Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

εγκαταλείπω

  • 1 оставить

    оставить
    сов, оставлять несов
    1. ἀφήνω:
    \оставить книгу до́ма ἀφήνω τό βιβλίο στό σπίτι· \оставить вопрос нерешенным ἀφήνω τό ζήτημα ἄλυτο· \оставить в стороне ἀφήνω κατά μέρος, ἀφήνω στήν μπάντα· \оставить в недоумении ἀφήνω σέ ἀμηχανία· \оставить в покое ἀφήνω ήσυχο·
    2. (покидать, бросать) ἀφήνω, ἐγκαταλείπω:
    \оставить в беде ἐγκαταλείπω στή δυστυχία·
    3. (отказываться) ἐγκαταλείπω:
    \оставить всякую надежду ἐγκαταλείπω κάθε ἐλπίδα·
    4. (сохранять, удерживать) ἐπιφυλάττω, φυλάσσω, διατηρώ:
    \оставить за собой право ἐπιφυλάσσομαι, ἐπιφυλάσσω είς ἐμαυτόν τό δικαίωμα· ◊ \оставить на второй год (в школе) ἀφήνω στήν ίδια τάξη· \оставить кого-л. позади́ ἀφήνω πίσω, προσπερνώ· \оставить впечатление ἀφήνω τήν ἐντύπωση· \оставить память ἀφήνω ἀνάμνηση· \оставить без внимания δέν δίνω προσοχή, παραμελώ· \оставить без последствий δέν δίνω συνέχεια, ἀφήνω χωρίς ἐπακόλουθα· \оставить кого-л. в дураках κοροϊδεύω (или γελώ, ἐξαπατώ) κάποιον не оставить камня на камне δέν ἀφήνω λίθον ἐπί λίθου· Зто оставляет желать (много) лучшего αὐτό ἔχει ἀκόμα πολ-λες ἐλλείψεις· позвольте мне вас оставить ἐπιτρέψατε μου νά σᾶς ἀφήσω· оставь! ἄστο!, ἄφησέ το!, παράτα το!· оставим §то! ἀς τ' ἀφήσουμε αὐτό!, ἄς ἀλλἀ-, ξουμε θέμα!

    Русско-новогреческий словарь > оставить

  • 2 расстаться

    -анусь, -анешься, προστκ. расстанься ρ.σ.
    1. αποχωρίζομαι, χωρίζω• απο-χαιρετιέμαι• εγκαταλείπω•

    расстаться с родным селом εγκαταλείπω το χωριό που γεννήθηκα (τη γενέτειρα)•

    расстаться с другом αποχωρίζομαι, με το φίλο•

    расстаться навсегда αποχωρίζομαι για πάντα.

    2. μτφ. παρατώ, απαρνούμαι•

    я никогда не -усь с моими убеждениями ποτέ δε θα αποκηρύξω τις πεποιθήσεις μου•

    расстаться с мечтой σβήνει το όνειρο μου (εγκαταλείπω το όνειρο).

    Большой русско-греческий словарь > расстаться

  • 3 бросать

    бросать, бросить 1) πετώ, ρίχνω 2) (оставить) αφήνω, εγκαταλείπω.3) (перестать) σταματώ, παύω; я бросил курить έκοψα το κάπνισμα \бросаться ρίχνομαι, πετιέμαι
    * * *
    = бросить
    1) πετώ, ρίχνω
    2) ( оставить) αφήνω, εγκαταλείπω
    3) ( перестать) σταματώ, παύω

    я бро́сил кури́ть — έκοψα το κάπνισμα

    Русско-греческий словарь > бросать

  • 4 забросить

    забросить 1) (бросить далеко) πετώ, ρίχνω 2) (дела и т. п.) αφήνω, εγκαταλείπω, παρατώ
    * * *
    1) ( бросить далеко) πετώ, ρίχνω
    2) (дела и т. п.) αφήνω, εγκαταλείπω, παρατώ

