-
1 σκοτ-ώδης
σκοτ-ώδης, ες, zsgzgn = σκοτοειδής, Ggstz φανός, Plat. Rep. VII, 518 c; σκοτωδέστερον τοῠτο καὶ ξενικώτερον, Crat. 412 b, u. öfter; bei Hippocr. auch = schwindlig.
-
2 σκοτάζω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκοτάζω
-
3 σκοταρία
σκοτ-αρία· ζόφος, Ἀχαιοί, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκοταρία
-
4 σκοτασμός
σκοτ-ασμός, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκοτασμός
-
5 σκοτάω
-
6 σκοταῖος
A in the dark, joined with a Verb, of persons,1 before morning,ἐλείπετο τῆς νυκτὸς ὅσον σκοταίους διελθεῖν τὸ πεδίον X.An.4.1.5
, cf. 10;ἔτι σ. παρῆλθεν Id.HG4.5.18
; or,2 after nightfall,ἤδη σ. ἀναγαγών Id.Cyr.7.1.45
;σκοταῖοι προσιόντες Id.An.2.2.17
: cf. κνεφαῖος.II of things, dark,χωρίον Hp.Mul.1.11
; νύξ D.S.l.c.; ἐνέδραι in the dark, Plu. l.c.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκοταῖος
-
7 σκοτεία
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκοτεία
-
8 σκότιος
A dark,I of persons, in the dark, in secret, secret, σκότιον δέ ἑ γείνατο μήτηρ, i.e. not in open, lawful wedlock, Il.6.24; so prob. καὶ θεῶν σκότιοι φθίνουσι παῖδες ἐν θανάτῳ (the Sch. expl. it οἱ μὴ γνήσιοι ὄντες τῶν θεῶν παῖδες), E.Alc. 989 (lyr.); also σ. εὐναί clandestine loves, Id. Ion 860 (lyr.); σ. λέχος, opp. a wedded wife, Id.Tr.44; λέκτρων σκότια νυμφευτήρια ib. 252;λέχη σ. νυμφεύειν Eub.67.1
;σ. Κύπρις AP7.51
([place name] Adaeus): rare in Prose, παῖς ς. bastard, Charax 6, cf. Hsch.: metaph., γνώμη σ., of sense-perception, opp. γνησίη, Democr.11.2 in Crete the boys were called σκότιοι, because they lived in the women's apartment, Sch.E.Alc. 988.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκότιος
-
9 σκοτισμός
σκοτ-ισμός, ὁ,A darkening,σ. καὶ φωτισμοὶ ἀέρος Cleom.1.7
, cf. Eust.849.23; = σκοτοδινία, Ptol.Tetr. 116, Vett.Val.193.9, Hsch. s.v. ἴλιγγος.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκοτισμός
-
10 σκοτίτας
A dark clouds (cf. κελαινεφής), or as a god of the nether world, or from the dark oak-forest surrounding the shrine (v.l. [full] Σκοτινᾶς ap.St.Byz.), Paus.3.10.6.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκοτίτας
-
11 σκοτόω
A darken, blind,σκοτώσω βλέφαρα καὶ δεδορκότα S.Aj.85
; stupefy, Sor.1.125 ([voice] Act. and [voice] Pass.); make dizzy,τὰς ὄψεις Ph.Byz. Mir.2.5
: metaph., Ep.Eph.4.18:—[voice] Pass., to be in darkness, suffer from vertigo, like σκοτοδινιάω, Pl.R. 518a, Prt. 339e, Tht. 209e, Thphr. Vert.7, Plb.10.13.8; ἕλμινθες -ωθεῖσαι stupefied, Herod.Med. ap. Aët. 9.37, cf. Gal.16.657. -
12 σκοτώδης
σκοτ-ώδης, ες,II dizzy, Hp.Prorrh.1.71;τὰ -ώδεα περὶ τὰς ὄψιας Id.Epid.1.12
; νόσος ς. vertigo, Nic.Dam.Fr.130.23J.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκοτώδης
-
13 σκοτωδία
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκοτωδία
-
14 σκότωμα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκότωμα
-
15 σκοτωματικός
A causing dizziness, Dsc.5.34.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκοτωματικός
-
16 σκότωσις
II dizziness, vertigo, Stoic.3.57, Erot. s.v. δῖνος, Gal. 19.417: metaph., ἄγνοια καὶ ς. Porph.Sent.29.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκότωσις
-
17 σκότος
