Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

κισσο-στέφανος

См. также в других словарях:

  • κρινοστέφανος — κρινοστέφανος, ον (Α) στεφανωμένος με κρίνους. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρίνον + στέφανος (πρβλ. ελικο στέφανος, κισσο στέφανος)] …   Dictionary of Greek

  • χαλκοστέφανος — ον, Α αυτός που έχει χάλκινο επιστέγασμα («χαλκοστέφανον τέμενος», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) + στέφανος (πρβλ. κισσο στέφανος, χρυσο στέφανος)] …   Dictionary of Greek

  • λικνοστεφώ — λικνοστεφῶ, έω (Α) φέρω λίκνο, δηλ. είδος κανίστρου πάνω στο κεφάλι σε θρησκευτική πομπή («λικνοστεφεῑ λίκνον στεφανούμενος θρησκεύει», Ησύχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < *λικνοστεφής < λίκνον + στεφής (< στέφος [τὸ] «στέφανος»), πρβλ. κισσο στεφής,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»