    Русско-греческий словарь > забросить

  • 5 запускать

    I запускать, запустить I 1) (метнуть) ρίχνω εκτοξεύω, εξαπολύω (ракету и т. л.) \запускать спутник εκτοξεύω δορυφόρο 2) (мотор и т. п.) ξεκινώ, βάζω μπρος II запускать, запустить II (не заботиться) παραμελώ, εγκαταλείπω
    * * *
    I = запустить
    1) ( метнуть) ρίχνω; εκτοξεύω, εξαπολύω (ракету и т. п.)

    запуска́ть спу́тник — εκτοξεύω δορυφόρο

    2) (мотор и т. п.) ξεκινώ, βάζω μπρος
    II = запустить
    ( не заботиться) παραμελώ, εγκαταλείπω

    Русско-греческий словарь > запускать

  • 6 оставить

    оставить, оставлять αφήνω, εγκαταλείπω· παραιτώ (покинуть)' \оставить далеко позади αφήνω πολύ πίσωθε
    * * *
    = оставлять
    αφήνω, εγκαταλείπω; παραιτώ ( покинуть)

    оста́вить далеко́ позади́ — αφήνω πολύ πίσωθε

    Русско-греческий словарь > оставить

  • 7 покидать

    покидать, покинуть εγκαταλείπω
    * * *
    = покинуть

    Русско-греческий словарь > покидать

  • 8 произвол

    произвол м η αυθαιρεσία· η ανομία (беззаконие) ◇ оставить на \произвол судьбы εγκαταλείπω, αφήνω στην τύχη
    * * *
    м
    η αυθαιρεσία; η ανομία ( беззаконие)
    ••

    оста́вить на произво́л судьбы́ — εγκαταλείπω, αφήνω στην τύχη

    Русско-греческий словарь > произвол

  • 9 сойти

    сойти κατεβαίνω* \сойти с лестницы κατεβαίνω τη σκάλα; \сойти с дороги εγκαταλείπω το δρόμο, παραστρατώ· вы сойдёте на этой остановке? θα κατεβείτε σ'αυτή τη στάση; \сойтись (собраться) μαζεύομαι, συγκεντρώνομαι
    * * *

    сойти́ с ле́стницы — κατεβαίνω τη σκάλα

    сойти́ с доро́ги — εγκαταλείπω το δρόμο, παραστρατώ

    вы сойдёте на э́той остано́вке? — θα κατεβείτε σ'αυτή τη στάση

    Русско-греческий словарь > сойти

  • 10 бросать

    бросать
    несов
    1. (кидать) ρίχνω, ρίπτω, πετῶ/ ἐξακοντίζω, ἐκτοξεύω (с силой):
    \бросать взгляд на кого́-л. ρίχνω μιά ματιά; \бросать обвинение κατηγορώ; \бросать тень а) (о деревьях) ρίχνω σκιά(ν), κάνω ίσκιο, б) перен ἀμαυρώνω, δυσφημώ;
    2. (перебрасывать) στέλνω, στέλλω, ρίχνω, μεταφέρω;
    3. (оставлять) ἐγκαταλείπω, ἀφήνω, παρατώ:
    \бросать кого-л. ἐγκαταλείπω κάποιον
    4. (переставать, прекращать) παύω, διακόπτω:
    \бросать курить κόβω τό κάπνισμα; \бросать работу παρατώ τή δουλειά; ◊ \бросать якорь ρίχνω ἄγκυρα; \бросать деньги на ветер σκορπίζω λεφτά στόν ἀέρα; \бросать жребий ρίχνω κλήρο.

