-
21 σπονδιοφόροι
A fetiales, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σπονδιοφόροι
-
22 σπονδῖτις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σπονδῖτις
-
23 σπονδαγωγός
-
24 σπονδαρχέω
σπονδ-αρχέω, ein σπόνδαρχος sein -
25 σπονδαρχία
σπονδ-αρχία, ἡ, der Anfang der heiligen Spende oder des Trankopfers; das Amt od. Recht des σπόνδαρχος -
26 σπόνδαρχος
-
27 σπονδαυλέω
σπονδ-αυλέω, die Flöte zur σπονδή blasen -
28 σπονδαύλης
σπονδ-αύλης, ὁ, der Flötenbläser bei der σπονδή -
29 σφονδύ̄λη
σφονδύ̄ληGrammatical information: f.Meaning: `kind of earth-beetle' (Ar., Arist. [v. l. σπονδ-], Thphr.); σπονδύλη ἡ γαλῆ παρ' Άττικοῖς H.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin] (S)Etymology: Unexplained; for the formation cf. κορδύλη, σχενδύλη a.o. With formally close σφόν-δῠλος no connection has been established. Lat. LW [loanword] sphondyle, - lum, - lium. -- The word looks as if Pre-Greek (suffix - υλ-). It may have σπονδ- from *σπανδ- with ο \< α before υ.Page in Frisk: 2,832Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > σφονδύ̄λη
-
30 σπονδαρχια
-
31 σπέλεκτος
σπέλεκτος· πελεκάν, Hsch. [full] σπέληξ· γυναικεῖον ἱμάτιον, ἡμιδιπλοΐδιον, Suid.; but σπέλληξι· σπελέθοις, Hsch. [full] σπέλιον or [full] σπέλλιον, τό, [dialect] Aeol. for ψέλιον, Sch.D.T.pp.203,504 H., An.Ox.4.326. [full] σπελλάμεναι· στειλάμεναι, Hsch. ([place name] Aeolic). [full] σπένδαμνον· ξύλον, Id. (= σφ.). [full] σπενδαυλέω, [full] σπενδεῖον, [full] σπενδοποιέω, f. ll. for σπονδ-.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σπέλεκτος
-
32 σφονδυλώδης
σφονδῠλ-ώδης, ες,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σφονδυλώδης
-
33 ἀναπίπτω
A fall back, A.Ag. 1599, E.Cyc. 410; lay oneself back, like rowers, Cratin.345, X.Oec.8.8;ἀ. ὑπτία Pl.Phdr. 254b
, cf. e; of riders,ὑπτίους ἀναπεπτωκότας ἐλαύνειν X.Eq.Mag.3.14
.2 metaph., fall back, give ground, Th.1.70; flag, lose heart, D.19.224; ταῖς σπουδαῖς (vulg. σπονδ-)ἀναπεπτωκέναι D.H.5.53
.b [tense] pf. part. ἀναπεπτωκώς lifeless, of style,σχῆμα ἀ. Aristid.Rh.2p.518S.
, al.3 of a plan, to be given up,ἀνεπεπτώκει τὰ τῆς ἐξόδου D.21.163
.4 ἀ. ἀπ' οἴκων to be banished from one's house, Poet. ap. Athenagoras pro Christo 22.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀναπίπτω
-
34 σπένδω
Grammatical information: v.Meaning: `to offer a libation, to pour, to bestow'; `to make a ceasefire agreement (whilst performing a libation)'; the last also in the sense of `to reassure, to promise' resp. `to secure smth.' (Gortyn; on this Willetts Glotta 43, 251 ff.).Other forms: Aor. σπεῖσαι (Il.), fut. σπείσω (Hdt. etc.), perf. ἔσπεικα (Plu.) midd. σπένδομαι, σπείσασθαι, σπείσομαι, ἔσπεισμαι (IA.)Derivatives: σπονδή f. `libation, offering of wine' (Β 341 = Δ 159), pl. usu. `ceasefire agreement (sanctified with a libation), truce, peace treaty, pax dei' (IA. etc.). Compp., z.B. σπονδο-φόρος m. `herald of the truce, the pax dei' (Pi.); often as 2. member, e.g. ὑπό-σπονδος `under a ceasefire agreement, under safe-conduct' (IA). From this σπονδ-εῖος `belonging to the offering', also