-
101 καλλί-νῑκος
καλλί-νῑκος, mit schönem Siege, – a) ruhmvoll siegend; Pind. P. 1, 32. 11, 46; ἄναξ Eur. Suppl. 125; Ἡρακλῆς Archil. 69. – b) den Sieg verherrlichend; στέφανος, ὕμνος, μέλος, Pind. N. 4, 16 P. 5, 106; χάρμα, κῦδος, des schönen Sieges, I. 4, 61. 1, 12; τὸ καλλίνικον, Siegesfeier, N. 3, 17. – Bei Ath. XIV, 618 c eine Flötenmelodie.
-
102 κλυτό-καρπος
κλυτό-καρπος, durch schöne Früchte berühmt, στέφανος Pind. N. 4, 76, des Ruhmes Fruchtkränze.
-
103 κίσσινος
-
104 κίφος
-
105 εὐ-ανθής
εὐ-ανθής, ές, schön, reichlich sprossend, λάχνη, Od. 11, 318; κόμη, Philostr.; schön blühend, blumenreich, Pind. oft, z. B. στέφανος I. 6, 51, ὄλβος 4, 14; auch στόλος, P. 2, 62; ἁλικία, I. 6, 34, wie λιπαρὸς καὶ εὐανϑὴς ἐν γυμνασίοις διατρίψεις Ar. Nubb. 1002; εὐανϑεῖς κόλποι λειμώνων Ran. 373; sp. D., wie Nic. Al. 402. – Uebertr., buntfarbig, schön, χρῶμα Plat. Phaed. 100 c; ἐσϑής Luc. rhet. praec. 15; τὸ εὐανϑὲς τοῦ ὄρνιϑος Ath. IX, 399 a; – ἅλμη εὐανϑεστέρα, Sotad. bei Ath. VII, 293 dv. 21, geht auf die Stärke der Lake.
-
106 εὐ-θήρᾱτος
εὐ-θήρᾱτος, wohl, leicht zu jagen, zu fangen; ὑφ' ἡδονῶν Arist. Eth. 3, 1; in der ion. Form εὐϑήρητος Opp. H. 5, 426; übertr., ἵμερος Διὸς οὐκ εὐϑ. ἐτύχϑη, nicht leicht zu erkennen, Aesch. Suppl. 81; στέφανος εὐϑ. ἦν, war leicht zu erlangen, Pol. 32, 11, 3.
-
107 εὔ-κλεια
εὔ-κλεια, ἡ, ep. ἐϋκλείη, Il. 8, 285 Od. 14, 402, ion. εὐκλεΐη, dor. εὐκλεΐα, der gute Ruf, Ruhm, ἐϋκλείης τινὰ ἐπιβῆσαι, ihn des Ruhms theilhaftig werden lassen, λιπὼν εὔκλειαν ἐν δόμοισι Aesch. Ch. 344; δεινὸς εὐκλείας ἔρως Eum. 827 (auch = das Loben, Suppl. 953); εὐκλείᾱν, Spt. 667; στέφανος εὐκλείας Soph. Ai. 460, wie Eur. Suppl. 627; Plat. Menex. 247 a u. sonst einzeln in Prosa, Xen. An. 7, 6, 33; Pol. 18, 28, 9.
-
108 ζῆλος
ζῆλος, ὁ (ζέω), eigtl. heftige, leidenschaftliche Bewegung (bei Hes. Th. 384 ist Ζῆλος Bruder von Νίκη, Κράτος u. Βία), bes. mit Rücksicht auf ein anderes Ausgezeichnetes, – 1) Bewunderung u. Eifer für Etwas, οὐδείς ποτ' αὐτοὺς τῶν ἐμῶν ἂν ἐμπέσοι ζῆλος ξυναίμων Soph. O. C. 946; ζῆλος τῶν ἀρίστων neben φυγὴ τῶν χειρόνων, Nacheiferung, Luc. adv. Indoct. 17; so πρός τι, Plut. Pericl. 2; ζῆλον καὶ φιλοτιμίαν ἐμποιεῖν τινι Lyc. 15; καὶ μίμησις Hdn. 2, 4, 3; καὶ ἀγὼν πρός τινα Plut. Artax. 4; ζῆλοι νεωτερικοί, Jugendstudien, Pol. 10, 24, 7. – Der Gegenstand der Bewunderung, Glück, Soph. Ai. 498; vgl. Dem. 18, 273, wo ζῆλος καὶ τιμαί verbunden sind, u. ibd. 120 τὸν αὐτὸν ἔχει ζῆλον ὁ στέφανος ὅπου ἂν ἀναῤῥηϑῇ. – 2) mit dem Gefühle des Untergeordnetseins verbunden, Neid, Hes. O. 194; mit φϑόνος verbunden, Plat. Phil. 47 e Legg. 679 c; aber Menex. 242 a wird ζῆλος als das Vorangehende, φϑόνος als das daraus Folgende dargestellt, u. Ammon. giebt für ζῆλος als charakteristisch die δι' ἐπιϑυμία, μίμησις γιγνομένη δοκοῠντός τινος καλοῠ an, vgl. Arist. rhet. 2, 11. - 3) Eifersucht, Eur. Hec. 352; vgl. B. A. 97; ζήλοις τινα βάλλειν Mel. 41 (XII, 70).