    Русско-новогреческий словарь > бросать

  • 11 отбрасывать

    отбрасывать
    несов, отбросить сов
    1. ρίχνω, πετώ, ἀποτινάζω, ἀποβάλλω· \отбрасывать тень ρίχνω σκιά·
    2. (неприятеля) ἀποκρούω, ἀπωθώ·
    3. перен ἀφήνω, ἐγκαταλείπω, βάζω κατά μέρος, παραμερίζω:
    \отбрасывать сомнения ἀφήνω τίς ἀμφιβολίες· \отбрасывать мысль ἐγκαταλείπω τήν ίδέα.

    Русско-новогреческий словарь > отбрасывать

  • 12 покидать

    покидать
    несов ἐγκαταλείπω, παρατῶ, ἀφήνω:
    \покидать дом ἐγκαταλείπω τό σπίτι· силы начали \покидать его́ οἱ δυνάμεις του ἀρχισαν νά τόν ἐγκαταλείπουν.

    Русско-новогреческий словарь > покидать

  • 13 бросать

    ρ.δ.μ.
    1. ρίπτω, ρίχνω, πετώ•

    гранату ρίχνω χειροβομβίδα•

    бросать якорь ρίχνω άγκυρα.

    2. μετακινώ, στέλλω, κατευθύνω•

    бросать войска в бой ρίχνω στρατεύματα στη μάχη.

    3. διαχέω, σκορπίζω•

    бросать тень ρίχνω σκιά•

    солнце -ет лучи ο ήλιος ρίχνει, τις ακτίνες.

    4. αποβάλλω ως άχρηστο•

    он крох не -ет αυτός δεν πετάει ούτε τα ψίχουλα.

    || τοποθετώ άταχτα•

    бросать одежду как попало αφήνω (πετώ) τα ενδύματα όπως και όπου λάχει.

    5. αφήνω, εγκαταλείπω, παρατώ•

    бросать семью εγκαταλείπω την οικογένεια.

    || μτφ. παύω, σταματώ•

    бросать курить παύω να καπνίζω, κόβω το κάπνισμα•

    -айте работу! σταματήστε τη δουλιά!

    (απρόσ.) με πιάνει, με καταλαμβάνει•

    меня -ает то в жар, то в холод με πιάνει πότε ζέστη, πότε κρύο.

    εκφρ.
    бросать деньги – σπαταλώ (σκορπίζω) τα χρήματα•
    бросать жребий – ρίχνω τον κύβο, το ζάρι (λύνω τι με την τύχη)•
    бросать камень ή камнем ή грязью – βάζω γάνες, αμαυρώνω•
    бросать оружие – πετώ το όπλο (παραδίνομαι, δειλιάζω)•
    бросать перчатку – α) πετώ το γάντι (προκαλώ σε μονομαχία)• β) μπαίνω σε αγώνα εναντίον κάποιου•
    бросать свет – ρίχνω φώς, φωτίζω (διευκρινίζω, διασαφηνίζω)•
    бросать теньμτφ. αμαυρώνω.
    1. αλληλορίχνω•

    -снежками χιονοπολεμώ.

    || μτφ. περιφρονώ, δεν υπολογίζω•

    бросать людьми δεν λογαριάζω τους ανθρώπους (τον κόσμο).

    2. σπεύδω, τρέχω•

    бросать на помощь τρέχω σε βοήθεια.

    || ρίχνομαι, πέφτω•

    бросать на колени πέφτω στα γόνατα•

    бросать в объятия ρίχνομαι στην αγκαλιά, -ιές.

    3. επιτίθεμαι, επιπίπτω, ορμώ, χυμώ, χύνομαι•

    собаки –ются на прохожих τα σκυλιά χύνονται στους διαβάτες.

    || τρώγω αχόρταγα•

    бросать на еду ρίχνομαι στο φαΐ.

    4. πηδώ από ψηλά•

    бросать в воду ρίχνομαι στο νερό•

    бросать в пропасть ρίχνομαι στο γκρεμό•

    бросать с моста ρίχνομαι από το γεφύρι.

