-
1 σπυρίδα
σπυρίςlarge basket: fem acc sg -
2 ανασπαω
поэт. ἀνσπάω1) тянуть наверх, вытягивать, вытаскивать(σπυρίδα Her.; ὕδωρ Thuc.; ἀγκύρας Polyb.)
2) выдергивать, извлекать(βύβλον ἐκ τῶν ἑλέων Her.; med. ἔγχος ἐκ χροός Hom.)
3) вытаскивать на берег(τὰς τριήρεις Thuc.)
4) втягивать, всасывать, впитывать(αἷμα Aesch.; ποτόν Arst.)
5) взламывать, ломать, разрушать(σκηνήν Her., Plut.; τύμβους Eur.; πυλίδας Polyb.)
ἀ. τὰς πράξεις τινός Plut. — расстраивать чьи-л. дела6) стаскивать, срывать7) утаскивать, уносить(τὸν τρίποδα τὸν μαντικόν Plut.)
; силой уводить(τινα Luc.)
8) отдергивать назад(τέν χεῖρα Arph.)
9) (высоко) подниматьἀ. τὰς ὀφρῦς Arph., Dem., τὸ πρόσωπον Xen. или τὰ μέτωπα Arph. — поднимать брови, морщить лоб;
λόγος ὀφρῦν ἀνασπῶν Plut. — грозная речь -
3 διασκελίδα
διασκελίδα· σπυρίδα ἣν ἔνιοι διασκάλων, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διασκελίδα
-
4 καθίημι
A (lyr.): [tense] aor. 1 καθῆκα, [dialect] Ep.καθέηκα Il.24.642
: [ per.] 2 dual [tense] aor. 2 : [tense] pf.καθεῖκα Lysipp.1
, D.29.46: (v. ἵημι):—let fall, drop, send down, κὰδ δὲ [ κεραυνὸν]..ἧκε Χαμᾶζε Il.8.134
; ; οἶνον λαυκανίης καθέηκα I have sent the wine down my throat, 24.642; καθίετε ἵππους ἐν δίνῃσι sink them in the stream, as an offering to the river-god, 21.132; [ ἱστία] ἐς νῆας κάθεμεν we let them down, lowered them, Od.9.72;λαῖφος καθήσειν A.Eu.
l.c.; σχοίνῳ σπυρίδα κ. let it down by a cord, Hdt.5.16; σῶμα πύργων κ. E.Tr. 1011; κοντὸν ἐς [ τὴν λίμνην] κ. Hdt.4.195;ἐμαυτὸν εἰς ἅλα E.Hel. 1614
; ὅπλα εἰς ἅλἀ ib. 1375; (so metaph.τοῦτον τὸν λόγον καθεῖκε D.29.46
); ;νάρθηκ' ἐς πέδον Id.Ba. 706
; κ. σπονδάς pour them, Id.IA60; τὸν κλῆρον ἐς μέσον καθείς, of putting lots into a helmet or urn, S.Aj. 1285;ἄγκυραν Hdt. 7.36
; ; κατιεμένην καταπειρητηρίην, of a sounding-line, Hdt.2.28: abs., καθιέναι reach by sounding, sound,οὐδεὶς καθεὶς ἐδυνήθη πέρας εὑρεῖν Arist.Mete. 351a13
: Medic., [ αὐλίσκον] pass a catheter, Ruf.Ren.Ves.7.11; οἵαν πρόφασιν καθῆκε ( παρὰ προσδοκίαν for οἷον ἄγκιστρον) Ar.V. 174; λόγους συμβατηρίους κ. make offers of peace, D.C.41.47; κ. πεῖραν make an attempt, Ael. VH2.13, NA1.57; εἰς ὤμους κ. κόμας let one's hair flow loose, E. Ba. 695, cf. IT52; κ. πώγωνα let one's beard grow long, Ar.Ec. 100, cf. Th. 841, Arr.Epict.2.23.21 ([voice] Pass.,τὰς τρίχας καθειμέναι Crates Com.27
;πώγωνα καθειμένος Plu.Phoc.10
;τὸ γένειον αὐτῷ καθεῖτο Ael.VH11.10
); [ αἱ ὄϊες]μείζω τὰ οὔθατα καθιᾶσιν Arist.HA 596a24
