-
1 σκαφιον
1) мотыга или заступ Plut.2) таз, миска Arph.3) зажигательное стекло(Plut. - v. l. σκαφεῖον)
4) скифская стрижка, т.е. чуб на макушке выбритой головыσ. ἀποκεκαρμένος или σ. ἀποτετιλμένος Arph. — с чубом на бритой голове
-
2 αποτιλλω
(aor. ἀπέτῑλα)1) выщипывать, выдергивать(τὰς τρίχας Her.; τὸ πτίλον Luc.)
2) ощипывать(τὰς κεφαλὰς ἀποτῖλαι Arph.)
σκάφιον ἀποτετιλμένος Arph. — остриженный наголо3) очищать от чешуи (sc. ἰχθύν Arph.) -
3 σκαφειον
τό1) заступ или мотыга Diod.2) (v. l. σκάφιον) вогнутое зеркало или зажигательное стекло(ἐξάπτειν τοῖς σκαφείοις Plut.)
См. также в других словарях:
σκάφιον — small bowl neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκάφιον — τὸ, Α 1. μικρό πλοιάριο («ὁ δὲ πάκτων διὰ σκυταλίδων πεπηγός ἐστι σκάφιον», Στράβ.) 2. μικρή σκάφη, λεκάνη ή αγγείο που χρησιμοποιούσαν στα λουτρά («ἀπὸ τῶν ὀμφαλῶν τῶν ἐν ταῑς γυναικείας πυέλοις, ὅθεν τοῑς σκαφίοις ἀρύουσι», Λυκόφρ.) 3. μικρό… … Dictionary of Greek
σκαφίοις — σκάφιον small bowl neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκαφίου — σκάφιον small bowl neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκαφίων — σκάφιον small bowl neut gen pl σκάφος 2 hull of a ship neut gen pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκάφια — σκάφιον small bowl neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
OCCATOR — unus ex divis agricolis Veter. ab occatione. Proprie autem dicebatur ager poliri, cum occabatur rastris vel crate; et haec velut summa manus erat, quae agro exercendo imponebatur. Unde politiones agrorum, et politor, qui agrum colendum conducebat … Hofmann J. Lexicon universale
σκαφιόκουρος — ον, Α αυτός που έχει τα μαλλιά του κομμένα στο σχήμα που ονομάζεται σκάφιον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκάφιον «σκυθικός τρόπος κουρέματος τών μαλλιών» + κουρος (< κουρά), πρβλ. νεό κουρος] … Dictionary of Greek
υποσκαφιόκαρτος — ον, Α αυτός που είναι κουρεμένος κατά τον σκυθικό τρόπο κουρέματος, που ονομαζόταν σκάφιον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + σκάφιον «σκυθικός τρόπος κουρέματος» + καρτός (< κείρω «κουρεύω»] … Dictionary of Greek
скафа — скребок для оскабливания овчины , херсонск. (Даль). Едва ли заимств. из греч. σκάφος ср. р. резец, кирка , σκαφεῖον, σκαφίον – то же, свидетельства которого мне неизвестны из новогреческого и которое отличается также по знач., вопреки Бодуэну де… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
AMA — Graece Α῎μη, Latine Batillus, seu potius Vatillum. Duas autem res ἄμη significabat, olim apud Graecos, et instrumentum fossorium cui simile est et illud quod ad ignem paratum est, et vas tenendae aquae aptum, sicut plane et σκάφν et σναφεῖον: nam … Hofmann J. Lexicon universale