Grammatical information: m.,Meaning: `darkness, dark', also of the dark before the eyes = `swindle' (Il.).Other forms: Also n. (since Va; after φῶς a. o., extensively Egli Heteroklisie 64 f.)Compounds: Some compp., e.g. σκοτο-μήν-ιος "having the moon in the dark", `moon-darkness, moonless', adjunct of νύξ (ξ 457), univerbation of σκότος and μήν(η); besides the abstract σκοτο-μην-ία f. `moonlessnes, moonless night' (hell.), also σκοτο-μήνη `id.' (Democr.[?], LXX) and (after the nom. in - αινα) σκοτό-μαινα f. `id.' (AP a.o.); cf. Sommer Nominalkomp. 57 (slightly diff.). Further σκοτο-διν-ία, Ion. - ίη f. `swindle' (Hp., Pl.) with - δινιάω (Ar., Pl.); also - δινος m. `id.' (Hp.; after δῖνος); diff. Georgacas Glotta 36, 182.Derivatives: Several derivv. A. Adj.: 1. σκότιος `dark, secretly, illegitimate', in Crete also = ἄνηβος (esp. ep. poet. Z 24; cf. Ruijgh L'élém. ach. 108 against Leumann Hom. Wörter 284); to this σκοτίας δραπέτης H. 2. σκοτ-αῖος `in the dark, dark' (IA.; after κνεφαῖος a.o.; Schwyzer 467). 3. - εινός `darkness' (A.; after φαεινός a. o.) with - εινότης f. (Pl.), - εινῶδες H. s. νυθῶδες. 4. - όεις `id.' (Hp., Emp., hell. ep.; Debrunner Άντίδωρον 28f.); Σκοτοῦσ(σ)α (- όεσσα) f. town in Thessaly (hell.). 5. - ώδης `dark, dizzy' (IA.) with - ωδία f. (late). 6. - ερός `dark' (hell. poet.). -- B. Subst. 1. σκοτία f. = σκότος (Ar., LXX, NT a.o.); or to σκότιος as e.g. ὁσία: ὅσιος?; cf. Scheller Oxytonierung 38 w. n. 4. 2. σκοταρία ζόφος. Άχαιοί H. 3. Σκοτίτας m. surn. of Zeus (Paus. 3, 10, 6); explanation debated; cf., except LSJ, Redard 212, Hitzig -Blümner ad loc., v. Wilamowitz Glaube 1, 229. 4. Σκοτία (- ιά) f. surn. of Aphrodite (H., EM; Scheller Oxyt. 129 w. n. 2). -- C. Verbs: 1. σκοτόομαι, - όω, also w. ἀπο-, συν-, `it becomes dark before my eyes, I'm passing out; to pass out, to darken' (Att. etc.; on the meaning Chantraine Sprache 1, 147 f.) with σκότ-ωμα, - ωσις (hell. a. late). 2. ἐπι-σκοτ-έω `to shroud in darkness, to darken' (Hp., Att.; like ἐπι-θυμ-έω, - χειρ-έω a. o.) with - ησις f. (Plu. a. o.), - ος adj. (Pi. Pae. 9, 5; v. l.). 3. σκοτάω in 3. pl. σκοτόωσι `their sight becomes darkened' (Nic.). 4. σκοτ-άζω, mostly w. συν-, `to become dark, to darken' (Att. etc.; in the older language only impersonal) with - ασμός m. (late). 5. - ίζω, also w. ἐπι-, ἀπο-, κατα-, `to darken' (hell. a. late) with - ισμός, - ισις (sp.). 6. σκοτ-εύει δραπετεύει H. (cf. σκοτίας ab. A. 1).Etymology: Without direct non-Gr. agreement, σκότος has a very close cognate in a Germ. word for `shadow': Goth. skadus, OE sceadu (also `darkness'), OHG scato, -( a)wes, PGm. * skaðu- (after the opposite * haiðu- prop. `light-appearance' [= Skt. ketú-] in Goth. haidus `art and way' a. o.?). Besides stand in Celt. forms with lengthened grade, e.g. OIr. scāth n. `shadow', IE * skōto- or * skāto- (diff. s. σκιά). WP. 2, 600 (w. older lit.), Pok. 957; older lit. also in Bq.Page in Frisk: 2,739-740Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > σκότος
-
18 σκοτωδης
-
19 ἐπισκοτέω
ἐπισκοτέω (s. σκοτ-entries; Hippocr., Pla. et al.; Jos., Bell. 5, 343, C. Ap. 1, 214; Ath.) gener. ‘darken, obscure’.① to put someth. in the way so that one cannot see properly, block from seeing ἐπισκοτεῖσθαι ὑπὸ πράξεων be prevented by (these) occupations fr. seeing Hm 10, 1, 4 (cp. Philo, De Jos. 147).② to put someth. in the way so that an object cannot be clearly discerned, to obscure (Menand., Fgm. 48 Kock and Kö.) pass. be obscured (Polyb. 2, 39, 12 ἐπισκοτεῖσθαι κ. κωλύεσθαι, of pers. whose qualifications are not recognized; Heraclit. Sto. 19 p. 29, 15) of the Spirit μὴ ἐπισκοτούμενον ὑπὸ ἑτέρου πονηροῦ πνεύματος Hm 5, 1, 2 (the imagery is one of contrast between a bright and open [καθαρόν] spirit and a base spirit that darkens; cp. Diog. L. 5, 76 ἐπεσκοτήθη ὑπὸ τοῦ φθόνου).—DELG s.v. σκότος.
