Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἐπιτήδευμα

См. также в других словарях:

  • ἐπιτήδευμα — pursuit neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιτήδευμα — το (AM ἐπιτήδευμα) [επιτηδευω] αυτό με το οποίο ασχολείται κανείς, το κύριο βιοποριστικό έργο, η καθημερινή ενασχόληση, το επάγγελμα (α. «φόρος επιτηδεύματος» β. «εἰς τὴν πρὸς ἀλλήλους τῶν καθ’ ἡμέραν ἐπιτηδευμάτων ὑποψίαν», Θουκ.) νεοελλ. συνεκδ …   Dictionary of Greek

  • επιτήδευμα — το, ατος 1. βιοποριστικό έργο, επάγγελμα. 2. ο φόρος που πληρώνουν οι επιτηδευματίες (οι επαγγελματίες): Πάω να πληρώσω το επιτήδευμά μου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τοὐπιτήδευμα — ἐπιτήδευμα , ἐπιτήδευμα pursuit neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιτηδευμάτων — ἐπιτήδευμα pursuit neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιτηδεύμασι — ἐπιτήδευμα pursuit neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιτηδεύμασιν — ἐπιτήδευμα pursuit neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιτηδεύματα — ἐπιτήδευμα pursuit neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιτηδεύματι — ἐπιτήδευμα pursuit neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιτηδεύματος — ἐπιτήδευμα pursuit neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιτηδεύματ' — ἐπιτηδεύματα , ἐπιτήδευμα pursuit neut nom/voc/acc pl ἐπιτηδεύματι , ἐπιτήδευμα pursuit neut dat sg ἐπιτηδεύματε , ἐπιτήδευμα pursuit neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»