-
61 каркас
[καρκάς] ουσ α σκελετός -
62 оправа
[απράβα] ουσ θ κορνίζα, σκελετός, πλαίσιο -
63 скелет
[σκιλιέτ] ουσ α σκελετός -
64 арматура
-ы θ.1. μεταλλικός σκελετός.(τεχ.) οπλισμός, σιδηροσκευή μηχανών.2. παλ. όπλα, πανοπλίες κ.τ.τ.γλυπτικό έργο ή εικόνα όπλων ή πανοπλιών. -
65 каркас
-а α.1. ξύλωση• σκελετός (στηρίγματος).2. στήριγμα οιουδήποτε έργου.3. κέλτης, μελικοκκιά, γλυκοκοκκιά, κουτσουμηλιά. -
66 коробка
-и θ.1. κουτί• κουτάκι•коробка спичек κουτάκι σπίρτων, σπιρτοκούτι•
картонная коробка χαρτονένιο κουτί.
|| η κάψα, καρίκι.2. σκελετός κτιρίου.3. πλαίσιο, τετράξυλο, τελάρο.εκφρ.коробка скоростей – κιβώτιο ταχυτήτων•черепная коробка – κρανιακή κάψα, κρανίο. -
67 кощей
-я α.1. μυθολογικός γέρος-φάντασμα. || κάτισχνος, σκελετός.2. τσιγκούνης, σπαγκοραμμένος. -
68 ленчик
-а α.σκελετός της σέλας. -
69 мощи
-ей πλθ.1. (εκκλσ.) λείψανο αγίου.2. μτφ. κάτισχνος, κοκκαλιάρης, σκελετός.εκφρ.живые ή ходячие мощи – σκελετωμένοι άνθρωποι βλ. και 2 σημ. -
70 набор
-а α.1. πρόσληψη, μίσθωση•набор рабочих πρόσληψη εργατών•
производить набор προσλαμβάνω, παίρνω.
(στρατ.) στρατολογία.2. σύνθεση, συγκρότηση, συναρμολόγηση. || λήψη, πάρσιμο. || συλλογή, ασορτιμέντο, τακίμι..3. στολίδια, μπιχλιμπίδια.4. στοιχειοθέτηση.5. σκελετός πλοίου.εκφρ.набор слов; – κούφια λόγια;•сапоги с -ом – μπότες πτυχωτές στο λαιμό. -
71 обрешётка
-и θ.1. κ.ιγκλίδωμα, -ση (ενέργεια).2. ο ξύλινος σκελετός στέγης. -
72 оправа
-ы θ.προσαρμογή, ένδεση, δέσιμο πολύτιμης πέτρας, εμπυλίδα. || θήκη, κάψα, κολεός• πλαίσιο, κορνίζα. || σκελετός•очки в метеллической -е ματογυάλια με μεταλλικό σκελετό.
-
73 основа
-ы θ.1. βάση• στήριγμα • σκελετός•деревянная основа дивана ξύλινη βάση ντιβανιού.
|| μτφ. ουσιώδης αρχή, υποδομή•положить что-л. в -у βάζω κάτι σαν βάση•
гьтрясние основ το τράνταγμα των βάσεων•
принять про-кт решения за -у παίρνω το σχέδιο απόφασης σαν βάση•
на -е στη βάση• με βάση•
на -е равноправия με βάση την ισοτιμία•
авантюрная основа романа η περιπετειώδης βάση του μυθιστορήματος•
древние греки заложили -у современной культуры οι αρχαίοι Ελληνες έβαλαν τη βάση του σύγχρονου πολιτισμού.
2. πλθ. -ы θεμελιώδεις αρχές•-ы химии οι βάσεις της χημείας.
3. το στιμόνι (υφάσματος).4. (γραμμ.) θέμα, ρίζα.εκφρ.класть в -у – βάζω για βάση• παίρνω για βάση•лечь лежать) в основу чего – μπαίνω σαν βάση. -
74 самолётный
επ.του αεροπλάνου•-ое шасси άτρακτος (σκελετός) αεροπλάνου.
|| αεροπορικός•-ая разведка αεροπορική αναγνώριση.
-
75 седёлка
-и θ.σκελετός σάγματος, σέλας. -
76 стационар
-а α.1. μόνιμο ίδρυμα•больница-стационар μόνιμο νοσοκομείο (σε αντίθεση με το κινητό).
2. βάση, σκελετός• θεμέλιο•устано-ка дизеля на -е εγκατάσταση της μηχανής ντίζελ στο πλαίσιο (σασί).