-
109 δυς-έφ-ικτος
δυς-έφ-ικτος, schwer zu erreichen; στέφανος Pol. gg, 11; D. Sic. 4, 8; Plut. u. a. Sp.
-
110 δασύς
δασύς, εῖα, ὑ, dicht, rauch; verwandt das Latein. densus. Bei Homer δασὐς zweimal, in einer und derselben Stelle, Odyss. 14, 49. 51 εἷσεν δ' εἰσαγαγών, ῥῶπας δ' ὑπέχευε δασείας, ἐστόρεσεν δ' ἐπὶ δέρμα ἰονϑάδος ἀγρίου αἲγός, αὐτοῠ ἐνεύναιον, μέγα καί δασύ. Vgl. das Compositum δασὐμαλλος Odyss. 9, 435. – Bei den Folgenden heißt δασὐς: – 1) dichtbehaart; μασχάλαι λόχμης δασὐτεραι Ar. Eccl. 61; γέῥῥα δασειῶν βοῶν u. βοῶν δασέα, von rauchen, d. i. rohen Fellen, Xen. An. 4, 7, 22. 5, 4, 12; χειρῐδες Cyr. 8, 8, 17; τὰ σώματα δασεῖς Arr. Ind. 24; bärtig, Strat. 12 (XII, 26); δασεῖς καὶ προβεβηκότες entgeggstzt den νεώτεροι Buto Stob. flor. 6, 29; Ggstz λεῐος, Eubul. Ath. X, 449 e (v. 2). – Auch ἱμάτιον, Philem. bei D. L. 6, 87. – 2) mit Bäumen dicht bewachsen, γῆ δασέη ὕλῃ παντοίῃ Her. 4, 21; vgl. 191; χωρίον δασύ Thuc. 4, 29, = ὑλῶδες; öfter Xen., χωρίον δασὺ πίτυσι, ποταμὸς δασὺς δέν, δρεσι, An. 4, 7, 6. 8, 2; παράδεισος δασὺς παντοίων δένδρων 2, 4, 14; Folgde; τὰ δασέα, dichtes Gebüsch, 4, 7, 7 u. öfter. Aehnl. στέφανος Plat. Conv. 212 e. Von Wolken Diod. 3, 44. – 3) πνεῦμα δασύ, spiritus asper, Gramm.; auch δασεῖα προσῳδία, vgl. Ath. IX, 398 a; τὰ δασέα, aspiratae: φ, χ, ϑ. – Adv., δασέως ἔχειν Arist. physiogn. 6, 39.
-
111 δι-σύν-απτος
δι-σύν-απτος, zweimal zusammengefügt; στέφανος Philoxen. bei Ath. XV, 685 d.
-
112 δι-ανθίζω
δι-ανθίζω, mit Blumen sticken; χλαμύδες διηνϑισμέναι Plut. Philop. 9; übh. = verzieren, schmücken; στέφανος λίϑοις πολυτελέσι διηνϑισμένος Hdn. 5, 3, 12; τὴν κεφαλὴν στεφάνοις Luc. Bis acc. 16, u. a. Sp. – Med. = ἀπανϑίζομαι, Clem. Al.
