-
1 επιστασις
- εως ἥ1) остановка(τοῦ στρατεύματος Xen.)
2) задержка, препятствие(ἐπιστάσεις καὴ διατριβαι Plut.)
πολλὰς ἔσχον φροντίδων ἐπιστάσεις Soph. — у меня было много колебаний3) остановка внимания, внимание(ἄξιος ἐπιστάσεως Arst.)
μετὰ и ἐξ ἐπιστάσεως Arst., Polyb. — со вниманием, внимательно4) наблюдение, надзор(ἔργων Xen.)
5) почин, начало(τῆς ἱστορίας Polyb.)
6) расстановка, положениеτὰ σκάφη τέν ἐπίστασιν ἐπ΄ ἀλλήλοις εἶχεν Polyb. — суда были расположены друг за другом
-
2 ἐπίστασίς
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἐπίστασίς
См. также в других словарях:
επίστασις — ἐπίστασις, ἡ (Α) [στάσις] 1. έμφραξη, επίσχεση («ἐπίστασις κοιλίης, οὔρου, αἵματος») 2. βία, ορμή 3. στάση, στάθμευση («τοσοῡτον ἦν ἀνάγκη χρόνον δι’ ὅλου τοῡ στρατεύματος γίγνεσθαι τήν ἐπίστασιν», Ξεν.) 3. ηρέμηση και αυτοσυγκέντρωση («ἡ νόησις… … Dictionary of Greek
ἐπίστασις — stopping fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιστάσις — ἐπιστάσῑς , ἐπίστασις stopping fem acc pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιστάσεσι — ἐπίστασις stopping fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιστάσεσιν — ἐπίστασις stopping fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπίστασιν — ἐπίστασις stopping fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιστάσει — ἐπιστά̱σει , ἐφίστημι set aor subj act 3rd sg (epic doric) ἐπιστά̱σει , ἐφίστημι set fut ind mid 2nd sg (doric) ἐπιστά̱σει , ἐφίστημι set fut ind act 3rd sg (doric) ἐπίστασις stopping fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἐπιστάσεϊ , ἐπίστασις… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιστάσεις — ἐπιστά̱σεις , ἐφίστημι set aor subj act 2nd sg (epic doric) ἐπιστά̱σεις , ἐφίστημι set fut ind act 2nd sg (doric) ἐπίστασις stopping fem nom/voc pl (attic epic) ἐπίστασις stopping fem nom/acc pl (attic) ἐπιστάζω let fall in drops upon aor subj… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εφίστασις — ἐφίστασις, ἡ (Α) μτγν. ανώμ. τ. τού ἐπίστασις* … Dictionary of Greek
ἐπιστάσεων — ἐπιστάσεω̆ν , ἐπίστασις stopping fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιστάσεως — ἐπιστάσεω̆ς , ἐπίστασις stopping fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)