    5. ρίχνομαι κλπ. ρ.μ. ενεργ. φ. (1, 2, 3 σημ.).
    εκφρ.
    бросать деньгами – σπαταλώ τα χρήματα•
    бросать словами, обещаниями – πετώ λόγια, δίνω υποσχέσεις (μιλώ ανεύθυνα)•
    бросать в глаза – χτυπώ στα μάτια (τραβώ την προσοχή, κάνω εντύπωση)•
    вино ή хмель -ется в голову – με χτυπά το κρασί στο κεφάλι (με μεθά)•
    краска ή кровь -ется в лицо – κοκκινίζω (από κάποιο αίσθημα)’ кровь -ется в голову μου ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι.

    Большой русско-греческий словарь > бросать

  • 14 отойти

    отойду, отойдшь, παρλθ. χρ. отошл
    -шла, -шло, μτχ. παρλθ. отошедший,
    επιρ. μτχ. отойдя
    ρ.σ.
    1. απομακρύνομαι λίγο, αναμερίζω, παραμερίζω, κάνω λίγο πέρα•

    отойти от двери αναμερίζω από την πόρτα.

    || διανύω απόσταση•

    отойти два километра от города απομακρύνομαι δυό χιλιόμετρα από την πόλη.

    || φεύγω, αποχωρίζομαι (για λίγο).
    2. αναχωρώ, ξεκινώ, εκκινώ•

    поезд -шёл в три часа το τρένο έφυγε στις τρεις η ώρα.

    3. υποχωρώ οπισθοχωρώ•

    батальон -шёл на новые позиции το τάγμα υποχώρησε και κατέλαβε νέες θέσεις.

    4. αλλάζω θέση, κατεύθυνση μετακινούμαι, μετατοπίζομαι. || μτφ. παρεκκλίνω, ξεφεύγω•

    от темы απομακρύνομαι από το θέμα.

    5. εγκαταλείπω, αφήνω, παρατώ αποτραβιέμαι, ξεκόβω•

    отойти от старых друзей ξεκόβω από τους παλαιούς φίλους•

    отойти от места αφήνω τη θέση.

    || παύω να ασχολούμαι, παρατώ.
    6. αποχωρίζομαι, ξεκολλώ, βγαίνω•

    штукатура -шла ο σοβάς έπεσε•

    обои -шли το τοιχόχαρτο ξεκόλλησε•

    отойти пятно на платье -шло ο λεκές στο φόρεμα βγήκε.

    8. συνέρχομαι, επανέρχομαι στα ίδια, στην προηγούμενη κατάσταση. || συνεφέρω, έρχομαι στα συγκαλά μου, συνέρχομαι. || ξεθυμώνω, ξεχολιάζω, περνά ο θυμός.
    9. περιέρχομαι, μεταπίπτω περνώ•

    дом -шёл к племинни-ку το σπίτι περιήλθε στον ανεψιό.

    || χρησιμοποιούμαι για κάτι.
    10. τελειώνω, πλησιάζω στο τέλος. || περνώ, ανήκω στο παρελθόν•

    мода -шла -η μόδα πέρασε•

    лето -шло το καλοκαίρι πέρασε.

    11. πεθαίνω, αποβιώνω.
    12. φεύγω, εγκαταλείπω, αφήνω•

    я от вас отойду εγώ θα φύγω από σας.

    εκφρ.
    отойти в вечность – α) μεθίσταμαι εις τας αιωνίους μονάς, πηγαίνω στον άλλο κόσμο, β) περνώ, εξαφανίζομαι χωρίς
    αφήσω ίχνη, εκλείπω μια για πάντα•
    отойти от господ (на волю) ή отойти на волюπαλ. απελευθερώνομαι, γίνομαι απελεύθερος•
    сердце отойдт; от сердца отойдт – (για θυμό)• θα του περάσει, θα ξεθυμώσει.

