-
1 σποδιάς
-
2 σποδιάς
-
3 σποδιᾶς
-
4 σποδιάς
σποδιάς, άδος, ἡ, ein dem Pflaumenbaume ähnlicher Baum -
5 σποδιάς
σποδιά̱ς, σποδιάheap of ashes: fem acc plσποδιάςbullace: fem nom sg -
6 σποδιάς
A bullace, Prunus insititia, Thphr.HP3.6.4; quoted in form [full] σπονδίας by Ath.2.50b (codd. epit.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σποδιάς
-
7 λαι-σποδίας
λαι-σποδίας, ὁ (σποδέω), sehr geil. wollüstig, Apollod. com. bei Stob. fl. 46, 15 (v. 16), nach conj.; auch Name eines Atheners, der einen Fehler am Fuße hatte, Ar. Av. 1569 mit Anspielung auf λαιός und πούς.
-
8 σπονδιάς
-
9 σποδιά
σποδιά̱, σποδιάheap of ashes: fem nom /voc /acc dualσποδιά̱, σποδιάheap of ashes: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)σποδιάςbullace: fem voc sg -
10 σπονδιάς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σπονδιάς
-
11 λαισποδίας
λαι-σποδίας, ὁ, sehr geil, wollüstig; auch Name eines Atheners, der einen Fehler am Fuße hatte mit Anspielung auf λαιός und πούς -
12 λα-
Meaning: augmentative prefix.Compounds: Only in isolated and rare words: λᾱ-καταπύγων (Ar. Ach. 664, λᾱ-- rhythm. lengthened?), λα-κατάρατος (Phot.; λακκ- cod.), λαπτυήρ σφοδρῶς πτύων, λάφωνοι [better λάφονοι?] λίαν ἄφωνοι H.; λαισ- in λαίσπαις βούπαις. Λευκάδιοι H (also λάσπαις [codd. λαοπαις]; λι- in λιπόνηρος λίαν πονηρός H.; cf. on λίαν. λαι- in PN, z. B. Λαι-κλῆς, Λαι-σποδίας (Bechtel Hist. Personennamen 273, Herrn. 50, 317)Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Unknown. Wrong or uncertain combinations ( λάγνος, λαιψηρός a. o.) by Prellwitz Glotta 19, 116ff.Page in Frisk: 2,64Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > λα-
См. также в других словарях:
σποδιάς — σποδιά̱ς , σποδιά heap of ashes fem acc pl σποδιάς bullace fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σποδιάς — άδος, ἡ, Α δέντρο γνωστό με τη λόγια ονομασία προύμνη η ακανθώδης, κν. σήμερα τσαπουρνιά, τσαπρουνιά ή αγριοκορομηλιά, το αγριοκοκκύμηλον τού Διοσκορίδη. [ΕΤΥΜΟΛ. < σποδιά + επίθημα άς, άδος (πρβλ. στολ άς)] … Dictionary of Greek
σποδιᾶς — σποδιά heap of ashes fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λίαν — (AM λίαν, Α ιων. και επικ. τ. λίην, Μ και λία) επίρρ. πολύ, πάρα πολύ, σε μεγάλο βαθμό (α. «λίην γὰρ μέγα εἶπες», Ομ. Οδ. β. «λίην ἄχθομαι ἕλκος») νεοελλ. φρ. «λίαν καλώς» ο δεύτερος κατά σειρά αξίας μετά το «άριστα» βαθμός αξιολόγησης στα… … Dictionary of Greek
σπονδιάς — άδος, ἡ, Α (δ. γρφ.) η σποδιάς*. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < σποδιά «σωρός τέφρας»] … Dictionary of Greek
σποδιά — σποδιά̱ , σποδιά heap of ashes fem nom/voc/acc dual σποδιά̱ , σποδιά heap of ashes fem nom/voc sg (attic doric aeolic) σποδιάς bullace fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
lē(i)-1 : lǝi- — lē[i] 1 : lǝi English meaning: to wish Deutsche Übersetzung: “wollen” Material: Gk. (Dor.) λῆν “wollen”, el. λεοίτᾱν “ἐθελοίτην”, gort. λείοι, λείοντι etc., Ion. λῆμα n. “volition”, *λώς “wish, Wahl” (to λῆν, as ζώς to ζῆν),… … Proto-Indo-European etymological dictionary