Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

σκοτ-όω

См. также в других словарях:

  • Σκοτ, Ρόμπερτ Φόκον — (Scott). Άγγλος εξερευνητής (Ντέβονπορτ 1868 Ανταρκτική 1912). Υπηρέτησε στο αγγλικό πολεμικό ναυτικό και διακρίθηκε τόσο ώστε το 1889, σε ηλικία 21 ετών, του ανατέθηκε η ηγεσία μιας εξερευνητικής αποστολής στην Ανταρκτική. Ξεκίνησε τον Αύγουστο… …   Dictionary of Greek

  • Σκοτ, σερ Ουώλτερ — (Scott). Σκοτσέζος συγγραφέας (Εδιμβούργο 1771 Άμποτσφορντ 1832). Ο πατέρας του τον προόριζε για τα νομικά, πολύ νωρίς όμως έδειξε έντονο ενδιαφέρον για τη λογοτεχνία. Ακολουθώντας το παράδειγμα των Γερμανών ρομαντικών και του Άγγλου Τόμας Πέρσυ …   Dictionary of Greek

  • Σκοτ, Ρόμπερτ — (Scott). Άγγλος λεξικογράφος (Ντεβονσάιρ 1811 Ρότσεστερ 1887). Σε συνεργασία με το X. Τζ. Λιντλ δημοσίευσε το Ελληνοαγγλικό Λεξικό (1847) Λιντλ, Χένρι Τζορτζ …   Dictionary of Greek

  • Γουόκερ, Σκοτ — (Scott Walker, Οχάιο 1943 –). Αμερικανός συνθέτης και τραγουδιστής. Ο Γ. αποτελεί μία από τις πλέον αινιγματικές μορφές της ροκ μουσικής της δεκαετίας του 1960. Σχεδόν παντελώς αγνοημένος στην πατρίδα του, γνώρισε μεγάλη επιτυχία για σύντομο… …   Dictionary of Greek

  • Φιτζέραλντ, Φράνσις Σκοτ — (Fitzerald, Σεντ Πολ, Μινεζότα 1896 – Χόλιγουντ 1940). Αμερικανός συγγραφέας. Γιος ενός κτηματία των Νότιων Πολιτειών και μιας πλούσιας καθολικής Ιρλανδής, γράφτηκε στο φημισμένο Πανεπιστήμιο του Πρίνστον, όπου υπήρχε ένας περίφημος φοιτητικός… …   Dictionary of Greek

  • Κάσελς, Τζον Γουίλιαμ Σκοτ — (John William Scott Cassels, Ντάραμ 1922 –). Άγγλος μαθηματικός. Αποφοίτησε από το πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου το 1943 και έπειτα από έξι χρόνια έλαβε τον διδακτορικό τίτλο του από το Κολέγιο Τρίνιτι του Κέιμπριτζ και το 1950 έγινε λέκτορας στα… …   Dictionary of Greek

  • Κούπερ, Άρτσιμπαλντ Σκοτ — (Archibald Scott Cooper, 1831 – 1892). Βρετανός χημικός. Σπούδασε στη Γλασκόβη και στο Παρίσι και διορίστηκε αρχικά πανεπιστημιακός βοηθός στο Εδιμβούργο. Το 1856 εργάστηκε στο εργαστήριο του Βουρτζ στο Παρίσι και, δύο χρόνια αργότερα, επέστρεψε… …   Dictionary of Greek

  • Σίλερ, Φέρντιναντ Κάνινγκ Σκοτ — (Schiller). Άγγλος φιλόσοφος γερμανικής καταγωγής (Ότενσεν, Αλτόνα 1864 Λος Άντζελες, ΗΠΑ 1937). Σπούδασε στην Αγγλία και ήταν καθηγητής στην Οξφόρδη ως το 1929, οπότε εγκαταστάθηκε οριστικά στις Η,Π.Α. Από τα πολλά έργα του, συχνά… …   Dictionary of Greek

  • Φέργκισον, Γουίλιαμ Σκοτ — (Ferguson, Μάρσφιλντ 1875 – Κέμπριτζ, Μασαχουσέτη 1954). Καναδός ιστορικός. Ήταν καθηγητής της ιστορίας στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας (1906 8) και του Χάρβαρντ (1912 45). Οι μελέτες του αναφέρονται αποκλειστικά στην πολιτική και οικονομική… …   Dictionary of Greek

  • Χαλντέιν, Τζον Σκοτ — (Haldane, 1860 – 1936). Άγγλος φυσιολόγος και ψυχολόγος. Δίδαξε στα πανεπιστήμια της Οξφόρδης και του Μπέρμινχαμ. Δημοσίευσε πολλές αξιόλογες εργασίες για τη φυσιολογία της αναπνοής και των αερίων του αίματος. Τα συμπεράσματά του τον οδήγησαν σε… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»