-
1 σπόνδ-αρχος
σπόνδ-αρχος, die heilige Spende oder das Trankopfer anfangend, ὁ ἐξάρχων τῆς σπονδῆς ἐν τοῖς συμποσίοις, Phryn. in B. A. 62.
-
2 σπονδ-αρχέω
σπονδ-αρχέω, ein σπόνδαρχος sein, nach Poll. 6, 30 προπίνειν φιλοτησίας.
-
3 σπονδ-αρχία
σπονδ-αρχία, ἡ, = σπονδῆς ἀρχή, der Anfang der heiligen Spende oder des Trankopfers, Her. 6, 57; das Amt od. Recht des σπόνδαρχος.
-
4 σπονδ-αυλέω
σπονδ-αυλέω, die Flöte zur σπονδή blasen, Artemid. 1, 58, σπενδαυλέω ist falsche Lesart.
-
5 σπονδ-αύλης
σπονδ-αύλης, ὁ, der Flötenbläser bei der σπονδή, Inscr.
-
6 σπονδ-εύνης
σπονδ-εύνης, ὁ, v. l. für σποδεύνης, Dosiad. ara 2 (XV, 26).
-
7 σπονδ-αγωγός
σπονδ-αγωγός, ein Bündniß bringend, κήρυξ, Phryn. in B. A. 62.
-
8 σπονδαγωγός
σπονδ-ᾰγωγός, όν,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σπονδαγωγός
-
9 σπονδάριον
Aσπονδή 111
, POxy.525.7 (ii A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σπονδάριον
-
10 σπονδαρχέω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σπονδαρχέω
-
11 σπονδαρχία
σπονδ-αρχία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σπονδαρχία
-
12 σπόνδαρχος
σπόνδ-αρχος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σπόνδαρχος
-
13 σπονδαυλέω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σπονδαυλέω
-
14 σπονδαύλης
A playing the flute at a σπονδή, CIG2915 (Magn.Mae.), 2983 ([place name] Ephesus), IG14.617 ([place name] Rhegium).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σπονδαύλης
-
15 σπονδή
A drink-offering, of wine poured out to the gods before drinking,σπονδῇσι θύεσσί τε ἱλάσκεσθαι Hes.Op. 338
; οὐ σπονδῇ χρέωνται [οἱ Πέρσαι] Hdt.1.132;ἦν δὲ κἀμπέλου σπονδή S.Fr. 398
; σπονδὴ θεοῦ a drink-offering to a god, E.Cyc. 469;ἔγχει δὴ σπονδήν Ar. Pax 1102
, cf. Antipho 1.19, Berl.Sitzb.1927.169 ([place name] Cyrene);σ. ἐγκανάξαι Ar.Eq. 106
; σπονδὰς θεοῖς λείβειν, σπεῖσαι, A.Supp. 982, E.El. 511;Διοσκόρων μέτα σπονδῶν μεθέξεις Id.Hel. 1668
, cf. Ba.45; σπονδὰς ποιεῖσθαι, ποιεῖν, Antipho 1.18, Men.273, etc.; τρίτας σπονδὰς ποιήσαντες (where pl. is used of a single libation) X.Cyr.2.3.1, cf.τριτόσπονδος; σπονδὴ σπονδή· εὐφημεῖτε εὐφημεῖτε Ar. Pax 433
;σπονδῶν μετεῖχε καὶ εὐχῶν D. 19.128
; περὶ σπονδὰς καὶ κύλικας εἶχον were engaged in feasting, Hdn.4.11.4; of the rites of hospitality, D.19.189.II pl., σπονδαί a solemn treaty or truce (because solemn drink-offerings were made on concluding them, D.S.3.71 [here in sg.]; ; distd. fr. εἰρήνη, And.3.11);σ. τοῦ πολέμου Aeschin.2.172
; αἱ Λακεδαιμονίων ς. the truce with them, Th.1.35; αἱ πρός τινα ς. ib.44, etc.; σπονδὰς φέρειν to offer a truce, E.Ph.97;παραδιδόναι Ar.Eq. 1389
; προκαλεῖσθαι ib. 796;δέχεσθαι Th.5.21
, 30; ;σ. εἵλετο X.HG3.2.1
;σπονδῶν τυχεῖν Id.An.3.1.28
; σ. ποιήσασθαί τινι make a truce with any one, Hdt.1.21;πρός τινας Ar.Ach.52
, 131; less freq.,σ. ποιεῖν Th.5.76
; σ. σπένδεσθαι (v. σπένδω) ; ὀμνύειν Foed.ib.5.23;σ. γενέσθαι Hdt.7.149
; ἐπὶ τούτοις on these conditions, Th.4.16;σπονδέων ἐουσέων Hdt.7.149
;τῶν σ. προκεχωρηκυιῶν Th.1.87
;αἱ σ. μενόντων X.An.2.3.24
; σπονδὰς τέμωμεν (on the false analogy of ὅρκια τ.) E.Hel. 1235;τὰς σ. μέλλειν ἀπορρηθήσεσθαι Lys.22.14
