-
1 σπονδ-αγωγός
σπονδ-αγωγός, ein Bündniß bringend, κήρυξ, Phryn. in B. A. 62.
-
2 σπονδαγωγός
σπονδ-ᾰγωγός, όν,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σπονδαγωγός
-
3 σπονδαγωγός
См. также в других словарях:
πομπαγωγός — ὁ, Α αξιωματούχος τής πομπαγωγίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < πομπή + αγωγός (< ἄγω), πρβλ. δημ αγωγός, σπονδ αγωγός] … Dictionary of Greek