-
1 σκελετός
σκελετός, ausgetrocknet, δάκος, Nic. Ther. 696, Schol. ἐσκληκός; ausgedörrt, abgemagert, dah. trocken, dürr, mager; τὸ σκελετόν, sc. σῶμα, Mumie, Plut. Sept. sap. conv. 2; οἱ ὑπὸ γῆν, Lucill. 56 (IX, 92); vgl. Luc. Necyom. 15. – Uebtr. sagt Plut. Anton. 76 αὐτὸς δὲ κείσεται σκελετὸς καὶ τὸ μηδὲν γενόμενος.
-
2 σκελετος
I3[adj. verb. к σκέλλω См. σκελλω] иссохший, превратившийся в скелетσ. καὴ τὸ μηδὲν γενόμενος Plut. — превратившийся в скелет, в ничто
IIὅ костяк, скелет Anth. -
3 σκελετός
σκελετόςdried up: masc nom sg -
4 σκελετός
σκελετός, ausgetrocknet; ausgedörrt, abgemagert, dah. trocken, dürr, mager; τὸ σκελετόν, sc. σῶμα, Mumie -
5 σκελετός
II Subst. σκελετός, ὁ, dried body, mummy, Λάμπρος.. Μουσῶν ς. Phryn.Com.69, cf. Str.17.3.8, Plu.2.148a, 735f; ἡμιθανῆ ς. AP11.392 (Lucill.); τῶν ὑπὸ γῆν σ. λεπτότατος ib.92 (Id.);κείσεται σ. καὶ τὸ μηδὲν γενόμενος Plu.Ant.75
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκελετός
-
6 σκελετός
ο1) скелет, костяк; 2) оправа (для очков); 3) перен. скелет (о человеке); 4) каркас -
7 σκελετός
1) armature2) assemblage3) carcasse4) charpente -
8 σκελετός
1) szkielet (m) rzecz.2) zrąb (m) rzecz. -
9 σκελετός
1) konstrukce2) kostra -
10 σκελετός
1) frame2) frameworkΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > σκελετός
-
11 çatma
σκελετός -
12 carcasse
σκελετός -
13 σκελετά
σκελετόςdried up: neut nom /voc /acc plσκελετά̱, σκελετόςdried up: fem nom /voc /acc dualσκελετά̱, σκελετόςdried up: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
14 σκελετόν
σκελετόςdried up: masc acc sgσκελετόςdried up: neut nom /voc /acc sg -
15 σκελετοί
σκελετόςdried up: masc nom /voc pl -
16 σκελετούς
σκελετόςdried up: masc acc pl -
17 iskelet
σκελετός, σκέλεθρο -
18 скелет
-а α.1. σκελετός, σκέλεθρο•скелет человека σκελετός του ανθρώπου•
скелет птицы σκελετός πουλιού.
2. βλ. каркас.3. μτφ. κάτισχνος.εκφρ.скелет почвы – (γεωλ.) η σύσταση του εδάφους. -
19 оправа
оправа ж το πλαίσιο* ο σκελετός (очков)' очки без \оправаы τα γυαλιά χωρίς σκελετό* * *жτο πλαίσιο; ο σκελετός ( очков)очки́ без опра́вы — τα γυαλιά χωρίς σκελετό
-
20 скелет
См. также в других словарях:
σκελετός — dried up masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκελετός — (Ανατ.). Κατασκευή που αποτελείται από στοιχεία περισσότερο ή λιγότερο άκαμπτα (οστά) και που έχει ως προορισμό να στηρίζει το σώμα, να του δίνει σχήμα και να προστατεύει τα διάφορα όργανά του. Η οστέινη κατασκευή οφείλει την ακαμψία της στην… … Dictionary of Greek
σκελετός — ο 1. το σύνολο των οστών ανθρώπου και ζώων. 2. μτφ., τα βασικά μέρη πολλών δημιουργημάτων του ανθρώπου: Μέχρι στιγμής κατασκεύασαν μόνο το σκελετό του σπιτιού. 3. πλαίσιο γυαλιών για τα μάτια: Πήρε γυαλιά με χρυσό σκελετό. 4. άνθρωπος αδύνατος: Η … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εξωσκελετός ή εξωτερικός σκελετός — Τυπικό γνώρισμα των αρθροπόδων, στα οποία ο ε. αναπτύσσεται περισσότερο από αυτόν των άλλων ζώων. Ο ε. αποτελείται γενικά από χιτίνη, ουσία που εκκρίνεται από τα κύτταρα του υποκείμενου επιθηλίου· σε ορισμένες περιπτώσεις η χιτίνη διαποτίζεται με … Dictionary of Greek
σκελετά — σκελετός dried up neut nom/voc/acc pl σκελετά̱ , σκελετός dried up fem nom/voc/acc dual σκελετά̱ , σκελετός dried up fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκελετῶν — σκελετός dried up fem gen pl σκελετός dried up masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκελετόν — σκελετός dried up masc acc sg σκελετός dried up neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκελετοῖς — σκελετός dried up masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκελετοί — σκελετός dried up masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκελετοῦ — σκελετός dried up masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκελετούς — σκελετός dried up masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)