;ξυγχέαι Th.5.39
, cf. 1.146; λύειν ib.78, etc.; , cf. X.An.4.1.1, D.19.191;σπονδῶν σύγχυσις Pl.R. 379e
; ἐμμενῶ ταῖς σπονδαῖς Foed. ap. Th.5.18; σπονδὰς ποιησαμένους τὰ περὶ Πύλον,= σπεισαμένους τὰ π. Π., having made a truce as regards.., Id.4.15; σ. τοῖς σώμασιν, ὥστε ἀπελθεῖν a safe-conduct, Aeschin.2.141.2 esp. the Truce of God during the Olympic games, etc., αἱ Ὀλυμπιακαὶ ς. Th.5.49; λέγοντες μὴ ἐπηγγέλθαι πω ἐς Λακεδαίμονα τὰς ς. ibid.; during the Eleusinian mysteries, Aeschin.2.133, IG12.6.48,68, al.2 douceur, gratuity, σ. παιδαρίοις ib.1207.10 (ii A.D.), etc. -
16 σπονδήσιμος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σπονδήσιμος
-
17 σπονδηφορέω
A = σπονδοφορέω, Luc. Syr.D.42 (v.l. σπονδὴν φορ-).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σπονδηφορέω
-
18 σπονδιάς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σπονδιάς
-
19 σπονδικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σπονδικός
-
20 σπόνδιξ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σπόνδιξ
- 1
- 2
См. также в других словарях:
κεραταύλης — κεραταύλης, ὁ (Α) κεραύλης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας, ατος + αύλης (< αὐλός), πρβλ. καλαμ αύλης, σπονδ αύλης] … Dictionary of Greek
κόνδυλος — I (Ανατ.) Προεξοχή οστού, που αποτελεί μέρος μιας άρθρωσης και η οποία, με το κυλινδρικό σχήμα της, περιορίζει τις κινήσεις του οστού σε ένα ορισμένο επίπεδο. Οι κυριότεροι κ. είναι της κάτω γνάθου (σιαγόνας), του ινιακού οστού, του κάτω άκρου… … Dictionary of Greek
λοχείος — α, ο (Α λοχεῑος, ία, ον θηλ. και ος) 1. ο τόπος όπου γεννά μια μητέρα (α. «λοχεῑα κλεινὰ λιποῡσα» αφού εγκατέλειψε τον τόπο όπου γέννησε το παιδί, Ευρ. β. «αἱ λόχειοι ἡμέραι» μέρες καθιερωμένες για ευχαριστίες ύστερα από ευτυχή τοκετό, Πλούτ.) 2 … Dictionary of Greek
πομπαγωγός — ὁ, Α αξιωματούχος τής πομπαγωγίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < πομπή + αγωγός (< ἄγω), πρβλ. δημ αγωγός, σπονδ αγωγός] … Dictionary of Greek
σπονδίζω — (I) ΜΑ [σπονδή] σπένδω, κάνω σπονδή μσν. μέσ. σπονδίζομαι συνθηκολογώ με κάποιον. (II) Μ χρησιμοποιώ σπονδείους στον στίχο μου. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. τού σπονδ ειάζω, κατά τα ρ. σε ίζω] … Dictionary of Greek
σπόνδυλος — Δίθυρο μαλάκιο (spondilus gaedezopus) της οικογένειας των Σπονδυλιδών, της τάξης των ψευδοελασματοβραγχίων. Το όστρακό του έχει άνισες θυρίδες: η μεγαλύτερη, που προσκολλάται στο βυθό της θάλασσας, έχει μέγιστο άξονα μήκους 10 περίπου εκ. Η άλλη… … Dictionary of Greek
σφονδύλη — και δ. γρφ. σπονδύλη, ἡ, Α 1. είδος εντόμου που ζει στις ρίζες τών φυτών, πιθ. είδος σκαραβαίου που αναδίδει πολύ έντονη και δυσάρεστη οσμή 2. (ο τ. σπονδύλη) (κατά τον Ησύχ.) «ἡ γαλῆ παρ Ἀττικοῑς». [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. λέξη, η οποία… … Dictionary of Greek
χορείος — ο / χορεῑος, εία, εῑον, ΝΜΑ, αρσ. και χόριος Α το αρσ. ως ουσ. ο χορείος και ὁ χορείος (στην αρχ. μετρική) τρίβραχυς ή τροχαίος μετρικός πους μσν. αρχ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χορό 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ χορεῑον τόπος όπου χορεύουν,… … Dictionary of Greek