    Большой русско-греческий словарь > отойти

  • 15 распроститься

    -прощусь, -простишься
    ρ.σ.
    κ. απρόσ. αποχαιρετώ, -ίζω, αποχαιρετιέμαι, -ίζομαι. || μτφ. φεύγω, ξεκόβω, αφήνω, εγκαταλείπω•

    -навсегда εγκαταλείπω για πάντα.

    Большой русско-греческий словарь > распроститься

  • 16 уйти

    уйду, уйдшь, παρλθ. χρ. ушл, ушла, ушло, μτχ. παρλθ. χρ. ушедший,
    επιρ. μτχ. уйдя κ. (απλ.) ушедши ρ.σ.
    1. φεύγω, αναχωρώ• απέρχομαι•

    гости ушли οι φιλοξενούμενοι έφυγαν•

    брат ушл вчера ο αδερφός έφυγε χτες•

    завтра уйдёт сестра αύριο θα φύγει η αδερφή.

    || πηγαίνω•

    все ушли на работу όλοι έφυγαν για τη δουλειά•

    отец ушл на охоту ο πατέρας πήγε στο κυνήγι•

    уйти на вслах πηγαίνω με τα κουπιά (κωπηλατώντας).

    2. δραπετεύω, το σκάζω• αποδιδράσκω•

    уйти из тюрьмы δραπετεύω από τη φυλακή.

    || εγκαταλείπω, αφήνω•

    она ушла от него αυτή τον παράτησε•

    он ушл с института αυτός παράτησε το ινστιτούτο•

    уйти со сцены εγκαταλείπω τη σκηνή.

    || μτφ. απαλλάσσομαι, γλυτώνω, σώζομαι• ξεφεύγω•

    он хитрый уйти не уйдшь от его капкана αυτός είναι πονηρός, δε θα ξεφύγεις από την παγίδα του.

    3. περιέρχομαι, πηγαίνω, περνώ•

    отец ушл на пенсию ο πατέρας πέρασε στη σύνταξη•

    -в отпуск πηγαίνω σε άδεια (παίρνω άδεια)•

    уйти в запас περνώ στην εφεδρεία.

    4. διαβαίνω, περνώ, παρέρχομαι•

    годы ушли τα χρόνια πέρασαν•

    время прошло ο καιρός πέρασε.

    5. χάνομαι, εξαφανίζομαι•

    богач пропал, вместе с ним ушло и-его счастье ο πλούσιος πέθανε, μαζί του πάει και η ευτυχία του.

    || πεθαίνω•

    ушедшего никогда не забудем τον πεθαμένο (απελθόντα) ποτέ δε θα τον ξεχάσομε.

    6. ξοδεύομαι, δαπανώμαι•

    за этот месяц ушло много денег αυτόν το μήνα έφυγαν πολλά χρήματα.

    || χρειάζομαι, απαιτούμαι•

    целый день уйдёт за это дело ολόκληρη μέρα θα φύγει (θα πάει) γι αυτήν την υπόθεση.

    7. (για υγρά) χύνομαι ξεχειλίζω•

    молоко ушло το γάλαχύθηκε (βράζοντας).

    8. προπορεύομαι, προτρέχω• προηγούμαι. || (για ωρολόγια)• πηγαίνωμπροστά.
    9. βλ. вместиться.
    10. βυθίζομαι, χώνομαι, μπαίνω, μπήγομαι• εισδύω•

    свая ушла глубоко в землю ο πάσσαλος μπήκε βαθιά στη γη.

    11. επιδίδομαι, αφοσιώνομαι•

    ученик ушёл в книги ο μαθητής τό ρίξε στα βιβλία (στημελέτη).

