-
1 настоящий
настоящий 1) (подлинный) πραγματικός, σωστός· \настоящийая дружба η πραγματική φιλία 2) (нынешний) τωρινός, σημερινός в \настоящийее время τώρα ◇ \настоящийее время грам. о ενεστώτας* * *1) ( подлинный) πραγματικός, σωστόςнастоя́щая дру́жба — η πραγματική φιλία
2) ( нынешний) τωρινός, σημερινόςв настоя́щее вре́мя — τώρα
••настоя́щее вре́мя — грам. ο ενεστώτας
-
2 время
1. (мера длительности происходящего, существующего) о χρόν/οςо καιρός, η διάρκειαс течением - ени με τον καιρό, με την πάροδο του - ου- вычисления - εκτέλεσης υπολογισμών, υπολογιστικός -гражданское - πολιτικός -, η πολιτική ώραистинное - астр. αληθής --среднее Гринвичское - см. всемирное -стояночное - οι ώρες αναμονής, η σταλία/οι στα-λίεςходовое - мор. πλεύσιμος -эфирное ο ραδιοχρόνος, η διάρκεια ραδιοεκπομπήςэфемеридное астр. - των (αστρο)εφημερίδων2. грам. о χρόνος 3. (период, эпоха) η εποχ/ήвремена года - ες του χρόνου.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > время
-
3 настоящее
[νασταγιάστσιιε] ουσ. ο. παρόν, ενεστώτας -
4 настоящее
[νασταγιάστσιιε] ουσ ο παρόν, ενεστώτας -
5 время
-мени, πλθ. времена, -мен, -менам ουδ.1. χρόνος, χρονικό διάστημα (αιώνας, έτος, ώρες κλπ.). || ώρα•московское время ώρα Μόσχας•
время обеда ώρα φαγητού•
сколько -ни? πόσο εθν’ η ώρα; τι ώρα είναι; || καιρός, χρόνος•
время идет ο καιρός κυλάει, τρέχει, φεύγει•
в последнее время он пьет τελευταύα αυτός πίνει..- летит ο καιρός πετά (φεύγει)•
время не вдет ο καιρός δεν περιμένει•
долгое время πολύ καιρό, επί μακρόν χρόνον•
в настоящее время τώρα,στον ενεστώτα (παρόντα) χρόνο•
потерянное время ο καιρός που πάει χαμένος•
мне время дорого για μένα ο χρόνος είναι ακριβός•
не теряйте -ни даром μή χάνετε τον καιρό μάταια•
выиграть время κερδίζω χρόνο•
провести время περνώ τον καιρό•
время покажет ο χρόνος θα δείξει•
время работает на нас ο καιρός δουλεύει για μας (προς όφελος μας)•
в любое время οποτεδήποτε, οποιαδήποτε ώρα•
новые -на νέοι καιροί•
во время войны τον καιρό του πολέμου•
на некоторое время για λίγο καιρό•
свободное время ο ελεύθερος χρόνος.
2. η καιρική κατάσταση, ο καιρός•ненастное время ο συννεφιασμένος καιρός•
довдливое время βροχερός καιρός•
зимнее время χειμώνας-καιρός.
3. εποχή•с непамятных -ен από αμνημονεύτους χρόνους•
-на года οι εποχές του έτους.
4. (φιλοσ.) ο χρόνος•пространство и время - основные формы бытия ο χώρος και ο χρόνος είναι οι βασικές μορφές της ύλης.
5. (γραμμ.) χρόνος•настоящее время ο ενεστώτας χρόνος•
будущее время μέλλοντας χρόνος•
прошедшее время παρελθονταςχρόνος.
εκφρ.во время оно – παλ. κάποτε•во все –на – για πάντα, για πάντοτε, παντοτινά•в первое время – κατ’ αρχήν, στην αρχή, αρχικά•в свое - – α) κάποτε στον καιρό του (στο παρελθόν), β) έγκαιρα (όταν χρειάζεται)•в скором -ни – πολύ σύντομα, γρήγορα•до -ни ή до поры до –ни – παλ. για την ώρα, ως ένα χρονικό διάστημα, ώσπου να έρθει ο καιρός, η περίσταση•до сего -ни – μέχρι τώρα, μέχρι αυτή τη στιγμή•ко -ни – έγκαιρα, στην προθεσμία•на время – προσωρινά•со -ем – με τον καιρό•все время – όλη την ώρα, συνεχώς, ακατάπαυστα, διηνεκώς•одно время – σε λίγο (χρόνο), εντός ολίγου•раньше -ни – πρόωρα, νωρίς•самое время – (απλ.) η καταλληλότερη ώρα, στιγμή•тем -ем – εν τω μεταξύ, στο αναμεταξύ, κατά το διάστημα αυτό•от -ни ή от -ни до -ни ή по -нам – κάποτε, πότε-πότε, κάπου-κάπου, που και που, από καιρό σε καιρό, κατά καιρούς, ενίοτε•в то время как... – ενώ, καθ’ όν χρόνον, αν και, μολονότι, μ’ όλο που•с течением -ни – με τον καιρό, με την πάροδο τουχρόνου. -
6 настоящий
επ.1. ο παρών, τωρινός, ο ενε-στώς•в -ее время τώρα, στον παρόντα χρόνο•
настоящий год αυτός ο χρόνος, το ενεστόν έτος•
настоящий ее положение η τωρινή (παρούσα) κατάσταση•
день η σημερινή μέρα.
