, 296; πτύχας 20, 270; εὐνὴ Ἡφαίστου χερσὶν ἐληλαμένη χρυσοῠ Mimnerm. bei Ath. XI, 470 b; σίδηρον λεπτῶς ἐληλαμένον Plut. Camill. 31, a. Sp. In dieser Bdtg »geschmiedet« ist vielleicht ἐληλάμενος accentuirt worden, vgl. Buttm. gr. Gr. I p. 444. Uebh. = hinziehen, in einer Richtung, τάφρον, τεῖχος, Il. 9, 349; σταυροὺς δ' ἐκτὸς ἔλασσε, stellte sie in einer Linie auf, Od. 14, 11; αὔλακα Hes. O. 441, wie Pind. P. 4, 228; κατὰ χέρσον ἐληλαμέναι περὶ πύργον Aesch. Pers. 852; ἠλακάτην διὰ μέσου ἐληλάσϑαι Plat. Rep. X, 616 e, mehr an die vorige Bdtg erinnernd; öfter Her., τεῖχος, αἱμασιάς, 1, 191. 6, 137; ἀμπελίδος ὄρχον Ar. Ach. 995. – Dah. = hervorbringen, erzeugen; ἐλᾷ δὲ καὶ τέσσαρας ἀρετὰς ὁ μακρὸς αἰών Pind. N. 3, 71; κολῳόν, erregen, Il. 1, 575; ἐξ ὄσσων εἰς γαῖαν δάκρυ, hervortreiben, Eur. Suppl. 108. – 61 Wie es in 1) scheinbar intrans. steht, so braucht Plat. auch πόῤῥω σοφίας, φιλοσοφίας ἐλαύνειν, weit in der Weisheit vorschreiten, Crat. 410 e Gorg. 486 a; πρόσω τῆς πλεονεξίας Xen. Cyr. 1, 6, 39; ἐγγὺς μανιῶν ἐλαύνει, kommt dem Wahnsinn nahe, Eur. Heracl. 904; ἔξω ἐλ. τοῠ φρονεῖν, wahnsinnig sein, Bacch. 853; ἐς πᾶσαν κακότητα ἐλάσαι Her. 2, 124; vgl. 5, 50; εἰς τοσοῦτον ἤλασε ἐπιμελείας D. L. 4, 67; Plut.; εἰς κόρον τινὸς ἐλαύνειν, es bis zur Uebersättigung in einer Sache treiben, Tyrt. 2, 10.
-
11 ανακλαω
I1) отгибать, отводить(δέρην ὤμοις ἀριστεροῖσιν Eur.; αὐχένα ἐπὴ γαίης in tmesi Theocr.; κεφαλήν Plut.)
τὰς μηχανὰς ἄλλῃ τοῦ τείχους ἀνέκλων Thuc. — они применили тараны в другом месте (городской) стены;ἑαυτὸν ἀνακλῶν καὴ κατακλῶν Luc. — извиваясь во все стороны2) выламывать, выдергивать(σταυρούς Thuc.)
3) поворачивать, направлять(ἐπ΄ ἄλλα τέν διάνοιαν Plut.)
4) физ. отбрасывать, отражать(ἥ ἀνακλασθεῖσα σφαῖρα Arst.)
5) сводить (воедино), приводитьἀνακλασθῆναι εἴς τινα Polyb. — (о делах, вопросах и т.п.) сосредоточиться в чьих-л. руках
6) стих. разбиватьἀνακαλώμενον μέτρον — разбитый размер, т.е. с нерегулярным чередованием коротких и долгих слогов
II= ἀνακλαίω См. ανακλαιω -
12 διαιρεω
(fut. διαιρήσω, aor. 2 διεῖλον, pf. διῄρηκα)1) снимать, срывать(ὀροφήν Thuc., Xen.)
2) раскалывать(λίθους Arst.)
3) разрезать, рассекать4) прокалывать5) вырывать, выворачивать, выдергивать(σταυρούς Xen.)
6) взламывать, ломать(πυλίδα Thuc.)
διελόντες τοῦ τείχους Thuc. — пробив стену;τὸ διηρημένον Thuc. — пролом, брешь7) разбирать, разрушать(γέφυραν Her.)
8) делить, разделять(τρία μέρη Plat.; διαιρεθῆναι εἰς τὰ ἐλάχιστα Arst.; δ. τι εἰς μέρη τρισκαίδεκα Plut.; med. διελεῖσθαι τέν ληΐην Her.)
