Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

σκάπ-τω

См. также в других словарях:

  • σκάβω — σκάπτω, ΝΜΑ, και σκάφτω Ν 1. χτυπώ με ειδικό εργαλείο το έδαφος και αναστρέφω το χώμα για διάνοιξη ορύγματος ή προκειμένου να καλλιεργήσω τη γη (α. «για το φτωχό ασπρομάλλη πο σκαψε κάμπους και βουνά, δυο πήχες τόπο μοναχά, τώρα θα σκάψουν άλλοι» …   Dictionary of Greek

  • σκάμμα — ατος, το, ΝΑ 1. το αποτέλεσμα τού σκάπτω, τόπος σκαμμένος, κοίλωμα, λάκκος 2. χώρος σκαμμένος και επιστρωμένος με άμμο κατάλληλος για την τέλεση διαφόρων αγωνισμάτων, όπως τής πάλης, τού άλματος κ.ά. νεοελλ. 1. το τμήμα τού γυμναστηρίου όπου… …   Dictionary of Greek

  • εχάνη — ἐχάνη, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «σκεῡος τι ὁδοιπορικόν». [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < έχω (I) + κατάλ. άνη (πρβλ. σκαπ άνη, χο άνη)] …   Dictionary of Greek

  • λεκάνη — Πλατύ ανοιχτό δοχείο, συνήθως κυκλικού σχήματος, το οποίο χρησιμοποιείται για το πλύσιμο και άλλες οικιακές ανάγκες· πεδιάδα που περιβάλλεται από βουνά ή κλειστή θάλασσα· το κατώτερο τμήμα του ανθρώπινου κορμιού, η πύελος. Λ. ονομάζεται και η… …   Dictionary of Greek

  • μεσιάνη — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 395 μ., 340 κάτ.) του νομού Κοζάνης. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νομού, 15 χλμ. ΝΑ της Κοζάνης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σερβίων. * * * μεσιάνη, ἡ (Α) είδος εμπλάστρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέση + επίθημα άνη… …   Dictionary of Greek

  • ουράνη — οὐράνη, ἡ (Α) 1. ουροδοχείο 2. ουρητήρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὖρον + επίθημα άνη (πρβλ. λεκ άνη, σκαπ άνη)] …   Dictionary of Greek

  • πατάνη — η, ΝΑ νεοελλ. ναυτ. η καραβάνα τών ναυτών κατά τα παλαιότερα χρόνια αρχ. είδος ρηχού πιάτου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. εντάσσεται σε μια σειρά λέξεων που δηλώνουν όργανο, σκεύος, με επίθημα άνη (πρβλ. λεκ άνη, χο άνη, σκαπ άνη) και συνδέεται …   Dictionary of Greek

  • ρυκάνη — η / ῥυκάνη, ΝΜΑ, και δωρ. τ. ῥυκάνα Α ξυλουργικό εργαλείο, η πλάνη, το ροκάνι. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ῥυκάνη ανάγεται, κατά μία άποψη, στην ΙΕ ρίζα *reuk «μαδώ, γδέρνω, απογυμνώνω» (πρβλ. λατ. runco «σκαλίζω, βοτανίζω») + επίθημα άνη (πρβλ. δρεπ άνη, σκαπ …   Dictionary of Greek

  • σκάπετος — και σκάπεδος, ἡ, Α τάφρος, λάκκος ή, κατ άλλους, τάφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκαπ τού σκάπτω (βλ. λ. σκάβω) + επίθημα ετος (πρβλ. πάχ ετος). Ο τ. σκάπεδος αναλογικά προς τα πέδον, δάπεδον] …   Dictionary of Greek

  • σκάπτον — τὸ, Α (δωρ. τ. τού αμάρτυρου *σκῆπτον) το σκήπτρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκᾱπ / σκηπ τού σκήπτω* + κατάλ. τον] …   Dictionary of Greek

  • σκαπάνη — η, ΝΜΑ εργαλείο κατάλληλο για το σκάψιμο τής γης, τσάπα, αξίνα («τὴν γῆν ἐργάζεσθαι καὶ τοῑς ἀρότροις καὶ τῇ σκαπάνῃ», Θεόφρ.) νεοελλ. 1. γενική ονομασία ομάδας γεωργικών και χωματουργικών εργαλείων που αποτελούνται από επίμηκες σιδήριο με οπή… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»