    12. μετατρέπομαι, μετασχηματίζομαι, γίνομαι.
    εκφρ.
    уйти вперд – ξεπερνώ, υπερτερώ, υπερβάλλω• υπερέχω•
    уйти из жизни (в могилу, к проотцам) – φεύγω από τη ζωή, αποβιώνω, κατεβαίνω στον τάφο, πάω στον άλλο κόσμο•
    уйти на дно – βυθίζομαι, πηγαίνω στον πάτο (πνίγομαι)•
    далеко уйти – προπορεύομαι πολύ, πηγαίνω πολύ μπροστά•
    недалеко уйти – δεν ξεπερνώ πολύ κάποιον•
    почва или земля ушла из-под ног – το έδαφος έφυγε κάτω από τα πόδια•
    уйти в себя – α) αφοσιώνομαι (δεν παρατηρώ τίποτε γύρω μου), β) κλείνομαι στο καβούκι.

    Большой русско-греческий словарь > уйти

  • 17 запускать

    I.
    1. (механизм) ξεκινώ, εκκινώ 2. (схему или цепь) βάζω εμπρός το κύκλωμα 3. (космический корабль, спутник) εκτοξεύω. II. 1. (довести до состояния упадка) εγκαταλείπω, παραμελώ, παρατώ 2. с-х. (перестать обрабатывать землю) αφήνω χέρσα τη γή

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > запускать

  • 18 сниматься

    1. (отделяться, открепляться, соскакивать) βγαίνω, αποσπώ
    - с учета διαγράφομαι, ξεγράφομαι
    2. (освобождаясь от чего-л. задерживающего, приобретать возможность двигаться) αποδεσμεύομαι, απελευθερώνομαι
    απαγκιστρώνομαι
    - с якоря мор. αποπλέω, απαίρω
    3. (покидать какое-л. место, отправляясь в путь) αφήνω, εγκαταλείπω 4. (принимать участие в киносъёмке) παίζω/βγαίνω (στην ταινία) 5. (фотографироваться) φωτογραφίζομαι, βγαίνω σε φωτογραφία.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сниматься

  • 19 выбывать

    выбывать
    несов, выбыть сов ἀναχωρώ, φεύγω, ἐγκαταλείπω:
    \выбывать из города ἀναχωρῶ ἀπό τήν πόλη· \выбывать из игры βγαίνω ἀπό τό παιγνίδι· \выбывать из строя а) γίνομαι ἀνάπητος, ἀνίκανος γιά δουλειά. б) βγαίνω ἐκτός μάχης (о военных).

    Русско-новогреческий словарь > выбывать

  • 20 выходить

    выходи́ть I
    несов
    1. βγαίνω, ἐξέρχομαι/ κατεβαίνω, κατέρχομαι (из вагона, самолета, экипажа)/ φεύγω (покидать)/ περνώ, μεταβαίνω (в другое помещение):
    \выходить на у́лицу βγαίνω (или κατεβαίνω) στό δρόμο· \выходить в море βγαίνω στό πέλαγος, στ· ἀνοιχτἄ \выходить из порта βγαίνω ἀπ' τό λιμάνί \выходить из окружения воен. διασπώ τήν περικύκλωση, διασπώ τόν κλοιό· \выходить из-за стола σηκώνομαι ἀπό τό τραπέζι·
    2. (появляться) φαίνομαι/ δημοσιεύομαι, ἐκδίδομαι (о книге):
    \выходить на сцену βγαίνω, ἐμφανίζομαι, παρουσιάζομαι στή σκηνή· \выходить на работу πηγαίνω στήν δουλειά·
    3. (израсходоваться) ξοδεύομαι, καταναλίσκομαι·
    4. (удаваться) καταφέρνω, ἐπιτυγχάνω:
    э́то у меня хорошо́ выходит αὐτό τό καταφέρνω καλά·
    5. (получаться) γίνομαι, βγαίνω:
    из него́ выйдет хороший механик αὐτός θά γίνει (илива βγή) καλός μηχανικός· из э́того куска выходит два платья ἀπό ἕνα κομμάτι ὕφασμα βγαίνουν δύο φορέματά из £того ничего не выходит ἀπ' αὐτό δέν βγαίνει τίποτε·
    6. (из какой-л. среды) προέρχομαι, κατάγομαι·
    7. (выбывать) ἀποχωρώ, βγαίνω, ἐγκαταλείπω:
    \выходить из игры βγαίνω ἀπ· τό παιγνίδι· \выходить из строя (о машине) ἀχρηστεύομαι· \выходить в тираж (об облигации) ἀπο-σβύνομαΓ \выходить в отставку παραιτούμαι, ἀποστρατεύομαι1
    8. (об окне, двери и т. п.) βγαίνω, βγάζω κάπου, βλέπω κἀπου:
    окно выходит во двор тб παράθυρο βλέπει στήν αὐλή· ◊ \выходить замуж παντρεύομαι· \выходить из затруднения βγαίνω ἀπ' τή δυσκολία· \выходить из терпения χάνω τήν ὑπομονή· \выходить из себя γίνομαι ἔξω φρενών, παραφέρομαί \выходить из моды πάβω νά εἶμαι τής μόδας· \выходить из берегов πλημμυρίζω· выходит, что... πάει νά πεῖ πώς...· не выходит из головы δέν βγαίνει ἀπό τό κεφάλι μου (или ἀπό τόν νοῦ μου).
    вы́ходить II
    сов см. выхаживать.