διελεῖν σφᾶς αὐτοὺς δίχα Plut. — разделиться на две части;κατὰ πόλεις διελόμενοι τὸ ἔργον Thuc. — распределив работу между (отдельными) городами;διῃρῆσθαι χωρὴς κατὰ γένη Arst. — быть разделенным на отдельные роды9) различать(αἰδῶ καὴ σωφροσύνην Xen.; αἱ διαιρεθεῖσαι κατηγορίαι Arst.)
ταῖς δόξαις διαιρεῖσθαι τοὺς ἀμείνους καὴ τοὺς χείρονας Plat. — сознавать различие между лучшими и худшими10) разбирать, толковать, разъяснять, тж. определять, рассуждать(περί τινος Plat., Arst.)
εἰ δὲ ἄρα μή ἐστι τοῦτο τοιοῦτο οἷον ἐγὼ δ. Her. — если же это обстоит не так, как я рассуждаю;ὅσα πρὸς τέν σκέψιν ταύτην διελεῖν ἀναγκαῖον Arst. — разъяснения, необходимые для данного исследования11) (раз)решатьδ. δίκας Aesch. — разбирать судебные дела, вершить суд;ψήφῳ δ. περί τινος Aesch. — решить что-л. голосованием;κλήρῳ διελεῖν τὸν νικῶντα Plat. — определить жребием, кто одержал победу -
13 διαμπερες
Iadv.1) (на)сквозь, навылет(τοξευθεὴς δ. εἰς τέν κεφαλήν Xen.; δ. ἐληλάσθαι διά τι Plat.)
2) сплошь, вплотную(σταυροὺς ἐλαύνειν Hom.)
3) непрерывно, постоянно(ἔργα τιθέναι Hom.; θάλλειν ἀγαθοῖσι Hes.)
ἤματα πάντα δ. Hom. — во все дни, (на)всегдаII(ἀσπίδος и στέρνων Soph.; βλῆσθαι κενεῶνα δ. Hom.; δ. οὖς Aesch.)
-
14 διαφορεω
1) разносить, распространять(κλέος πάντας ἐπ΄ ἀνθρώπους Hom. - in tmesi)
2) переносить, уносить(τοὺς σταυροὺς παρ΄ ἑαυτούς Thuc.)
3) приносить, доставлять4) расхищать, грабить(χρήματα Her.; χώραν Dem.; ὑπὸ τοῦ στρατοπέδου διαφορηθεῖσα πόλις Plut.)
5) разрывать, растерзывать(δαμάλας Eur.; ὑπὸ κυνῶν διαφορεύμενος Her.)
6) разбивать(τὰ διαπεφοημένα τῶν εἰδώλων Arst.)
διαφορεῖσθαι ὑπὸ τοῦ οἴνου Plut. — свалиться от вина7) разгонять, вышибать(οἴνῳ τὸν οἶνον погов. Plut.)
8) бросать в разные стороны, метать, швырять9) расточать, растрачивать(πολλὰ τῆς οὐσίας Plut.)
10) разделятьἀξίωμα διαφορούμενον Diog.L. — разделительное или условное предложение
11) физиол. усваивать, переваривать(τέν τροφήν Plut.)
-
15 εκπριω
-
16 ελαυνω
эп.-поэт. тж. ἐλάω (impf. ἤλαυνον - эп. iter. ἐλαύνεσκον, fut. ἐλῶ и ἐλάσω - эп. ἐλόω и ἐλάσσω, aor. ἤλασα - эп. ἔλασ(σ)α, pf. ἐλήλακα; pass.: aor. ἠλάθην - поздн. ἠλάσθην, pf. ἐλήλαμαι, ppf. ἠληλάμην)1) гнать, погонять(ἅρμα καὴ ἵππους Hom.; ταῦρον διὰ τοῦ ἄστεος Plut.; γῆν πρὸ γῆς ἐλαύνεσθαι Aesch.)
τὸν ἵππον ἐ. Her. — ездить верхом на лошади2) угонять, уводить(ἀρίστας βοῶν Hom.; ὅ τι δύναιντο Xen.)
; med. угонять с собой(βόας καὴ μῆλα Hom.; τὰς βοῦς Plat.; λείαν Plut.)
3) изгонять(τινὰ ἐκ δήμου Hom.; τινὰ ἐκ δόμων и ἀφ΄ ἑστίας Aesch.; ἐκ γῆς Soph. и γῆς Eur.; μίασμα Soph. и ἄγος Thuc.)
