-
1 σκαφη
(ᾰ) ἥ1) корыто, бассейн, ванна Her., Arph., Aesch.τέν σκάφην σκάφην λέγειν погов. Plut. — называть корыто корытом, т.е. называть вещи своими именами
2) челн, лодка Soph., Arph., Plut., NT.3) таз Arph. -
2 σκάφη
η1) корыто; 2) квашня; З) лодка; шлюпка (мор.);§ λέγω τα σύκα σύκα και τη σκάφη σκάφη — называть вещи своими именами; — говорить начистоту
-
3 σκάφη
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > σκάφη
-
4 σκάφη
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > σκάφη
-
5 σκαφή
η см. σκάψιμο[ν] -
6 σκάφη
челн, лодка (легкая).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > σκάφη
-
7 σκάφη
[скафи] ουσ θ корыть, кадка. -
8 Τα σύκα σύκα και η σκάφη σκάφη
• Называть вещи своими именамиИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Τα σύκα σύκα και η σκάφη σκάφη
-
9 σκαφιον
1) мотыга или заступ Plut.2) таз, миска Arph.3) зажигательное стекло(Plut. - v. l. σκαφεῖον)
4) скифская стрижка, т.е. чуб на макушке выбритой головыσ. ἀποκεκαρμένος или σ. ἀποτετιλμένος Arph. — с чубом на бритой голове
-
10 σκαφις
1) подойник Hom.2) корзина, плетенкаσ. γειοφόρος Anth. — корзина для земли
3) чаша, таз, миска Arph., Theocr.4) челнок, лодка Anth. -
11 σύκο(ν)
το фига, смоква, инжир;§ λέω τα σύκα σύκα και τη σκάφη σκάφη — называть вещи своими именами; — говорить прямо
-
12 σύκο(ν)
το фига, смоква, инжир;§ λέω τα σύκα σύκα και τη σκάφη σκάφη — называть вещи своими именами; — говорить прямо
-
13 απλετος
21) безмерный, огромный(ὕψος Emped.; δόξα Pind.; ἅλες Her.; μάχη Plut.; βάρος Soph.; ἐτῶν περίοδοι Plut.)
ἄ. τὸ πάχος Arst. — громадной толщины2) бесчисленный, несметный(πλῆθος Arst.; σκάφη Plut.)
3) сильнейший, обильный(χιών Xen.)
-
14 βυθιζω
1) погружать в воду, топить(μίαν τριήρη Polyb.)
2) med.-pass. тонуть(ξύλον οὐ βυθίζεται Arst.; ἥ ναῦς βυθισθεῖσα Diod.; τὰ σκάφη ἐβυθίσθη Plut.)
3) поглощать4) ввергать -
15 εμπρωρος
-
16 επιστασις
- εως ἥ1) остановка(τοῦ στρατεύματος Xen.)
2) задержка, препятствие(ἐπιστάσεις καὴ διατριβαι Plut.)
πολλὰς ἔσχον φροντίδων ἐπιστάσεις Soph. — у меня было много колебаний3) остановка внимания, внимание(ἄξιος ἐπιστάσεως Arst.)
μετὰ и ἐξ ἐπιστάσεως Arst., Polyb. — со вниманием, внимательно4) наблюдение, надзор(ἔργων Xen.)
5) почин, начало(τῆς ἱστορίας Polyb.)
6) расстановка, положениеτὰ σκάφη τέν ἐπίστασιν ἐπ΄ ἀλλήλοις εἶχεν Polyb. — суда были расположены друг за другом
-
17 ευηρης
-
18 θαλαμηγος
-
19 λεοντοβαμων
-
20 ληστρικος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
σκαφή — digging fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκάφη — trough fem nom/voc sg (attic epic ionic) σκάφος 2 hull of a ship neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) σκάφος 2 hull of a ship neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) σκάπτω dig aor ind pass 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκάφῃ — σκάφη trough fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκάφη — Ορεινός οικισμός (95 κάτ., υψόμ. 520 μ.), στην επαρχία Σελίνου του νομού Χανίων. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (9 τ. χλμ., 199 κάτ.), στην οποία ανήκουν και άλλοι δύο οικισμοί, η Πέρα Σκάφη (68 κάτ., υψόμ. 500 μ.) και το Αργαστήρι (36 κάτ.,… … Dictionary of Greek
σκαφή — Ορεινός οικισμός (95 κάτ., υψόμ. 520 μ.), στην επαρχία Σελίνου του νομού Χανίων. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (9 τ. χλμ., 199 κάτ.), στην οποία ανήκουν και άλλοι δύο οικισμοί, η Πέρα Σκάφη (68 κάτ., υψόμ. 500 μ.) και το Αργαστήρι (36 κάτ.,… … Dictionary of Greek
σκαφῇ — σκάπτω dig aor subj pass 3rd sg σκαφῆι , σκαφεύς digger masc dat sg (epic ionic) σκαφή digging fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκάφη — η 1. οικιακό σκεύος στο οποίο ζυμώνεται το αλεύρι ή πλένονται τα ρούχα. 2. μικρή βάρκα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σκαφή — η βλ. σκάψιμο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Πέρα Σκάφη — Ορεινός οικισμός (κάτ., υψόμ. 500 μ.), στην πρώην επαρχία Σελίνου του νομού Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Σκάφης … Dictionary of Greek
θαλαμηγός — Σκάφη διαφόρων τύπων, από τους μικρούς ιστιοφόρους κέρκουρους έως τα πολυτελή ιστιοφόρα και ντιζελοκίνητα σκάφη ψυχαγωγίας. Συνηθέστερα ονομάζονται γιοτ, από την αγγλική ονομασία yαcht. Μια θ. με πανιά εφοδιάζεται συνήθως και με βοηθητική μηχανή … Dictionary of Greek
σκαφέων — σκάφη trough fem gen pl (epic ionic) σκάφος 2 hull of a ship neut gen pl (epic doric ionic aeolic) σκαφεύς digger masc gen pl σκαφέω̆ν , σκαφεύς digger masc gen pl σκαφή digging fem gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)