2. ουσ. ουδ. -ее το παρόν.3. αυτός, ο δοσμένος•настоящий случай отличается от предыдущих αυτή η περίπτωση διαφέρει από τις προηγούμενες.
4. γνήσιος, καθαρός, πραγματικός•-ее золото καθαρό χρυσάφι.
|| αληθινός, πραγματικός•настоящий человек πραγματικός άνθρωπος (όπως πρέπει)•
-ее имя το πραγματικό όνομα:
εκφρ.- им образом – σοβαρά, όπως πρέπει•- ее время – (γραμμ.)ο ενεστώτας. -
7 несовершенный
επ., βρ: -шнен, -шнна, -шнно ατελείωτος, ατελής, ημιτελής, μισοτελειωμένος•-ая работа μισοτελειωμένη εργασία.
επ. несовершенный вид (γραμμ.) διαρκής μορφή•глагол -ого вида ρήμα διαρκούς μορφής (που σχηματίζονται οι χρόνοι: ενεστώτας, παρατατικός, μέλλοντας διαρκής).
См. также в других словарях:
ενεστώτας — ο (γραμμ.), ο πρώτος από τους αρκτικούς χρόνους του ρήματος που φανερώνει κάτι που γίνεται τώρα εξακολουθητικά: Βγαίνει ο ήλιος. – Την αγαπάει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐνεστῶτας — ἐνίστημι put perf part act masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αχέω — (I) ἀχέω και ἀχεύω (παθ. ἄχομαι, ἄχνυμαι, ἀκαχίζομαι) (Α) Ι. 1. στενάζω, θρηνώ 2. στενοχωριέμαι, λυπάμαι 3. λυπώ, δυσαρεστώ, στενοχωρώ II. παθ. 1. λυπάμαι για κάτι 2. θρηνώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Οι λέξεις αυτές αποτελούν μία εκφραστική ομάδα, της οποίας η… … Dictionary of Greek
έζομαι — ἕζομαι 1. κάθομαι 2. σταματώ, μένω σ έναν τόπο 3. (για ζυγό) γέρνω προς τη γη 4. πέφτω στο έδαφος, καταρρέω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο θεματικός ενεστώτας έζομαι (< *sed jo mai), με σημασία «είμαι καθισμένος» μάλλον παρά «κάθομαι», ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *sed… … Dictionary of Greek
εγείρω — (AM ἐγείρω) 1. σηκώνω από τον ύπνο 2. ορθώνω, σηκώνω από το έδαφος 3. οικοδομώ, χτίζω 4. κινώ, διεγείρω, προκαλώ, δημιουργώ («εγείρω αξιώσεις») 5. σηκώνομαι από τη θέση μου αρχ. μσν. ανασταίνω αρχ. 1. προάγω, προωθώ 2. βοηθώ κάποιον να γίνει καλά … Dictionary of Greek
συντακτικό — Μελέτη των συντακτικών αξιών των γλωσσικών τύπων. Από τους διάφορους τομείς έρευνας, που κληρονόμησε η σύγχρονη γλωσσολογία από την παραδοσιακή κανονιστική γραμματική, το σ. είναι εκείνο που θέτει τα περισσότερα προβλήματα. Κατά την αρχαία και τη … Dictionary of Greek
Grammatik der neugriechischen Sprache — Die neugriechische Sprache ist in einer kontinuierlichen Entwicklung aus dem Altgriechischen hervorgegangen und bildet (zusammen mit ihren Vorstufen) einen eigenen Zweig der indogermanischen Sprachfamilie. Sie hat im Bereich der Grammatik eine… … Deutsch Wikipedia
Grammatik des Neugriechischen — Die Neugriechische Sprache ist in einer kontinuierlichen Entwicklung aus dem Altgriechischen hervorgegangen und bildet einen eigenen Zweig der Indogermanischen Sprachfamilie. Sie hat grammatisch einige ursprüngliche Merkmale dieser Sprachfamilie… … Deutsch Wikipedia
Neugriechische Grammatik — Die Neugriechische Sprache ist in einer kontinuierlichen Entwicklung aus dem Altgriechischen hervorgegangen und bildet einen eigenen Zweig der Indogermanischen Sprachfamilie. Sie hat grammatisch einige ursprüngliche Merkmale dieser Sprachfamilie… … Deutsch Wikipedia
έννυμι — ἕννυμι και ἑννύω, ιων. τ. εἵνυμι και εἱνύω (Α) 1. ντύνω, περιβάλλω κάποιον με κάτι (ενδύματα, ασπίδα, πανοπλία κ.λπ.) 2. (μέσ. και παθ. με αιτ. πράγμ.) ντύνομαι, φορώ κάτι («κακὰ δὲ χροΐ εἵματα εἷμαι» έχω φορέσει στο σώμα μου παλιόρουχα, Ομ. Οδ.) … Dictionary of Greek
έπομαι — (AM ἕπομαι) 1. ακολουθώ άλλον, συνοδεύω (α. «ἡγήσατο, τοὶ δ’ ἅμ’ ἕποντο», Ομ. Οδ. β. «τῷ δ’ ἅμα τεσσαράκοντα μέλαιναι νῆες ἕποντο Λοκρῶν», Ομ. Ιλ.) 2. (στο γ’ εν. πρόσ.) ἕπεται προκύπτει, εξάγεται ως συμπέρασμα 3. (η μτχ. ενεστ.) ἑπόμενος, η, ο… … Dictionary of Greek