metr. `spondeus' (D.H. a. o.), - εῖον n. `libation vessel' (hell.); also - ειακός, - ειάζω, - ειασμός (late); - ικός `belonging to the offering' (pap.); - ήσιμα n. pl. `id.' (Philem.; after ὀνή-σιμος a. o.; cf. also παρασπόνδησις [Plb.] from παρασπονδ-έω [: παρά-σπονδος] and Arbenz 83); - ῖτις ( σταγών) `id.' (AP; Redard 114); σπόνδικες οἱ τὰς σπονδὰς χέοντες H. (Schwyzer 497). -- Extensive treatment in A. Citron Semantische Untersuchung zu σπένδεσθαι - σπένδειν - εὔχεσθαι (Winterthur 1965).Etymology: Old expression of cult- and juridical language, also retained in Hitt. and Latin: Hitt. šipant- (e.g. 3. sg. šipant-i [= σπένδει], 3. pl. - anzi) `bring a fluid sacrifice, libate, consecrate (by sprinkling?), execute a ritual' (Kronasser Etymologie 1, 522 ff. with some doubt about the etym.); Lat. spondeō (iterative) `promise ceremonially, assure, guarantee'. Details in Ernout-Meillet a. W.-Hofmann s. v. (w. lit.).Page in Frisk: 2,763Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > σπένδω
- 1
- 2
См. также в других словарях:
κεραταύλης — κεραταύλης, ὁ (Α) κεραύλης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας, ατος + αύλης (< αὐλός), πρβλ. καλαμ αύλης, σπονδ αύλης] … Dictionary of Greek
κόνδυλος — I (Ανατ.) Προεξοχή οστού, που αποτελεί μέρος μιας άρθρωσης και η οποία, με το κυλινδρικό σχήμα της, περιορίζει τις κινήσεις του οστού σε ένα ορισμένο επίπεδο. Οι κυριότεροι κ. είναι της κάτω γνάθου (σιαγόνας), του ινιακού οστού, του κάτω άκρου… … Dictionary of Greek
λοχείος — α, ο (Α λοχεῑος, ία, ον θηλ. και ος) 1. ο τόπος όπου γεννά μια μητέρα (α. «λοχεῑα κλεινὰ λιποῡσα» αφού εγκατέλειψε τον τόπο όπου γέννησε το παιδί, Ευρ. β. «αἱ λόχειοι ἡμέραι» μέρες καθιερωμένες για ευχαριστίες ύστερα από ευτυχή τοκετό, Πλούτ.) 2 … Dictionary of Greek
πομπαγωγός — ὁ, Α αξιωματούχος τής πομπαγωγίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < πομπή + αγωγός (< ἄγω), πρβλ. δημ αγωγός, σπονδ αγωγός] … Dictionary of Greek
σπονδίζω — (I) ΜΑ [σπονδή] σπένδω, κάνω σπονδή μσν. μέσ. σπονδίζομαι συνθηκολογώ με κάποιον. (II) Μ χρησιμοποιώ σπονδείους στον στίχο μου. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. τού σπονδ ειάζω, κατά τα ρ. σε ίζω] … Dictionary of Greek
σπόνδυλος — Δίθυρο μαλάκιο (spondilus gaedezopus) της οικογένειας των Σπονδυλιδών, της τάξης των ψευδοελασματοβραγχίων. Το όστρακό του έχει άνισες θυρίδες: η μεγαλύτερη, που προσκολλάται στο βυθό της θάλασσας, έχει μέγιστο άξονα μήκους 10 περίπου εκ. Η άλλη… … Dictionary of Greek
σφονδύλη — και δ. γρφ. σπονδύλη, ἡ, Α 1. είδος εντόμου που ζει στις ρίζες τών φυτών, πιθ. είδος σκαραβαίου που αναδίδει πολύ έντονη και δυσάρεστη οσμή 2. (ο τ. σπονδύλη) (κατά τον Ησύχ.) «ἡ γαλῆ παρ Ἀττικοῑς». [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. λέξη, η οποία… … Dictionary of Greek
χορείος — ο / χορεῑος, εία, εῑον, ΝΜΑ, αρσ. και χόριος Α το αρσ. ως ουσ. ο χορείος και ὁ χορείος (στην αρχ. μετρική) τρίβραχυς ή τροχαίος μετρικός πους μσν. αρχ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χορό 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ χορεῑον τόπος όπου χορεύουν,… … Dictionary of Greek