ἐλαυνόμενος καὴ ὑβριζόμενος Dem. — гонимый и осыпаемый оскорблениями4) ( о корабле) приводить в движение(νῆα Hom.; τὰς ναῦς Arph.; τριήρεις Plat.)
κώπην ἐ. Plut. — грести;πόντον ἐλάταις ἐ. Hom. — плыть на веслах по морю;νηῦς ἐλαυνομένη Hom. — плывущий корабль;οἱ ἐλαύνοντες Hom. — гребцы5) преследовать, терзать, донимать(τινά Hom.)
ἐ. τινὰ κακότητος Hom. — мучить кого-л.;χεὴρ ὀδύνῃσι ἐλήλαται Hom. — рука болит;λοιμὸς ἐλαύνει πόλιν Soph. — мор опустошает город;φοβεῖσθαι, μή τι δαιμόνιον τὰ πράγματα ἐλαύνῃ Dem. — опасаться, как бы некое божество не потрясло государства;λύπῃ πᾶς ἐλήλαται κακῇ Eur. — он удручен тяжелой скорбью6) ударять(τινὰ σκήπτρῳ Hom.)
χθόνα ἤλασε παντὴ μετώπῳ Hom. — он хлопнулся лицом прямо в землю;κιθάραν ἐλαύνων πλήκτρῳ Eur. — бряцая плектром на лире7) вести(στρατόν Pind.; στρατιήν Her.)
8) вонзать(δόρυ διὰ στήθεσσιν Hom.; χαλκὸν ἐν πλευραῖσι Pind.)
ὀϊστὸς ὤμῳ ἐνὴ ἠλήλατο Hom. — стрела впилась в плечо9) поражать, ранить(τινὰ ὦμον φασγάνῳ Hom.; ἐλαύνεσθαι εἰς τὸν μηρόν Luc.)
10) наносить, причинять(τέν οὐλέν ὀδόντι Hom.)
11) вдевать, продевать(τι διὰ μέσου τινός Plat.)
12) устремлять, обрушиватьπνεῦμα σφοδρῶς ἐλαυνόμενον Arst. — сильный взрыв (сжатого) воздуха;
ἐδόκει μήνιμα δαιμόνιον ἐλαύνειν τὰς πόλεις Plut. — казалось, что гнев божества обрушился на города;πνοὰς ἀνέμων ζάλην ἐλαυνόντων Plut. — при бушевании ураганных ветров13) устремлять, направлять(τὸν ἑαυτοῦ ὁδόν Arph.)
14) повышать, доводить15) перен. доводить, приводить(τινὰ εἰς ὀργήν Eur.)
16) проводить, прокапывать(τάφρον Hom.; αὔλακα Hes., Pind.; ἀμπελίδος ὄρχον Arph.)
17) проводить, строить, возводить(τεῖχος Hom.)
σταυροὺς πυκνοὺς καὴ θαμέας ἐλαυνέμεν Hom. — строить частокол;τὸ τεῖχος ἐς τὸν ποταμὸν ἐλήλαται Her. — стена доходит до реки18) проливать(δάκρυ εἰς γαῖαν Eur.)
19) вызывать, возбуждать(κολῳὸν ἔν τισι Hom.)
20) пробуждать(ἀρετάς Pind.)
21) выковывать, ковать(ἀσπίδα χαλκείην Hom.; ἐληλαμένος σίδηρος Plut.)
22) подчинять себе, покорять, захватывать(Ἰωνίαν πᾶσαν Aesch.)
23) устремляться, направляться(ἐπὴ κύματα Hom.)
μάλα σφοδρῶς ἐ. Hom. — спешить изо всех сил24) ехать, путешествовать(νύκτα διὰ δνοφερήν Hom.)
25) вступать, въезжать(ἐς τὸ ἄστυ Her.)
26) врываться, вторгаться(ἐπὴ τέν Ἀττικήν Plut.)
