Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

σαρκῶν

См. также в других словарях:

  • σαρκῶν — σάρξ flesh fem gen pl σαρκάω pres part act masc voc sg σαρκάω pres part act neut nom/voc/acc sg σαρκάω pres part act masc nom sg (attic epic ionic) σαρκάω pres part act masc nom sg (attic epic doric ionic) σαρκάζω tear fiesh like dogs fut part… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σάρκων — σαρκάω imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) σαρκάω imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • плъть — ПЛЪТ|Ь (933), И с. 1.Плоть, тело: вьсѣмъ ѡтърекъсѧ съ бесплътьныими христа непрѣстаньно славословѧ. ѡтъ дѣвы… плъть приимъша. Стих 1156–1163, 31 об.; ˫ако же и плъть всю расѣчи. и кръвьмъ течени˫а изнести. (σορκας) ЖФСт к. XII, 68; ˫ако же ѥдинъ… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • CARO Humana — comesta ab amicis, ab inimicis. De Thracibus namque legimus, carissimos suos in propriis visceribus sepeliisse. Quod idem in India Occidentali faciunt populi quidam efferati, qui ipsi devorant suos mortuos, quos tamen plerumque trucidant, ne… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • LAMIAE — I. LAMIAE al. Maleficae, in Italia communiter Strigiae, ad similitudinem strigis nocturnae et importunae, quia noctu praecipue dicuntur in maleficiis versari; nonnullis, Magae, Incantatrices, aliisque nominibus ab aliis insignitae: secta mulierum …   Hofmann J. Lexicon universale

  • διάσχιση — η (Α διάσχισις) διαίρεση, διαχωρισμός, σχίσιμο νεοελλ. 1. διαδρομή, διάπλους («διάσχιση τού αέρα») 2. ανώμαλη και βίαιη λύση τής συνέχειας τών σαρκών 3. ναυτ. η διάνοιξη μεγάλων σχισμών με μαχαίρι σε ιστίο για να μπορέσει, σε περίπτωση θύελλας,… …   Dictionary of Greek

  • εκβλύζω — (AM ἐκβλύζω, Α και ἐκβλύω) 1. χύνομαι ή ρέω προς τα έξω, αναβλύζω 2. εκκρίνω («τὸ λείψανον... ἐκβλύζει μῡρον», «ὁπόσον ἱδρῶτα ἐκβλύζει τῶν σαρκῶν ὁ γεωπονῶν») …   Dictionary of Greek

  • ενοπή — ἐνοπή, η (Α) 1. φωνή, βοή, κραυγή, θρήνος («Τρῶες μὲν κλαγγῇ τ ἐνοπῇ τ ἴσαν ὄρνιθες ὥς», Ομ. Ιλ.) 2. (ειδ.) πολεμική κραυγή, βοή 3. γεν. φωνή («εἴ πως... βροτῶν ἐνοπήν τε πυθοίμην» μήπως άκουγα φωνή ανθρώπων, Ομ. Οδ.) 4. (για πράγμ.) ήχος, κρότος …   Dictionary of Greek

  • επαΐσσω — ἐπαΐσσω (Α) 1. κινούμαι ορμητικά, επιτίθεμαι, εφορμώ εναντίον κάποιου (με δοτ. οργάν.) («Ἀντίλοχος δ ἄρ ἐπαΐξας ξίφει ἤλασε κόρσην», Ομ. Οδ.) (και για γεράκι, απόλ.) («κίρκος... ταρφέ ἐπαΐσσει», Ομ. Ιλ.) 2. κινώ κάτι ορμητικά («πᾷ πόδ ἐπάξας… …   Dictionary of Greek

  • επαμβατήρ — ἐπαμβατήρ, ο (Α) για λεπρώδη εξανθήματα) μτφ. αυτός που ανεβαίνει στην επιφάνεια, που προσβάλλει («νόσους σαρκῶν ἐπαμβατῆρας», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ανά + βατήρ (< βαίνω)] …   Dictionary of Greek

  • θοίνη — θοίνη, δωρ. τ. θοίνα και μτγν. θοῑνα ἡ (Α) 1. συμπόσιο, ευωχία, γεύμα, δείπνο 2. μτφ. διασκέδαση, τέρψη 3. τροφή, φαγητό («θοίναν πτανοῑς» τροφή για πτηνά, Ευρ.) 4. διάβρωση, φάγωμα («θοίνη τῶν σαρκῶν», Πορφ.) 5. φρ. α) «ἐκ θοίνης» μετά το γεύμα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»