-
1 реальный
πραγματικός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > реальный
-
2 фактический
πραγματικός, αληθινός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > фактический
-
3 настоящий
επ.1. ο παρών, τωρινός, ο ενε-στώς•в -ее время τώρα, στον παρόντα χρόνο•
настоящий год αυτός ο χρόνος, το ενεστόν έτος•
настоящий ее положение η τωρινή (παρούσα) κατάσταση•
день η σημερινή μέρα.
2. ουσ. ουδ. -ее το παρόν.3. αυτός, ο δοσμένος•настоящий случай отличается от предыдущих αυτή η περίπτωση διαφέρει από τις προηγούμενες.
4. γνήσιος, καθαρός, πραγματικός•-ее золото καθαρό χρυσάφι.
|| αληθινός, πραγματικός•настоящий человек πραγματικός άνθρωπος (όπως πρέπει)•
-ее имя το πραγματικό όνομα:
εκφρ.- им образом – σοβαρά, όπως πρέπει•- ее время – (γραμμ.)ο ενεστώτας. -
4 правильный
1. (основанный на правилах) σωστός, ορθός 2. (соответствующий правилам, установленному порядку, требованиям) κανονικός, σωστός 3 (верный, истинный, соответствующий действительности, точный, безошибочный) πραγματικός, αληθινός, γνήσιος 4 (соответствующий действительным потребностям, приводящий к нужным результатам) πραγματικός, σωστός 5. (равномерный, ритмичный) ρυθμικός, κανονικός 6. (удовлетворяющий правилам пропорции и симметрии) συμμετρικός 7. мат. κανονικός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > правильный
-
5 настоящий
настоящий 1) (подлинный) πραγματικός, σωστός· \настоящийая дружба η πραγματική φιλία 2) (нынешний) τωρινός, σημερινός в \настоящийее время τώρα ◇ \настоящийее время грам. о ενεστώτας* * *1) ( подлинный) πραγματικός, σωστόςнастоя́щая дру́жба — η πραγματική φιλία
2) ( нынешний) τωρινός, σημερινόςв настоя́щее вре́мя — τώρα
••настоя́щее вре́мя — грам. ο ενεστώτας
-
6 реальный
реальный πραγματικός; πραγματοποιήσιμος (выполнимый)* * *πραγματικός; πραγματοποιήσιμος ( выполнимый) -
7 фактический
фактический πραγματικός, ουσιαστικός; \фактическийе данные τα πραγματικά δεδομένα* * *πραγματικός, ουσιαστικόςфакти́ческе да́нные — τα πραγματικά δεδομένα
-
8 настоящий
настоящ||ийприл1. (теперешний) ἐνεστώς, τωρινός, παρών:в \настоящийее время σήμερα, τώρα· \настоящийее время грам. ὁ ἐνεστώς·2. (истинный, подлинный) ἀληθινός, ἀλη-θής, πραγματικός, γνήσιος:\настоящийий человек πραγματικός ἄνθρωπος. -
9 реальный
реальн||ыйприл1. (действительный) πραγματικός:\реальныйая сила ἡ πραγματική δύναμη· \реальныйая действительность ἡ ἀντικειμενική πραγματικότητα·2. (осуществимый) πραγματοποιήσιμος, κατορθωτός:\реальныйый план τό πραγματοποιήσιμο σχέδιο· \реальныйая задача τό κατορθωτό καθήκον3. (соответствующий действительному положению дел) ρεαλιστικός:\реальныйая поли́ика ἡ ρεαλιστική πολιτική· \реальныйая заработная плата ὁ πραγματικός μισθός. -
10 реальный
επ., βρ: -лен, -льна, -льно.1. πραγματικός, αληθινός, αντικειμενικός•-ая жизнь η πραγματική ζωή•
-ая осюва πραγματική βάση•
-ая политика αντικειμενική πολιτική.
2. παλ. βλ. реалистический.εκφρ.- ая заработная плата – ο πραγματικός μισθός (η αγοραστική ικανότητα του μισθού)•- ые науки – παλ. οι πραγματικές (φυσικές) επιστήμες•- ое училище – παλ. μέση σχολή πραγματικών επιστημών. -
11 родной
επ.1. γνήσιος, καθαρός• πραγματικός•родной отец πραγματικός πατέρας (όχι πατριός)•
-ая мать πραγματική μάνα (όχι μητριά)•
брат γνήσιος (καθ εαυτού) αδερφός.
|| συγγενής.2. ουσ. πλθ. -ые οι συγγενείς•у него нет -ых αυτός δεν έχει συγγενείς•
дальние -ые μακρινοί συγγενείς.