    Русско-новогреческий словарь > выходить

См. также в других словарях:

  • ἐγκαταλείπω — leave behind pres subj act 1st sg ἐγκαταλείπω leave behind pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εγκαταλείπω — εγκαταλείπω, εγκατέλειψα βλ. πίν. 9 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • εγκαταλείπω — (AM ἐγκαταλείπω) 1. αφήνω κάποιον ή κάτι εντελώς, παρατώ 2. αφήνω κάποιον αβοήθητο ή απροστάτευτο σε δύσκολη στιγμή («Θεέ μου, Θεέ μου, ἵνα τί μὲ ἐγκατέλιπες; ΚΔ) 3. αφήνω παρά το καθήκον, άστοργα (α. «ἐγκατέλειψε τα παιδιά του, το χωράφι του») 4 …   Dictionary of Greek

  • εγκαταλείπω — εγκατέλειψα και εγκατάλειψα, εγκαταλείφτηκα, εγκαταλειμμένος, μτβ. 1. αφήνω κάτι ή κάποιον στην τύχη του απροστάτευτο, παρατάω, τα μουντζώνω: Εγκατέλειψε τη θέση του. 2. απομακρύνομαι από κάπου για πάντα: Εγκατέλειψε επιτέλους την Αμερική και… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐγκαταλελειμμένα — ἐγκαταλείπω leave behind perf part mp neut nom/voc/acc pl ἐγκαταλελειμμένᾱ , ἐγκαταλείπω leave behind perf part mp fem nom/voc/acc dual ἐγκαταλελειμμένᾱ , ἐγκαταλείπω leave behind perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκαταλείπετε — ἐγκαταλείπω leave behind pres imperat act 2nd pl ἐγκαταλείπω leave behind pres ind act 2nd pl ἐγκαταλείπω leave behind imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκαταλείπῃ — ἐγκαταλείπω leave behind pres subj mp 2nd sg ἐγκαταλείπω leave behind pres ind mp 2nd sg ἐγκαταλείπω leave behind pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκαταλειπομένων — ἐγκαταλείπω leave behind pres part mp fem gen pl ἐγκαταλείπω leave behind pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκαταλειπόμενον — ἐγκαταλείπω leave behind pres part mp masc acc sg ἐγκαταλείπω leave behind pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκαταλειπόντων — ἐγκαταλείπω leave behind pres part act masc/neut gen pl ἐγκαταλείπω leave behind pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκαταλειφθησόμενον — ἐγκαταλείπω leave behind fut part pass masc acc sg ἐγκαταλείπω leave behind fut part pass neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»