-
1 κισσο-στέφανος
κισσο-στέφανος, = Folgdm; Bacchus, Anth. IX, 524, 11.
-
2 κισσοστεφής
κισσο-στεφής, ές, u. κισσο-στέφανος, mit Epheu gekränzt -
3 κισσοστέφανος
κισσο-στέφᾰνος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κισσοστέφανος
-
4 κισσοστεφανος
См. также в других словарях:
κρινοστέφανος — κρινοστέφανος, ον (Α) στεφανωμένος με κρίνους. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρίνον + στέφανος (πρβλ. ελικο στέφανος, κισσο στέφανος)] … Dictionary of Greek
χαλκοστέφανος — ον, Α αυτός που έχει χάλκινο επιστέγασμα («χαλκοστέφανον τέμενος», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) + στέφανος (πρβλ. κισσο στέφανος, χρυσο στέφανος)] … Dictionary of Greek
λικνοστεφώ — λικνοστεφῶ, έω (Α) φέρω λίκνο, δηλ. είδος κανίστρου πάνω στο κεφάλι σε θρησκευτική πομπή («λικνοστεφεῑ λίκνον στεφανούμενος θρησκεύει», Ησύχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < *λικνοστεφής < λίκνον + στεφής (< στέφος [τὸ] «στέφανος»), πρβλ. κισσο στεφής,… … Dictionary of Greek