3. της γέννησης•родной край, -ая сторона η ιδιαίτερη πατρίδα, η γενέτειρα•
родной город η γενέτειρα πόλη•
-ое село το χωριό που γεννήθηκα, χωριό-γενέτειρα.
4. αγαπητός, ακριβός, προσφιλής• εγκάρδιος• επιστήθιος. || (κλήση, προσφώνηση)• αγαπητέ, καλέ, φίλτατε.εκφρ.родной язык – μητρική γλώσσα. -
12 форменный
επ.1. της καθιερωμένης στολής-форменныйая полицейская фуражка το αστυνομικό καπέλο•форменный фрак καθιερωμένο φράκο.
2. τυπικός, καθιερωμένος.3. μτφ. πραγματικός, αληθινός•форменный дурак πραγματικός βλάκας•
в городе шёл -бой στην πόλη γίνονταν πραγματική μάχη.
-
13 вещественный
υλικός, πραγματικός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вещественный
-
14 время
1. (мера длительности происходящего, существующего) о χρόν/οςо καιρός, η διάρκειαс течением - ени με τον καιρό, με την πάροδο του - ου- вычисления - εκτέλεσης υπολογισμών, υπολογιστικός -гражданское - πολιτικός -, η πολιτική ώραистинное - астр. αληθής --среднее Гринвичское - см. всемирное -стояночное - οι ώρες αναμονής, η σταλία/οι στα-λίεςходовое - мор. πλεύσιμος -эфирное ο ραδιοχρόνος, η διάρκεια ραδιοεκπομπήςэфемеридное астр. - των (αστρο)εφημερίδων2. грам. о χρόνος 3. (период, эпоха) η εποχ/ήвремена года - ες του χρόνου.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > время
-
15 действительный
1. (реальный) πραγματικός, αληθινός 2. (имеющий силу) έγκυρος 3. (залог) (грам) η ενεργητική διάθεση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > действительный
-
16 зарплата
(заработная плата) о μισθ/ός·выштачивать - у πληρώνω το - о, замораживать - у παγώνω το - о, минимум - ы ελάχιστος -рост - ы άνοδος/αύξηση του - ούподённая - ημερήσιος -, το μεροκάματοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > зарплата
-
17 ирреальный
μη πραγματικός, ανύπαρκτος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ирреальный
-
18 настоящий
(подлинный, истинный, натуральный) γνήσιοςπραγματικόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > настоящий
-
19 полуось
ο ημιάξονας, το ημιαξόνιοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > полуось
-
20 полюс
1. (точка пересечения воображаемой оси вращения Земли с земной поверхностью) о πόλος 2. (вывод, зажим) о πόλος, ο ακροδέκτης-возбуждения эл. - της διέγερσηςглавный - эл. κύριος -дополнительный - эл. βοηθητικός -, ενδιάμεσος -основной эл. - главный -отрицательный - эл. αρνητικός -положительный - эл. θετικός -разноимённый - ετερώνυμος -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > полюс
См. также в других словарях:
πραγματικός — fit for action masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πραγματικός — ή, ό / πραγματικός, ή, όν, ΝΜΑ [πρᾱγμα, ατος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πραγματικότητα, που συμφωνεί με την πραγματικότητα 2. αυτός που υπάρχει πραγματικά, ο αληθινός, ο αντικειμενικός («πραγματική ιστορία») νεοελλ. 1. (νομ.) αυτός… … Dictionary of Greek
πραγματικός — ή, ό 1. αληθινός, γνήσιος, αυτός που αναφέρεται σε πράγματα, πραχτικός: Πραγματική φιλία. 2. (νομ.), αυτός που αναφέρεται σε κάποιο περιουσιακό αντικείμενο: Πραγματικό (ή εμπράγματο) δίκαιο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πραγματικά — πραγματικός fit for action neut nom/voc/acc pl πραγματικά̱ , πραγματικός fit for action fem nom/voc/acc dual πραγματικά̱ , πραγματικός fit for action fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πραγματικώτερον — πραγματικός fit for action adverbial comp πραγματικός fit for action masc acc comp sg πραγματικός fit for action neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πραγματικωτέρων — πραγματικός fit for action fem gen comp pl πραγματικός fit for action masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πραγματικῶν — πραγματικός fit for action fem gen pl πραγματικός fit for action masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πραγματικόν — πραγματικός fit for action masc acc sg πραγματικός fit for action neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πραγματικώτατα — πραγματικός fit for action adverbial superl πραγματικός fit for action neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πραγματικώτατον — πραγματικός fit for action masc acc superl sg πραγματικός fit for action neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πραγματικαῖς — πραγματικός fit for action fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)