-
1 настоящий
настоящий 1) (подлинный) πραγματικός, σωστός· \настоящийая дружба η πραγματική φιλία 2) (нынешний) τωρινός, σημερινός в \настоящийее время τώρα ◇ \настоящийее время грам. о ενεστώτας* * *1) ( подлинный) πραγματικός, σωστόςнастоя́щая дру́жба — η πραγματική φιλία
2) ( нынешний) τωρινός, σημερινόςв настоя́щее вре́мя — τώρα
••настоя́щее вре́мя — грам. ο ενεστώτας
-
2 сегодняшний
-
3 современный
современный 1) σύγχρονος, μοντέρνος; \современныйая литература η σύγχρονη φιλολογία; \современныйое положение η σύγχρονη κατάσταση 2) (теперешний) σημερινός, τωρινός* * *1) σύγχρονος, μοντέρνοςсовреме́нная литерату́ра — η σύγχρονη φιλολογία
совреме́нное положе́ние — η σύγχρονη κατάσταση
2) ( теперешний) σημερινός, τωρινός -
4 текущий
текущий (теперешний) σημερινός, τρεχούμενος; \текущий момент η σημερινή κατάσταση, το παρόν в \текущийем году το τρέχον έτος, φέτος; \текущийие дела τα τωρινά προβλήματα, τα τρέχοντα ζητήματα; \текущий ремонт η μικρή επισκευή* * *( теперешний) σημερινός, τρεχούμενοςтеку́щий моме́нт — η σημερινή κατάσταση, το παρόν
в теку́щем году́ — το τρέχον έτος, φέτος
теку́щие дела́ — τα τωρινά προβλήματα, τα τρέχοντα ζητήματα
теку́щий ремо́нт — η μικρή επισκευή
-
5 нынешний
ныне||шнийприл разг σημερινός, τωρινός, ὁ φετεινός:\нынешнийшнее положение ἡ σημερινή κατάσταση· в \нынешнийшнем году́ τό τρέχον ἔτος, ἐφέτος· \нынешнийшняя зима ὁ φετεινός χειμώνας. -
6 сегодняШний
сегодня||Шнийприл σημερινός:с \сегодняШнийшнего дня ἀπό σήμερα -
7 современный
современн||ыйприл в разн. знач. σύγχρονος, σημερινός:\современныйая литерату́ра ἡ σύγχρονη λογοτεχνία· \современныйое положение ἡ σημερινή κατάσταση· \современныйая техника́ ἡ σύγχρονος τεχνική, ἡ μοντέρνα τεχνική:быть \современныйым εἶμαι σύγχρονος, εἶμαι μοντέρνος. -
8 теперешний
теперешн||ийприл разг ὁ σημερινός, ὁ τωρινός:\теперешнийее время ἡ σήμερον ἡμέρα, ἡ σημερινή ἐποχή. -
9 нынешний
[νύνισνιΐ] εκ. σημερινός -
10 сегодняшний
[σιβόντνχσνιΐ] εκ. σημερινός -
11 теперешний
[τιπιέρισνιϊ] εκ. σημερινός -
12 нынешний
[νύνισνιϊ] επ σημερινός -
13 сегодняшний
[σιβόντνχσνιϊ] επ σημερινός -
14 теперешний
[τιπιέρισνιϊ] επ σημερινός -
15 нынешний
επ.1. τωρινός.2. παλ. σημερινός. -
16 сегодняшний
-яя, -ее, επ. σημερινός•сегодняшний день η σημερινή μέρα, η σήμερον•
-яя газета σημερινή εφημερίδα•
- ее происшествие σημερινό γεγονός (ή συμβάν).
εκφρ.жить -им днм – α) ζω την πραγματικότητα, την καθημερινή ζωή. β) σκέφτομαι μόνο για το σήμερα. -
17 теперешний
-яя,• -ееεπ.τωρινός• σημερινός•-яя жизнь η τωρινή ζωή•
-яя мода η σημερινή μόδα.
См. также в других словарях:
σημερινός — of to day masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σημερινός — ή, ό / σημερινός, ή, όν, ΝΜΑ, και σημερνός, ή, ό, Ν αυτός που υπάρχει ή γίνεται σήμερα (α. «η σημερινή βροχή» β. «η σημερινή απόφαση» γ. «οι σημερινές εφημερίδες») νεοελλ. τωρινός, σύγχρονος (α. «τα σημερινά προβλήματα β. «τα σημερινά σχολεία»).… … Dictionary of Greek
σημερινός — ή, ό 1. αυτός που γίνεται σήμερα: Στη σημερινή γιορτή θα εκφωνήσει το λόγο ένας μαθητής. 2. της ημέρας αυτής: Αγόρασε σημερινά αβγά. 3. σύγχρονος, τωρινός: Οι σημερινοί νέοι είναι πιο μορφωμένοι από τους παλιότερους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σημερινῶν — σημερινός of to day fem gen pl σημερινός of to day masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σημερινόν — σημερινός of to day masc acc sg σημερινός of to day neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σημερινῆς — σημερινός of to day fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σημερινῇ — σημερινός of to day fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σημερινέ — σημερινός of to day masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σημερινή — σημερινός of to day fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σημερινῷ — σημερινός of to day masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην … Dictionary of Greek