Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

σκώπευμα

См. также в других словарях:

  • σκώπευμα — neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκώπευμα — τὸ, Α χορός κατά τον οποίο γινόταν μίμηση τής γλαύκας, αλλ. σκώψ. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκώψ, σκωπός, μέσω αμάρτυρου ρ. *σκωπεύω] …   Dictionary of Greek

  • σκωπευμάτων — σκώπευμα neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκωπίας — ὁ, Α σκώπευμα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκώψ, σκωπός + κατάλ. ίας (πρβλ. πλασματ ίας)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»