-
1 σκελετά
σκελετά· σκίλλα, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκελετά
-
2 σκελετά
σκελετόςdried up: neut nom /voc /acc plσκελετά̱, σκελετόςdried up: fem nom /voc /acc dualσκελετά̱, σκελετόςdried up: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
3 σκελετός
II Subst. σκελετός, ὁ, dried body, mummy, Λάμπρος.. Μουσῶν ς. Phryn.Com.69, cf. Str.17.3.8, Plu.2.148a, 735f; ἡμιθανῆ ς. AP11.392 (Lucill.); τῶν ὑπὸ γῆν σ. λεπτότατος ib.92 (Id.);κείσεται σ. καὶ τὸ μηδὲν γενόμενος Plu.Ant.75
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκελετός
См. также в других словарях:
σκελετά — σκελετός dried up neut nom/voc/acc pl σκελετά̱ , σκελετός dried up fem nom/voc/acc dual σκελετά̱ , σκελετός dried up fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκελετά — (I) Α (κατά τον Ησύχ.) «σκίλλα». (II) τα, Ν βλ. σκελετός … Dictionary of Greek
σκελετός — (Ανατ.). Κατασκευή που αποτελείται από στοιχεία περισσότερο ή λιγότερο άκαμπτα (οστά) και που έχει ως προορισμό να στηρίζει το σώμα, να του δίνει σχήμα και να προστατεύει τα διάφορα όργανά του. Η οστέινη κατασκευή οφείλει την ακαμψία της στην… … Dictionary of Greek