-
81 assemblage
1) συρραφή2) σκελετός3) συνονθύλευμα -
82 charpente
1) σκελετός2) σκαλωσιά3) δομή4) σκαρί -
83 konstrukce
1) δομή2) σκαλωσιά3) σκελετός -
84 kostra
1) δομή2) σκαλωσιά3) σκελετός -
85 frame
1) πλαίσιο2) πλαισιώνω3) σκελετός4) σώμα -
86 framework
1) δομή2) σκελετός -
87 szkielet
1) δομή2) σκαλωσιά3) σκελετός -
88 zrąb
1) δομή2) σκελετός
См. также в других словарях:
σκελετός — dried up masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκελετός — (Ανατ.). Κατασκευή που αποτελείται από στοιχεία περισσότερο ή λιγότερο άκαμπτα (οστά) και που έχει ως προορισμό να στηρίζει το σώμα, να του δίνει σχήμα και να προστατεύει τα διάφορα όργανά του. Η οστέινη κατασκευή οφείλει την ακαμψία της στην… … Dictionary of Greek
σκελετός — ο 1. το σύνολο των οστών ανθρώπου και ζώων. 2. μτφ., τα βασικά μέρη πολλών δημιουργημάτων του ανθρώπου: Μέχρι στιγμής κατασκεύασαν μόνο το σκελετό του σπιτιού. 3. πλαίσιο γυαλιών για τα μάτια: Πήρε γυαλιά με χρυσό σκελετό. 4. άνθρωπος αδύνατος: Η … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εξωσκελετός ή εξωτερικός σκελετός — Τυπικό γνώρισμα των αρθροπόδων, στα οποία ο ε. αναπτύσσεται περισσότερο από αυτόν των άλλων ζώων. Ο ε. αποτελείται γενικά από χιτίνη, ουσία που εκκρίνεται από τα κύτταρα του υποκείμενου επιθηλίου· σε ορισμένες περιπτώσεις η χιτίνη διαποτίζεται με … Dictionary of Greek
σκελετά — σκελετός dried up neut nom/voc/acc pl σκελετά̱ , σκελετός dried up fem nom/voc/acc dual σκελετά̱ , σκελετός dried up fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκελετῶν — σκελετός dried up fem gen pl σκελετός dried up masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκελετόν — σκελετός dried up masc acc sg σκελετός dried up neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκελετοῖς — σκελετός dried up masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκελετοί — σκελετός dried up masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκελετοῦ — σκελετός dried up masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκελετούς — σκελετός dried up masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)