См. также в других словарях:
Σκοτ, Ρόμπερτ Φόκον — (Scott). Άγγλος εξερευνητής (Ντέβονπορτ 1868 Ανταρκτική 1912). Υπηρέτησε στο αγγλικό πολεμικό ναυτικό και διακρίθηκε τόσο ώστε το 1889, σε ηλικία 21 ετών, του ανατέθηκε η ηγεσία μιας εξερευνητικής αποστολής στην Ανταρκτική. Ξεκίνησε τον Αύγουστο… … Dictionary of Greek
Σκοτ, σερ Ουώλτερ — (Scott). Σκοτσέζος συγγραφέας (Εδιμβούργο 1771 Άμποτσφορντ 1832). Ο πατέρας του τον προόριζε για τα νομικά, πολύ νωρίς όμως έδειξε έντονο ενδιαφέρον για τη λογοτεχνία. Ακολουθώντας το παράδειγμα των Γερμανών ρομαντικών και του Άγγλου Τόμας Πέρσυ … Dictionary of Greek
Σκοτ, Ρόμπερτ — (Scott). Άγγλος λεξικογράφος (Ντεβονσάιρ 1811 Ρότσεστερ 1887). Σε συνεργασία με το X. Τζ. Λιντλ δημοσίευσε το Ελληνοαγγλικό Λεξικό (1847) Λιντλ, Χένρι Τζορτζ … Dictionary of Greek
Γουόκερ, Σκοτ — (Scott Walker, Οχάιο 1943 –). Αμερικανός συνθέτης και τραγουδιστής. Ο Γ. αποτελεί μία από τις πλέον αινιγματικές μορφές της ροκ μουσικής της δεκαετίας του 1960. Σχεδόν παντελώς αγνοημένος στην πατρίδα του, γνώρισε μεγάλη επιτυχία για σύντομο… … Dictionary of Greek
Φιτζέραλντ, Φράνσις Σκοτ — (Fitzerald, Σεντ Πολ, Μινεζότα 1896 – Χόλιγουντ 1940). Αμερικανός συγγραφέας. Γιος ενός κτηματία των Νότιων Πολιτειών και μιας πλούσιας καθολικής Ιρλανδής, γράφτηκε στο φημισμένο Πανεπιστήμιο του Πρίνστον, όπου υπήρχε ένας περίφημος φοιτητικός… … Dictionary of Greek
Κάσελς, Τζον Γουίλιαμ Σκοτ — (John William Scott Cassels, Ντάραμ 1922 –). Άγγλος μαθηματικός. Αποφοίτησε από το πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου το 1943 και έπειτα από έξι χρόνια έλαβε τον διδακτορικό τίτλο του από το Κολέγιο Τρίνιτι του Κέιμπριτζ και το 1950 έγινε λέκτορας στα… … Dictionary of Greek
Κούπερ, Άρτσιμπαλντ Σκοτ — (Archibald Scott Cooper, 1831 – 1892). Βρετανός χημικός. Σπούδασε στη Γλασκόβη και στο Παρίσι και διορίστηκε αρχικά πανεπιστημιακός βοηθός στο Εδιμβούργο. Το 1856 εργάστηκε στο εργαστήριο του Βουρτζ στο Παρίσι και, δύο χρόνια αργότερα, επέστρεψε… … Dictionary of Greek
Σίλερ, Φέρντιναντ Κάνινγκ Σκοτ — (Schiller). Άγγλος φιλόσοφος γερμανικής καταγωγής (Ότενσεν, Αλτόνα 1864 Λος Άντζελες, ΗΠΑ 1937). Σπούδασε στην Αγγλία και ήταν καθηγητής στην Οξφόρδη ως το 1929, οπότε εγκαταστάθηκε οριστικά στις Η,Π.Α. Από τα πολλά έργα του, συχνά… … Dictionary of Greek
Φέργκισον, Γουίλιαμ Σκοτ — (Ferguson, Μάρσφιλντ 1875 – Κέμπριτζ, Μασαχουσέτη 1954). Καναδός ιστορικός. Ήταν καθηγητής της ιστορίας στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας (1906 8) και του Χάρβαρντ (1912 45). Οι μελέτες του αναφέρονται αποκλειστικά στην πολιτική και οικονομική… … Dictionary of Greek
Χαλντέιν, Τζον Σκοτ — (Haldane, 1860 – 1936). Άγγλος φυσιολόγος και ψυχολόγος. Δίδαξε στα πανεπιστήμια της Οξφόρδης και του Μπέρμινχαμ. Δημοσίευσε πολλές αξιόλογες εργασίες για τη φυσιολογία της αναπνοής και των αερίων του αίματος. Τα συμπεράσματά του τον οδήγησαν σε… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek