-
1 σαόφρων
-
2 σαόφρων
σώφρωνof sound mind: masc /fem nom sg (epic) -
3 σαόφρων
σαό - φρων (Att. σώφρων): soundminded, discreet, Od. 4.158 and Il. 21.462.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > σαόφρων
-
4 σαοφρονέω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σαοφρονέω
-
5 σώ-φρων
σώ-φρων, ον, poet. σαόφρων, gesundes Sinnes, Geistes, gesunder Seele, bei gesundem, nüchternem Verstande, verständig; Il. 21, 462 Od. 4, 158; Theogn.; Χείρων, Pind. P. 3, 63; bes. mäßig, enthaltsam, frei von Leidenschaften, I. 7, 25; oft bei Tragg. von Menschen, auch σώφρονος γνώμης δ' ὰμαρτεῖν, Aesch. Ag. 1649, εὐχὰς μὲν αἰνῶ τάςδε σώφρονας, Suppl. 691, wie Soph., z. B. τὸ γὰρ νοσοῠντι ληρεῖν ἀνδρὸς οὐχὶ σώφρονος, Trach. 435; Eur.; Ar. σωφρόνως τραφῆναι, Eqn. 334; u. in Prosa : έπὶ τὸ σωφρονέστερον, Her. 3, 71; Thuc. 3, 58. 62 u. öfter; σώφρονα ὄντα καὶ ἔγκρατῆ αὐτὸν ἑαυτοῦ, Plat. Gorg. 491 d, u. öfter; compar. σωφρονέστερος, Legg. II, 665 e; Ggstz ὑβριστής, Xen. Cyr. 3, 1, 21; σωφρόνως, im Ggstz von ἀπλήστως, 4, 1, 15. S. Arist. eth. 3, 10. 6, 5.
-
6 σωφρων
эп. σαόφρων 2, gen. ονος1) обладающий здравым смыслом, благоразумный, рассудительный Hom., Her., Thuc.2) почтительный, благочестивый(περὴ θεούς Xen.)
3) сдержанный, воздержный, скромный(τράπεζα Eur.; βίος Plat.)
σ. ὅ μετρίας ἐπιθυμίας ἔχων Plat. — скромен тот, кто умеряет (свои) страсти4) чистый, непорочный(εὐχαί Aesch.; ὑμέναιοι Eur.). - см. тж. σῶφρον
-
7 σώφρων
σώφρων, [dialect] Ep. and poet. [full] σᾰόφρων (as in Hom., v. infr., Pi.Pae.9.46), [full] ονος, ὁ, ἡ: neut. σῶφρον:—prop.A of sound mind (from σῶς, φρήν, cf. Pl.Cra. 411e, Arist.EN 1140b11): hence, discreet, prudent,οὐκ ἄν με σαόφρονα μυθήσαιο ἔμμεναι Il.21.462
, cf. Od.4.158; opp. ἄφρων, Thgn.431, 454, 497; opp. νήπιος, Id.483; opp. ἀνόητος, Hdt.1.4;σώφρονες περὶ θεούς X.Mem.4.3.2
;σωφρονέστατος ἐν τῇ τέχνῃ Hp.Prorrh. 2.2
.2 of things, (lyr.); σ. οἶκτος reasonable compassion, Th.3.59;- έστατον κήρυγμα Aeschin.3.4
;σώφρον' εἶπας E.IA 1024
;ἄλλο τι -έστερον γνώσεσθε Th.5.111
; σῶφρόν ἐστι c. inf., Id.1.42.II in [dialect] Att., esp. having control over the sensual desires, temperate, self-controlled, chaste (σώφρων ὁ μετρίας ἐπιθυμίας ἔχων Pl.Def. 415d
, cf. ), , cf. S.Aj. 132; γυνὴ ς. And. 4.14, cf. S.Fr. 682;σ. καὶ ἐγκρατὴς ἑαυτοῦ Pl.Grg. 491d
, cf. 1 Ep.Ti. 3.2, etc.2 of things,σ. γνώμη A.Ag. 1664
(troch.); ; σ. ὑμέναιοι, λέχη, E.Or. 558, El. 1099; τράπεζα, δίαιτα, Id.Fr. 893 (lyr.), Pl.Ep. 336c; ἀριστοκρατία moderate, Th.3.82; χάρις ib. 58; ;φρονεῖν σώφρονα S.Fr.64
.3 τὸ σῶφρον, = σωφροσύνη, Id.Fr. 786, E.Hipp. 431, Th.1.37, 3.82; σοῦ τὸ ς. E.Andr. 365, cf. 346, etc.;ἐπὶ τὸ -έστερον λαμβάνειν τι Hdt.3.71
;τὸ -έστατον Th.3.62
; .III Adv. , Eu.44, Hdt.4.77;σ. τραφῆναι Ar.Eq. 334
(lyr.);σ. τε καὶ μετρίως Pl.R. 399b
; δικαίως πράττοντες καὶ ς. Id.Alc.1.134d; σ. ἐφέπεσθαι cautiously, X.Ages.2.3: [comp] Comp., - έστερον πολιτεύειν adopt a more moderate constitution, Th.8.53, cf. 1.84, X.Eq.Mag.1.14, etc.; but (troch.): [comp] Sup.- έστατα Isoc.7.13
, Pl.Lg. 728e.
См. также в других словарях:
σαόφρων — ον, Α (ποιητ. τ.) βλ. σώφρων … Dictionary of Greek
σαόφρων — σώφρων of sound mind masc/fem nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σώος — α, ο / σῶος, ώα, ον, ΝΜΑ, και σῶς, σῶν κ. ιων. τ. σόος, η, ον και σᾱος, ον, Α αυτός που δεν έχει υποστεί κακό, βλάβη ή ατύχημα, αβλαβής, ακέραιος, άρτιος αρχ. 1. (για χρηματικό ποσό) αμείωτος («χρυσὸς δὲ σῶς ὃν ἦλθεν ἐκ Τροίας ἔχων», Ευρ.) 2.… … Dictionary of Greek
σώφρονας — ο / σώφρων, ὁ, ἡ, ΝΜΑ, θηλ. σώφρων Ν, και σαόφρων Α 1. (για πρόσ.) συνετός, μυαλωμένος (α. «μετριοπαθής και σώφρωνας πολιτικός» β. «ὅστις σώφρον ἔθηκε τὸν ἄφρονα», Θέογν. γ. «οὐκ ἄν με σαόφρονα μυθήσαιο ἔμμεναι», Ομ. Ιλ.) 2. (για λόγους,… … Dictionary of Greek