-
77 стенд
-а α.πλαίσιο, σκελετός που περιβάλλει ή συγκρατεί. || εγκατάσταση (για μηχανές)•испытательный стенд εγκατάσταση για δοκιμή μη χαν ών.
-
78 καλάμινος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλάμινος
-
79 κάγκανος
Grammatical information: adj.Meaning: `arid, barren' (Il.).Derivatives: καγκάνεος `id.' (Man.) Denomin. καγκαίνει θάλπει, ξηραίνει; also with change ν: λ καγκαλέα κατακεκαυμένα H., unless innovation after the many adjectives for `arid' in - αλέος ( ἀζαλέος, αὑαλέος etc.). - Without suffix καγκομένης ξηρᾶς τῳ̃ φόβῳ H. and πολυ-καγκής adjunct of δίψα (Λ 642), perhaps shaped to κάγκομαι in καγκο-μένης (cf. Schwyzer 513).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: With κάγκανος etc. were connected words for `hunger, pain': the fullgrade primary verbs κέγκει πεινᾳ̃ (Phot.), Lith. keñkia, Inf. keñkti `ache' (prop. *`burns, wither'), secondary OWNo. hā `tease, pain', PGm. * hanhōn (cf. Wißmann Nom. postv. 1, 42), and the verbal nouns Lith. kankà `pain', Germ., e. g. Goth. huhrus ` hunger' with huggrjan `hunger' (zero grade with grammat. change; old r- stem?). Uncertain is Skt. kaṅkāla- m. n. `skeleton' (cf. σκελετός), and desiderative Skt. kāṅkṣati `desire' (from *`burning desire'?), cf. Mayrhofer KEWA s. vv. The nasal in κάγκανος etc., which does not fit kenk-, konk-, kn̥k-, must be secondary (cf. Schwyzer 343). - Schulze KZ 29, 269f. = Kl. Schr. 329; s. also Bechtel Lex. s. v. and Fraenkel Lit. et. Wb. s. keñkti. Acc. to Schulze l. c. here also the H.-glosses κακιθής ἄτροφος ἄμπελος, κακιθές χαλεπόν, λιμηρές, κακιθά λιμηρά (sec. member to αἴθω, ἰθαίνω); but Chantr. notes that the first member could then also be κακός); but if the word is Pre-Greek, κακ- cannot come from it. S. also κάχρυς. - Because of the nasal, and the a-vocalism, one rather expects a Pre-Greek word. The words compared mean `hunger, pain' and not primarily `arid'.Page in Frisk: 1,750-751Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κάγκανος
-
80 armature
1) οπλισμός2) σκελετός3) διάρθρωση
См. также в других словарях:
σκελετός — dried up masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκελετός — (Ανατ.). Κατασκευή που αποτελείται από στοιχεία περισσότερο ή λιγότερο άκαμπτα (οστά) και που έχει ως προορισμό να στηρίζει το σώμα, να του δίνει σχήμα και να προστατεύει τα διάφορα όργανά του. Η οστέινη κατασκευή οφείλει την ακαμψία της στην… … Dictionary of Greek
σκελετός — ο 1. το σύνολο των οστών ανθρώπου και ζώων. 2. μτφ., τα βασικά μέρη πολλών δημιουργημάτων του ανθρώπου: Μέχρι στιγμής κατασκεύασαν μόνο το σκελετό του σπιτιού. 3. πλαίσιο γυαλιών για τα μάτια: Πήρε γυαλιά με χρυσό σκελετό. 4. άνθρωπος αδύνατος: Η … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εξωσκελετός ή εξωτερικός σκελετός — Τυπικό γνώρισμα των αρθροπόδων, στα οποία ο ε. αναπτύσσεται περισσότερο από αυτόν των άλλων ζώων. Ο ε. αποτελείται γενικά από χιτίνη, ουσία που εκκρίνεται από τα κύτταρα του υποκείμενου επιθηλίου· σε ορισμένες περιπτώσεις η χιτίνη διαποτίζεται με … Dictionary of Greek
σκελετά — σκελετός dried up neut nom/voc/acc pl σκελετά̱ , σκελετός dried up fem nom/voc/acc dual σκελετά̱ , σκελετός dried up fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκελετῶν — σκελετός dried up fem gen pl σκελετός dried up masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκελετόν — σκελετός dried up masc acc sg σκελετός dried up neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκελετοῖς — σκελετός dried up masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκελετοί — σκελετός dried up masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκελετοῦ — σκελετός dried up masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκελετούς — σκελετός dried up masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)