-
113 βίος
βίος, ὁ, das Leben; eigentlich Nebenform von βία, die Lebenskraft, die Stärke; vgl. ζάλος ζάλη, κύμβος κύμβη, πέτρος πέτρα, πλάνος πλάνη, πύλος πύλη, ὕδρος ὕδρα, χλόος χλόα, χνόος χνόη, χρόος χρόα, χύτρος χύτρα; αἶϑρος αἴϑρα, κοῖτος κοίτη, οἶμος οἴμη; χῶρος χώρα; σφαῖρος σφαῖρα; δραγμός δραγμή, δεσμός δεσμή oder δέσμη; ἄνδραχνος ἀνδράχνη, ἕσπερος ἑσπέρα, ϑάλαμος ϑαλάμη, κάλαμος καλάμη, στέφανος στεφάνη, χάραδρος χαράδρα. Bei Hom. βίος dreimal: Odyss. 15, 491 ἀνδρὸς δώματ' ἀφίκεο ἠπίου, ὃς δή τοι παρέχει βρῶσίν τε πόσιν τε ἐνδυκέως, ζώεις δ' ἀγαϑὸν βίον; 18, 254. 19, 127 εἰ κεῖνός γ' ἐλϑὼν τὸν ἐμὸν βίον ἀμφιπολεύοι, μεῖζόν κε κλέος εἴη ἐμὸν καὶ κάλλιον οὕτως. Bei den Folgenden: 1) das Leben, von Pind. an, bei Tragg., u. in Prosa überall. Nach den Gramm. von ζωή, dem bloßen Existiren eines Geschöpfes, so unterschieden, daß es nur das Leben vernünftiger Wesen bezeichnet; doch sagt Xen. Mem. 3, 11, 6 βίος φαλάγγων; Nicarch. 17 (XI, 397) ἡμιόνων; – Lebenszeit, Lebensdauer, im Ggstz von ϑάνατος; sehr gew. βίον ζῆν, διάγειν, διατελεῖν, διατρίβειν, διεξάγειν, διέρχεσϑαι; Ggstz τελευτᾶν; s. auch ἀποῤῥηγνύναι, ἀποψύχειν, ἐκλείπειν, ἐκπλῆσαι, καταστρέφειν, μεταλλάττειν; – ἐπὶ τοῠ σοῠ βίου, bei deinen Lebzeiten, Plat. Phaedr. 242 a; pleon. ζωῆς βίος Epinom. 982 a; Plut. Consol. Apoll. p. 350. – 2) das Leben u. Wirken, Lebensart, Lebenswandel, VLL. ἐπιτήδευμα; vgl. B. A. 30, der β. ϑαλάττιος, ῥητορικός aufführt; Arist Eth. Nic. 1, 5 βίος ἀπολαυστικός, πολιτικός, ϑεωρητικός; vgl. Plat. Legg. V, 733 d u. sonst; Gewerbe, D. Hal. 2, 28. – 3) Lebensunterhalt, ἐπηετανός Hes. O. 31; βίον ἔχειν 42; βίον καὶ πλοῠτον κτᾶσϑαι Eur. Suppl. 450; ἀπ' ἔργων ἀνοσίων Her. 8, 106; ἑτέρωϑεν Aeschin. 1, 195; βίον πορίζειν τινί Ar. Vesp. 706; ὁπόϑεν βίον ἕξει Plut. 534; βίον ποιεῖσϑαι ἐντεῦϑεν Thuc. 1, 5, davon leben; ἀπὸ γεωργίας Xen. Oec. 6, 11; ἀπὸ ϑαλάσσης ἔχειν Plut. Symp. 8, 8, 2; βίον συλλέγεσϑαι ἀπό τινος Plat. Legg. XI, 936 b; ἀγείρειν Theocr. 14, 40; ὁ βίος αὐτοῖς ἀπὸ τῆς ϑαλάττης Xen. Hell. 7, 1, 2; von Thieren, Mem. 3, 11, 6. – 4) bei Arist. u. bes. Sp., wie Luc. Tim. 4, 25 Hel. 1, 6, die Lebenden, die Welt; Gramm. ἐν u. παρὰ τῷ βίῳ, im gewöhnlichen Leben, vgl. B. A. 113, 25 καϑ' οὗ ὁ βίος τάσσει, der gew. Sprachgebrauch. – 5) Wohnort, βίους ἱδρύσαντο Dion. Hal. 1, 68. – 6) Lebensbeschreibung, Plut.
-
114 λεύκινος
-
115 θειό-δομος
θειό-δομος, Τροίης στέφανος, von Göttern erbau't, die Mauern Troja's, Alph. 9 (IX, 104); τεῖχος Acerat. (VII, 138).
-
116 θεμί-πλεκτος
θεμί-πλεκτος, vom Rechte geflochten, rechtlich erwarben, στέφανος Pind. N. 9, 52.
-
117 ἀρτι-θαλής
ἀρτι-θαλής, στέφανος, eben aufblühend, Mel. 65 (V, 198); übertr., κοῠρος Nonn. D. 9, 201.