([voice] Pass., of a mare's udder, Hdt.4.2); also τείχη καθεῖναι ἐς θάλασσαν carry them down to the sea, Th.5.52 ([voice] Pass.,καθεῖτο τείχη 4.103
); καθῆκε τὰ σκέλη let down his legs, of one who had been lying, Pl.Phd. 61c; κατ' ἀμφοῖν ἄμφω (sc. τὰ σκέλη) καθέντος, of a wrestler, Gal.6.143; κ. δόρατα let down one's pike, bring it to the rest, X.An.6.5.25; κ. τὰς κώπας let down the oars, so as to stop the ship's way, Th.2.91; rarely of striking, ; ; κ. πρὸς γαῖαν γόνυ to kneel down, Id.Hec. 561; ; κ. τινὰ ἐς ὕπνον let him fall asleep, Id.HF 1006;εἰς κίνδυνον ἐμαυτόν D.H.5.27
; [ πώλους]ἐς λειμώνων Χλόην E.IA 423
; of a general, κ. στρατόπεδα εἰς.. let them march into.., Plb.3.70.11;εἰς τὸ πεδίον τὴν δύναμιν Id.3.92.7
; κ. ἐπί τινας τόπους ἐνέδρας lay an ambush, Id.4.63.9:—[voice] Pass., stretch down seawards,ὄρεα μέχρι πρὸς τὴν θάλατταν καθειμένα Pl. Criti. 118a
;ἕως γῆς τοῦ πρηστῆρος καθιεμένου Epicur.Ep.2p.47U.
, cf. p.51 U.; τὸ καθειμένον τῆς φωνῆς low tone of voice, Hdn.5.2.3.2 send down into the arena, enter for racing, ἅρματα, ζεύγη, Th.6.16, Isoc.16.34; of plays, produce, Eratosth. ap. Sch.Ar.Nu. 552 ([voice] Pass.);διδασκαλίαν Plu.Cim.8
; so ἔδοξε τοῖς πρυτάνεσι.. γνώμας καθεῖναι (Com. for προθεῖναι) Ar.Ec. 397; κατὰ τὴν ἀγορὰν λογοποιοὺς κ. D.24.15: freq. in later Greek in a general sense, set in motion, employ, Luc.DMeretr.7.4;κ. ἔς τινας ὑποψίας Philostr.VA6.38
; φίλους καὶ ῥήτορας κ. employ them, Plu.Per.7, cf. Philostr.VA4.42:—[voice] Pass., to be put in motion, .II intr., swoop down like a wind,λαμπρὸς καὶ μέγας καθιείς Ar.Eq. 430
; of rivers, run down,ἑκατέρωσε μέχρι τοῦ μέσου Pl.Phd. 112e
; κ. εἰς γόνυ sink on the knee, Plu.Ant.45; κ. εἰς ἀγῶνα, Lat. descendere in arenam, Id.2.616d, Luc.Alex.6; κ. ἐς Ῥόδον arrive there, v.l. for κατῆγεν, Polyaen.5.17.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καθίημι
-
5 ἀνασπάω
A draw, pull up,σπυρίδα Hdt.5.16
, cf. 4.154;βύβλον ἐκ τῶν ἑλέων Id.2.92
:—[voice] Pass., BGU1041.8 (iii A.D.).2 draw, suck up greedily,ὅταν αἷμ' ἀνασπάσῃ κόνις A.Eu. 647
;ἀ. ὑγρόν Hp.VM22
; ἀ. ποτόν, τροφήν, Arist.HA 495a26, PA 661a19; ὕδωρ ἀ. draw water, Th.4.97.4 tear up, pull down,τὰ ἀγάλματα ἐκ τῶν βάθρων Hdt.5.86
;τὴν σκηνήν Id.7.119
;τὸ σταύρωμα Th.6.100
; , cf. Ba. 949; ,al.;τὰς σανιδας τῆς γεφύρας Plb.2.5.5
;πυλίδας Id.5.39.4
, etc.5 metaph., ἀνασπᾶν λόγους, in S.Aj. 302, draw forth words, utter wild, incoherent words; :—the phrase may be expl. from Pl.Tht. 180a ([etym.] ὥσπερ ἐκ φαρέτρας ῥηματίσκια.. ἀνασπῶντες ) and Men.429 ([etym.] πόθεν.. τούτους ἀνεσπάκασιν οὗτοι τοὺς λόγους;); soἀ. γνωμίδιον Ar.Fr. 49D.
6 τὰς ὀφρῦς ἀνασπᾶν pucker the eyebrows, and so put on a grave important air, , cf. Alex.16, D.19.314; ;μέχρι νεφέων τὴν ὀφρὺν ἀ. Philem.174
, cf. X.Smp. 3.10;οἱ τὰς ὀφρῦς ἀνεσπασμένοι πρὸς τὸν κρόταφον Arist.Phgn. 812b27
.II retract,ὁ στόμαχος αὐτὸς ἑαυτὸν ἀ. Hp.Superf.22
, Steril. 217.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνασπάω
-
6 ὀψῶνα
ὀψῶνα· τὴν πρὸς τὸ ὀψωνεῖν σπυρίδα, Hsch. -
7 σπυρίς
Grammatical information: f.Compounds: σπυριδο-φόρος `basket-carrying' (pap. IIa)Derivatives: Dimin. σπυρ-ίδιον (com. a.o.; σφ- hell. pap.), - ίχνιον (Poll.; like κυλίχνη a. o.); also - ιδώδης `basketlike', - ιδόν adv. `in form of a basket' (sch.). -- Instrumentname in - ίς as σκαφίς, γλυφίς a. o.; whether first from a noun (*σπυρός v.t.) or directly from a verb, cannot be decided. As "twined basket" to (IE) * sper- `wind, twine' in σπάρ-τον, σπεῖρα a. o. with υ-vowel from syllabic r (?).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin] (V)Etymology: --The variation shows that the word is Pre-Greek. Furnée 241 compares further σύριχος (Alex.), σύρισσος (Poll.), σύρισκος (H.), ὑριχός (Ar.), ὕρισχος (Phryn.), ὑρίσκος (H.), ὑρίσσος (H.), all `twined basket', if from *σϜύριχος. -- Lat. LW [loanword] sporta (from σπυρίδα; through Etruscan?); s. W.-Hofmann s. v. w. lit.Page in Frisk: 2,773Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > σπυρίς
См. также в других словарях:
σπυρίδα — η / σπυρίς, ίδος, ΝΜΑ, και σφυρίς Α πλατύ καλάθι με ανοιχτό στόμιο για μεταφορά τροφίμων ή για ψάρεμα, ζεμπίλι, ψαροκόφινο (α. «τὸ περισσεῡον τῶν κλασμάτων ἑπτὰ σπυρίδας», ΚΔ β. «σφυρίδος δηνάρια πέντε», επιγρ. γ. «κατιεῑ σχοινίῳ σπυρίδα μεινὴν… … Dictionary of Greek
σπυρίδα — σπυρίς large basket fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
порка — 1) черпак, большой ковш , 2) сосуд из бересты , арханг., олонецк. (Даль). Абсолютно гадательно предположение о родстве с лат. sporta корзина (вопреки Ильинскому, Slavia , 9, 585), которое гораздо лучше объясняется как заимств. через этрусск. из… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
οψώνα — ὀψῶνα (Α) [όψον] (κατά τον Ησύχ.) «τὴν πρὸς τὸ ὀψωνεῑν σπυρίδα» … Dictionary of Greek
σπυρίχνιον — τὸ, Α μικρή σπυρίδα, καλαθάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπυρίς «καλάθι» + επίθημα ίχνιον (πρβλ. κυλ ίχνιον, πολ ίχνιον)] … Dictionary of Greek
σπυριδάλιον — τὸ, Α μικρή σπυρίδα, καλαθάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπυρίς, ίδος + υποκορ. κατάλ. (αλ)ιον (πρβλ. πηδ άλιον)] … Dictionary of Greek
σπυριδών — I Επίσκοπος Τριμυθούντας, άγιος της Αν. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Καταγόταν από την Κύπρο και προερχόταν από οικογένεια βοσκών. Αν και μορφωμένος, ακολούθησε και ο ίδιος το επάγγελμα των γονιών του. Μετά το θάνατο της γυναίκας του, στράφηκε στον… … Dictionary of Greek
sper-3 — sper 3 English meaning: to turn, wind Deutsche Übersetzung: “drehen, winden” Material: Gk. σπεῖρα f. “ convolution, Spirale, all Geflochtene (e.g. of net, rope, hawser)”, σπειράω “coil, wickle”, σπείρᾱμα “ convolution, diaper “;… … Proto-Indo-European etymological dictionary