-
61 валить
1. (лес) ρίχνωρίπτωυλοτομώ τα δέντρα2. (в кучу) σωρίζω 3. (вину на кого-л.) ρίχνω/ρίπτω την ευθύνη (σε κάποιον/κάποια).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > валить
-
62 выбрасывать
1. (выкидывать) ρίχνω/ρίπτω, πετώ 2. (выпускать наружу, давать ростки, побеги и т.п) βγάζω, ρίχνω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > выбрасывать
-
63 рассыпать
1. (разбрасывать по поверхности) διασκορπίζω, διαχέω, ρίχνω 2. (просыпать) διασκορπίζω 3. (разместить, распределить, насыпая) ρίχνω, γεμίζω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > рассыпать
-
64 бросать
-
65 взгляд
взгляд м 1) η ματιά, το βλέμμα бросить \взгляд ρίχνω μια ματιά с первого \взгляда με την πρώτη ματιά 2) (мнение) η γνώμη, η άποψη на мой \взгляд κατά τη γνώμη μου* * *м1) η ματιά, το βλέμμαбро́сить взгляд — ρίχνω μια ματιά
с пе́рвого взгляда — με την πρώτη ματιά
2) ( мнение) η γνώμη, η άποψη -
66 взглянуть
-
67 выбросить
-
68 жребий
жребий м о κλήρος бросить \жребий ρίχνω κλήρο' тянуть \жребий τραβώ κλήρο* * *мο κλήροςбро́сить жре́бий — ρίχνω κλήρο
тяну́ть жре́бий — τραβώ κλήρο
-
69 забросить
забросить 1) (бросить далеко) πετώ, ρίχνω 2) (дела и т. п.) αφήνω, εγκαταλείπω, παρατώ* * *1) ( бросить далеко) πετώ, ρίχνω2) (дела и т. п.) αφήνω, εγκαταλείπω, παρατώ -
70 заглядывать
-
71 запускать
I запускать, запустить I 1) (метнуть) ρίχνω εκτοξεύω, εξαπολύω (ракету и т. л.) \запускать спутник εκτοξεύω δορυφόρο 2) (мотор и т. п.) ξεκινώ, βάζω μπρος II запускать, запустить II (не заботиться) παραμελώ, εγκαταλείπω* * *I = запустить1) ( метнуть) ρίχνω; εκτοξεύω, εξαπολύω (ракету и т. п.)запуска́ть спу́тник — εκτοξεύω δορυφόρο
2) (мотор и т. п.) ξεκινώ, βάζω μπροςII = запустить( не заботиться) παραμελώ, εγκαταλείπω -
72 кинуть
-
73 насыпать
-
74 опустить
опустить κατεβάζω, χαμηλώνω· \опустить письмо ρίχνω το γράμμα· \опустить занавес κλείνω την αυλαία \опуститься 1) (спуститься) κατεβαίνω 2) (приземлиться) προσγειώνομαι 3) перен. ξεπέφτω, καταντώ* * *κατεβάζω, χαμηλώνωопусти́ть письмо́ — ρίχνω το γράμμα
опусти́ть за́навес — κλείνω την αυλαία
-
75 отбрасывать
-
76 отдавать
отдавать, отдать 1) δίνω πίσω, επιστρέφω (вернуть ) 2) (помещать) βάζω, τοποθετώ 3) (посвящать) δίνω, αφιερώνω; \отдавать жизнь Ουσιάζω τη ζωή μου ◇ \отдавать якорь αγκυροβολώ, ρίχνω την άγκυρα* * *= отдать1) δίνω πίσω, επιστρέφω ( вернуть)2) ( помещать) βάζω, τοποθετώ3) ( посвящать) δίνω, αφιερώνωотдава́ть жизнь — θυσιάζω τη ζωή μου
••отдава́ть я́корь — αγκυροβολώ, ρίχνω την άγκυρα
-