-
118 ἀστερόεις
ἀστερόεις, εσσα, εν, gestirnt, sternreich; Hom. οὐρανοῦ ἀστερόεντος Versende Iliad. 5, 769. 6, 108. 8, 46. 19, 130 Od. 20, 113, οὐρανῷ ἀστερόεντι Versende Iliad. 4, 44, οὐρανὸν ἀστερόεντα Versende Iliad. 15, 371. 19, 128 Od. 9. 527. 11. 17. 12, 380; übertr., glänzend, funkelnd, vgl. ἀστὴρ δ' ἃς ἀπέλαμπεν Iliad. 6, 295; den zweiten Fuß beginnend Iliad. 16, 134 ϑώρηκα ποικίλον ἀστερόεντα; ebenfalls den zweiten Fuß beg. 18, 370 δόμον ἄφϑιτον ἀστερόεντα, χάλκεον; οὐρανὸς ἀστ. auch Folgde; στέφανος Ap. Rh. 3, 1003; κέλευϑος, Sternenpfad, Leon. Al. 2 (IX, 80).
-
119 ἀκάνθινος
-
120 ἀεί-ζωος
ἀεί-ζωος, stets lebendig, τιμή Plat. Ep. 8, 356 a; Χάριτες Alc. Mss. (Plan. 7); στέφανος, immer grün, Ant. Sid. 70 (VII, 14); τό, Hauslauch, φυτὸν ἀειϑαλές Theophr.
См. также в других словарях:
Στέφανος — that which surrounds masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στέφανος — that which surrounds masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στέφανος — I Όνομα αγίων της Αν. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο πρώτος και πιο γνωστός από τους επτά διακόνους, που είχαν εκλεχτεί για να υπηρετούν τις Αγάπες της πρώτης Εκκλησίας, στην Ιερουσαλήμ. Διακρινόταν για τη μεγάλη του χριστιανική δράση, αλλά… … Dictionary of Greek
στέφανος — ο 1. στεφάνι: Κατέθεσε δάφνινο στέφανο. 2. μτφ., ηθική αμοιβή: Κέρδισε το στέφανο της αρετής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Στέφανος Δουσάν — Τσάρος (1331 1355) των Σέρβων (1308 – 1355). Γιος του Στέφανου Ντετσάνσκι, παντρεύτηκε την αδελφή του τσάρου της Βουλγαρίας Ελένη και έτσι μπόρεσε να αποκαταστήσει τη σερβική κυριαρχία στη Βουλγαρία (1331). Σε σύντομο χρονικό διάστημα έγινε… … Dictionary of Greek
Στέφανος Κλων — Έλληνας γιατρός και ανθρωπολόγος (1854 – 1915). Γεννήθηκε στην Κέα. Φοίτησε στο πανεπιστήμιο της Αθήνας και μετεκπαιδεύτηκε στο Παρίσι, κυρίως στην ανθρωπολογία. Από τις σημαντικότερες μελέτες του Σ. είναι το άρθρο του Η Ελλάς, στο Εγκυκλοπαιδικό … Dictionary of Greek
Στέφανος, Κυπάρισσος — Μαθηματικός, καθηγητής του πανεπιστήμιου της Αθήνας και του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου (1857 1917). Σπούδασε στην Αθήνα και στο Παρίσι όπου, πριν ανακηρυχτεί ακόμα διδάκτορας, έκανε σημαντικές ανακοινώσεις στην Ακαδημία των Επιστημών και… … Dictionary of Greek
Γρανίτσας, Στέφανος — (Γρανίτσα Ευρυτανίας 1880 – Αθήνα 1915).Λογοτέχνης και δημοσιογράφος. Συνεργάστηκε με αθηναϊκές εφημερίδες και διακρίθηκε για τα πνευματώδη χρονογραφήματά του στον Χρόνο και στην Πατρίδα.Το αφηγηματικό του ταλέντο αξιοποίησε σε γλαφυρά… … Dictionary of Greek
Δάφνης, Στέφανος — (Άργος 1882 – Αθήνα 1947). Λογοτεχνικό ψευδώνυμο του ποιητή και θεατρικού συγγραφέα Θρασύβουλου Ζωιόπουλου. Σπούδασε μαθηματικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και δίδαξε για μερικά χρόνια στη μέση εκπαίδευση. Εργάστηκε επίσης στην Εθνική Βιβλιοθήκη και… … Dictionary of Greek
Δουσάν, Στέφανος — Βλ. λ. Στέφανος Δουσάν … Dictionary of Greek
Ληναίος, Στέφανος — (Μεσσήνη 1928 –). Ηθοποιός και σκηνοθέτης. Σπούδασε στη Σχολή Θεάτρου Αθηνών και στη σχολή RADA του Λονδίνου. Πρωτοεμφανίστηκε στο θέατρο το 1954 (στον θίασο Κοτοπούλη) και έκτοτε εργάζεται συνεχώς, αρχικά ως ηθοποιός και αργότερα ως θιασάρχης,… … Dictionary of Greek