-
1 çatma
σκελετός -
2 carcasse
σκελετός -
3 iskelet
σκελετός, σκέλεθρο -
4 скелет
-а α.1. σκελετός, σκέλεθρο•скелет человека σκελετός του ανθρώπου•
скелет птицы σκελετός πουλιού.
2. βλ. каркас.3. μτφ. κάτισχνος.εκφρ.скелет почвы – (γεωλ.) η σύσταση του εδάφους. -
5 оправа
оправа ж το πλαίσιο* ο σκελετός (очков)' очки без \оправаы τα γυαλιά χωρίς σκελετό* * *жτο πλαίσιο; ο σκελετός ( очков)очки́ без опра́вы — τα γυαλιά χωρίς σκελετό
-
6 скелет
-
7 skeleton
['skelitn]1) (the bony framework of an animal or person: The archaeologists dug up the skeleton of a dinosaur.) σκελετός2) (any framework or outline: the steel skeleton of a building.) σκελετός/προσχέδιο• -
8 костяк
-а α.σκελετός ανθρώπου ή ζώου. || μτφ. βάση,στήριγμα, πυρήνας, σκελετός. -
9 остов
-а α. (τεχ.) σκελετός. || σκελετός ανθρώπου. || υπολείμματα, κομμάτια. || μτφ. -βάση. θεμέλιο. -
10 каркас
το πλαίσιο, ο σκελετόςжёсткий стр. - σκληρό -, σταθερό -несущий - φέ-ρον/φέρων -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > каркас
-
11 оправа
το πλαίσιο, το περίβλημαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > оправа
-
12 основа
1. (опора, каркас) η βάση, ο σκελετός 2. (в абстрактном значении) η βάση, η αρχή 3. текст. о στήμων, το στημόνι, η βάση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > основа
-
13 остов
стр. о σκελετός, το συγκρότημα των δοκών.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > остов
-
14 плашкодержатель
маш. о σκελετός του βιδολόγου.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > плашкодержатель
-
15 скелет
(анат) о σκελετός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > скелет
-
16 сруб
1. (действие) η κοπή (των δέντρων)η υλοτομία2. (место, по которому срублено дерево) το σημείο της κοπής, η κοπή 3 (деревянное сооружение в форме четырёхугольника) η τετράγωνη κατασκευή/ο σκελετός οικοδομής από κορμούς δέντρων.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сруб
-
17 станина
тех. η βάση, ο σκελετός, το πλαίσιο- двигателя - της μηχανής/του κινητήραРусско-греческий словарь научных и технических терминов > станина
-
18 арматура
арматураж \. ἡ σιδηροσκευή μηχανής;2. стр. ὁ σιδερένιος σκελετός, ἡ σιδεροδεσία. -
19 каркас
каркасм стр. ὁ σκελετός. -
20 костик
кости́км1. ὁ σκελετός, τό στέλεχος·2. перен ὁ πυρήνας, τό στήριγμα
См. также в других словарях:
σκελετός — dried up masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκελετός — (Ανατ.). Κατασκευή που αποτελείται από στοιχεία περισσότερο ή λιγότερο άκαμπτα (οστά) και που έχει ως προορισμό να στηρίζει το σώμα, να του δίνει σχήμα και να προστατεύει τα διάφορα όργανά του. Η οστέινη κατασκευή οφείλει την ακαμψία της στην… … Dictionary of Greek
σκελετός — ο 1. το σύνολο των οστών ανθρώπου και ζώων. 2. μτφ., τα βασικά μέρη πολλών δημιουργημάτων του ανθρώπου: Μέχρι στιγμής κατασκεύασαν μόνο το σκελετό του σπιτιού. 3. πλαίσιο γυαλιών για τα μάτια: Πήρε γυαλιά με χρυσό σκελετό. 4. άνθρωπος αδύνατος: Η … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εξωσκελετός ή εξωτερικός σκελετός — Τυπικό γνώρισμα των αρθροπόδων, στα οποία ο ε. αναπτύσσεται περισσότερο από αυτόν των άλλων ζώων. Ο ε. αποτελείται γενικά από χιτίνη, ουσία που εκκρίνεται από τα κύτταρα του υποκείμενου επιθηλίου· σε ορισμένες περιπτώσεις η χιτίνη διαποτίζεται με … Dictionary of Greek
σκελετά — σκελετός dried up neut nom/voc/acc pl σκελετά̱ , σκελετός dried up fem nom/voc/acc dual σκελετά̱ , σκελετός dried up fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκελετῶν — σκελετός dried up fem gen pl σκελετός dried up masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκελετόν — σκελετός dried up masc acc sg σκελετός dried up neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκελετοῖς — σκελετός dried up masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκελετοί — σκελετός dried up masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκελετοῦ — σκελετός dried up masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκελετούς — σκελετός dried up masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)