27) обрушиваться, нападать28) доходить, заходить, продвигатьсяἐς πᾶσαν κακότητα ἐλάσαι Her. — совершить всяческие злодеяния;
ἐγγὺς μανιῶν ἐ. Eur. — находиться на грани безумия;ἔξω τοῦ φρονεῖν ἐ. Eur. — сойти с ума;πρόσω ἐλάσαι τῆς πρὸς τοὺς πολεμίους πλεονεξίας Xen. — превзойти врагов в хитрости;οἱ πόρρω ἀεὴ φιλοσοφίας ἐλαύνοντες Plat. — не перестающие заниматься философией;πρὸς τέν νόσον ἐλάσαι Arst. — впасть в болезнь;πόρρω παντάπασιν ἡλικίας ἐληλακώς Plut. — достигший преклонного возраста;ὅ εἰς τοσοῦτον ἤλασεν ἐπιμελείας, ὥστε … Diog.L. — он дошел в своем трудолюбии до того, что … -
17 παρακαταπηγνυμι
-
18 υφιστημι
ион. ὑπίστημι (преимущ. med. с aor. 2 и pf. act.)1) ставить внизу, подставлять, устанавливать в качестве подпоры(τρεῖς κολοσσούς τινι Her.; κίονας προθύρῳ Pind.)
τρεῖς σταυροὺς ὑ. Her. — вколачивать три опорные сваи;οἱ σταυροὴ οἱ ὑπεστεῶτες τοῖσι ἰκρίοισι Her. — сваи, служащие подпорами для помостов;τὸ ὑφεστὸς τῷ βάρει Arst. — подпора тяжести;ἐν χειμῶνι ὑπὸ τειχὴον ὑποστάς Plat. — укрывшись во время бури у стены2) класть в основу, принимать за основание(γνωμὰς σοφάς Soph.; ὑποθέσεις τινάς Polyb.)
ἀγέννητον καὴ ἄφθαρτον ὑποστήσασθαι τὸν κὸσμον Diod. — допустить, что мир безначален и бесконечен;τὸν κράτιστον ὑποστήσασθαι Isocr. — принять за образец лучшего (из предшественников)3) размещать в засаде, тайно расставлять(τοὺς δορυφόρους Her.; ταξιάρχους καὴ λοχαγούς Xen.)
ὑποστάντες ἐν τῷ πορθμῷ Her. — устроив засаду в проливе;ὑ. δόλον τινί Eur. — устраивать кому-л. западню4) перен. подползать, закрадываться, проникатьτῷ πλήθει ὑπέστη δέος Polyb. — толпу охватил страх
5) противопоставлятьὑποστῆσαι τέν ἑαυτοῦ ναῦν ἀντίπρωρρον τοῖς πολεμίοις Polyb. — поставить свой корабль носовой частью к неприятелю
6) тж. med. оказывать сопротивление(τινί Aesch., Xen. и τινά Eur., Thuc.)
ὑποστάντες Μήδους Thuc. — выдержав натиск мидян;τοὺς κινδύνους ὑφίστασθαι Thuc. — подвергаться опасностям;ταῖς συμφοραῖς ὑφίστασθαι Eur. — стойко выдерживать несчастья;ὑφισταμένου οὐδενός Lys. — так как никто не оказывал сопротивления;ὑποστῆναι βέλος Eur. — противостоять (вражеским) стрелам;ὑποστῆναι ἔρωτα Eur. — устоять против любовного соблазна7) med. оседать, осаждатьсяτὸ ὑπιστάμενον (sc. γάλα) Her. — осевшее вниз, т.е. снятое молоко;
ἥ ὑφισταμένη ἁλμυρίς Arst. — соленый отстой8) покоряться, уступать(ὑποστήτω μοι Hom.)
9) тж. med. изъявлять готовность, тж. обязываться, обещать(τί τινι Hom.)
ὑπόσχεσις, ἥνπερ ὑπέστης Hom. — обещание, которое ты дал(а);ὑποστῆναι δώσειν τινός Her. — обязаться возместить что-л.;ὥσπερ ὑπέστη Thuc. — как он обещал;τῷ (Δαρείῳ) ἄνδρες τριήκοντα ὑπέστησαν Her. — тридцать человек предложили Дарию свои услуги;ὑποστῆναι δέκτωρ τινός Aesch. — обещать быть защитником чего-л.;τὸ ἐλάχιστον ὑποστῆναι Her. — согласиться на минимум;κατθανεῖν ὑφίστασθαι Eur. — быть готовым умереть;ὑφίστασθαι τὸν πλοῦν Thuc. — соглашаться отплыть10) тж. med. брать (принимать) на себя(τέν ἀρχήν Xen.; τριηραρχίαν Lys.)
