Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

πραγματικός

См. также в других словарях:

  • πραγματικός — fit for action masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πραγματικός — ή, ό / πραγματικός, ή, όν, ΝΜΑ [πρᾱγμα, ατος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πραγματικότητα, που συμφωνεί με την πραγματικότητα 2. αυτός που υπάρχει πραγματικά, ο αληθινός, ο αντικειμενικός («πραγματική ιστορία») νεοελλ. 1. (νομ.) αυτός… …   Dictionary of Greek

  • πραγματικός — ή, ό 1. αληθινός, γνήσιος, αυτός που αναφέρεται σε πράγματα, πραχτικός: Πραγματική φιλία. 2. (νομ.), αυτός που αναφέρεται σε κάποιο περιουσιακό αντικείμενο: Πραγματικό (ή εμπράγματο) δίκαιο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πραγματικά — πραγματικός fit for action neut nom/voc/acc pl πραγματικά̱ , πραγματικός fit for action fem nom/voc/acc dual πραγματικά̱ , πραγματικός fit for action fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πραγματικώτερον — πραγματικός fit for action adverbial comp πραγματικός fit for action masc acc comp sg πραγματικός fit for action neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πραγματικωτέρων — πραγματικός fit for action fem gen comp pl πραγματικός fit for action masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πραγματικῶν — πραγματικός fit for action fem gen pl πραγματικός fit for action masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πραγματικόν — πραγματικός fit for action masc acc sg πραγματικός fit for action neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πραγματικώτατα — πραγματικός fit for action adverbial superl πραγματικός fit for action neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πραγματικώτατον — πραγματικός fit for action masc acc superl sg πραγματικός fit for action neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πραγματικαῖς — πραγματικός fit for action fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»