Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

σκώπτης

См. также в других словарях:

  • σκώπτης — scoffer masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκώπτῃς — σκώπτης scoffer masc dat pl (epic) σκώπτω mock pres subj act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκώπτης — ο, θηλ. σκώπτρια, ΝΜΑ αυτός που λέει αστεία και πειράζει ή κοροϊδεύει. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκωπ τού σκώπτω* + κατάλ. της / τρια] …   Dictionary of Greek

  • σκώπτης — ο θηλ. σκώπτρια αυτός που έχει την τάση να σκώπτει, να κοροϊδεύει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σκῶπτα — σκώπτης scoffer masc voc sg σκώπτης scoffer masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκωπτῶν — σκώπτης scoffer masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκῶπται — σκώπτης scoffer masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκώπτην — σκώπτης scoffer masc acc sg (attic epic ionic) σκώπτω mock pres inf act (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκώπτω — σκώπτης scoffer masc gen sg (attic epic ionic) σκώπτω mock pres subj act 1st sg σκώπτω mock pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκώπτῃ — σκώπτης scoffer masc dat sg (attic epic ionic) σκώπτω mock pres subj mp 2nd sg σκώπτω mock pres ind mp 2nd sg σκώπτω mock pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκῶπτ' — σκῶπτα , σκώπτης scoffer masc voc sg σκῶπτα , σκώπτης scoffer masc nom sg (epic) σκῶπται , σκώπτης scoffer masc nom/voc pl σκῶπτε , σκώπτω mock pres imperat act 2nd sg σκῶπτε , σκώπτω mock imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»