77 посмотреть
посмотреть 1) см. смотреть 2) (взглянуть ) ρίχνω μια ματιά* * *1) см. смотреть2) ( взглянуть) ρίχνω μια ματιά -
78 ронять
-
79 салют
салют м о στρατιωτικός χαιρετισμός; произвести \салют ρίχνω χαιρετιστήριους κανονιοβολισμούς* * *мο στρατιωτικός χαιρετισμόςпроизвести́ салю́т — ρίχνω χαιρετιστήριους κανον(ι)οβολισμούς
-
80 сыпать
См. также в других словарях:
ρίχνω — ρίχνω, έριξα βλ. πίν. 29 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ρίχνω — ῥίπτω, ΝΜΑ, και ρίχτω και ρήχνω Ν 1. πετώ κάτι μακριά, τό ωθώ με δύναμη ώστε να πάει μακριά (α. «τού ριξα μια πέτρα») β. «ῥίπτω το ἀπὸ τοῡ σκουτελίου», Πρόδρ. γ. «ὠή, ῥίψω πέτραν τάχα σου», Ευρ. δ. «σφαῑραν ἔπειτ ἔρριψε μετ ἀμφίπολον βασίλεια»,… … Dictionary of Greek
ρίχνω — έριξα, ρίχτηκα, ριγμένος 1. κάνω κάτι να πέσει: Έριξε από το δέντρο κάμποσα μήλα. 2. ανατρέπω, γκρεμίζω: Το ριξαν το σπίτι και χτίζουν πολυκατοικία. 3. πετώ, εκσφενδονίζω: Οι διαδηλωτές έριχναν τούβλα στους αστυφύλακες. 4. πυροβολώ: Του ριξε και… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κανονιοβολώ — ρίχνω βλήματα με πυροβόλο όπλο, ρίχνω κανονιές. [ΕΤΥΜΟΛ. Κανονι ο βολώ αντί τού αναμενομένου κανον ο βολώ < κανόνι (I) + βολώ (< βόλος < βάλλω), πρβλ. πετροβολώ, πυρο βολώ. Τελικά επεκράτησε ο τ. κανονιο ως α συνθετικό] … Dictionary of Greek
διπλοθεμελιώνω — ρίχνω διπλά θεμέλια, θεμελιώνω πολύ γερά … Dictionary of Greek
εκσφενδονίζω — ρίχνω μακριά με ορμή σαν να κρατώ σφενδόνα … Dictionary of Greek
κερματοβολώ — ρίχνω με παλαιού τύπου πυροβόλο πλοίου κερματοδέσμη* ή κερματοθήκη*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέρμα, τος + βολῶ (< βόλος < βόλος < βάλλω), πρβλ. λιθο βολώ, πυρο βολώ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. titer amitrailles. Η λ. μαρτυρείται από… … Dictionary of Greek
κρυφορίχνω — ρίχνω κάτι κρυφά … Dictionary of Greek
λοξοβάλλω — ρίχνω κάτι λοξά. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. λοξά + βάλλω] … Dictionary of Greek
αναβάλλω — (Α ἀναβάλλω) 1. ενεργ. μεταθέτω τον χρόνο εκτελέσεως κάποιου πράγματος σε μελλοντικό χρόνο, δεν τό εκτελώ αμέσως, τό αφήνω για αργότερα 2. παθ. ορίζομαι για αργότερα νεοελλ. 1. κάνω λόγο για κάποιον ή κάτι, αναφέρω 2. μιλώ δυσφημιστικά για… … Dictionary of Greek
βάλλω — (AM βάλλω) 1. ρίχνω, εκσφενδονίζω («ὁ ἀναμάρτητος πρῶτος τὸν λίθον βαλέτω») 2. βάλλομαι δέχομαι βολές, εχθρικά πυρά 3. τοποθετώ, βάζω 4. φρ. «βάλλω φωνή(ν)» φωνάζω, κραυγάζω αρχ. μσν. «βάλλω είς voῡv», «...κατά νοῡν», «...εἰς λογισμόν» βάζω στον… … Dictionary of Greek