-
1 σπονδοφορέω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σπονδοφορέω
-
2 σπονδοφορέω
σπονδο-φορέω, ein σπονδοφόρος sein -
3 σπονδοφορήσαι
-
4 σπονδοφορῆσαι
-
5 σπονδηφορέω
A = σπονδοφορέω, Luc. Syr.D.42 (v.l. σπονδὴν φορ-).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σπονδηφορέω
См. также в других словарях:
σπονδοφορῆσαι — σπονδοφορέω offer a aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)