ὑποστῆναι ποιεῖν τι Dem. — решиться сделать что-л.;διάδοχος ὑποστάς τινος Plat. — заменив (кого-л.) в чем-л.11) тж. med. быть устойчивым, прочным, постояннымἡ μὲν ὑφέστηκεν, αἱ δὲ οὔ Luc. — эта (наука) устойчива, те же нет
12) существовать, быть в наличииτὰ ὑφεστῶτα Polyb. — текущие дела;
τὸ παρῳχημένον τοῦ χρόνου οὐχ ὑπάρχειν, ἀλλ΄ ὑφεστηκέναι Plut. — (Хрисипп говорит), что прошлое не существует, а (лишь) существовало;ἐκ τοῦ μηδέ τ΄ ὄντος, μηδὲ ὑφεστῶτος γεννᾶσθαι Plut. — возникать из ничего13) med. останавливатьсяὑφιστάμενοι μένουσιν ἕως ἂν πλησίον ἔλθῃ Arst. — остановившись, они выжидают, пока он подойдет поближе;
ὑφισταμένη κοιλία Plut. — задержка стула, запор -
19 искрестить
-ещу, -естишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. искрещённый, βρ: -щён-щена\ -щеноκ. искрещенный, βρ: -щен, -а, -оρ.σ.μ. σταυρώνω• καλύπτω, γεμίζω με σταυρούς ή διασταυρώσεις. || διασχίζω, περιέρχομαι•искрестить всю Европу γυρίζω όλη την Ευρώπη.
-
20 крестный
επ.του σταυρού•-ое знамение, το σημείο του σταυρού•
-ое целование το φίλημα του σταυρού (σαν όρκος)•
крестный ход θρησκευτική πομπή (με σταυρούς και σημαίες εικόνες), λιτανεία•
с ними -ая сила παλ. ο Θεός μαζί μας (για φόβο)• μέγας είσαι Κύριε! μέγα τ όνομα σου Κύριε!
- 1
- 2
См. также в других словарях:
σταυρούς — σταυρός upright pale masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μετέωρα — Συγκρότημα μοναστηριών χτισμένων στην κορυφή απότομων και ξεκομμένων μεταξύ τους βράχων, διάσπαρτων σε μια έκταση περίπου τριάντα τ. χλμ., ανάμεσα στα όρη Χάσια, Αντιχάσια και Κόζιακας, του νομού Τρικάλων, στο σημείο ακριβώς, όπου ο Πηνειός… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… … Dictionary of Greek
πολυσταύριο — το / πολυσταύριον, ΝΜ διακόσμηση με σταυρούς νεοελλ. 1. (λειτ.) το επισκοπικό φελόνιο το οποίο, για να διακρίνεται από το φελόνιο τών ιερέων, διακοσμήθηκε με πολλούς σταυρούς ή γωνίες σε σχήμα Γ, τα λεγόμενα γάματα ή γαμμάδια, οι οποίες… … Dictionary of Greek
σταυρός — Πανάρχαιο ξύλινο όργανο βασανισμού που κατασκευαζόταν με δύο δοκάρια το ένα κάθετο καρφωμένο στη γη και το άλλο οριζόντιο. Τα πιο συνηθισμένα σχήματα των σ. ήταν τρία: το κύριο σταυρικό, όπου το κάθετο δοκάρι ξεπερνούσε σε ύψος το οριζόντιο· το… … Dictionary of Greek
γεωμετρική τέχνη — Ρυθμός τέχνης που δημιουργήθηκε και αναπτύχθηκε στην αρχαία Ελλάδα μετά την παρακμή του μυκηναϊκού πολιτισμού και την κάθοδο των Δωριέων. Καλύπτει, σε γενικές γραμμές, τη χρονική περίοδο από το 1100 έως το 700 π.Χ. και οφείλει την ονομασία του… … Dictionary of Greek
Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… … Dictionary of Greek
Μουσείο Ζακύνθου — Το Μουσείο Ζακύνθου (πλατεία Σολωμού) θεωρείται από πολλούς ιστορικούς της τέχνης ένα από τα σημαντικότερα της Ελλάδας, για ένα βασικό κυρίως λόγο: Μέσα από τα περίπου 600 εκθέματά του μπορεί κανείς να παρακολουθήσει πιο καθαρά απ’ ό,τι σε… … Dictionary of Greek
Μουσείο Μπενάκη — Το Μ.Μ. μετά από εργασίες που διήρκεσαν επτά περίπου χρόνια, άνοιξε τις πόρτες του στο κοινό στις 7 Iουνίου 2000. Tο στεγασμένο σε ένα από τα επιβλητικότερα νεοκλασικά κτίρια της Aθήνας (Κουμπάρη 1) μουσείο ιδρύθηκε από τον ευπατρίδη Aντώνη… … Dictionary of Greek