-
1 запускать
I запускать, запустить I 1) (метнуть) ρίχνω εκτοξεύω, εξαπολύω (ракету и т. л.) \запускать спутник εκτοξεύω δορυφόρο 2) (мотор и т. п.) ξεκινώ, βάζω μπρος II запускать, запустить II (не заботиться) παραμελώ, εγκαταλείπω* * *I = запустить1) ( метнуть) ρίχνω; εκτοξεύω, εξαπολύω (ракету и т. п.)запуска́ть спу́тник — εκτοξεύω δορυφόρο
2) (мотор и т. п.) ξεκινώ, βάζω μπροςII = запустить( не заботиться) παραμελώ, εγκαταλείπω -
2 запускать
запускать Iнесов, разг1. (бросать с силой) ρίχνω, ἐκοφένδονίζω, ἐκτοξεύω, ἐξαπολύω:\запускать камнем в окно́ ρίχνω πέτρα στό παράθυρο· \запускать спу́тник (ракету) ἐξαπολύω (или ἐκτοξεύω) δορυφόρο (πύραυλο)·2. (засовывать) χώνω:\запускать ру́ку в карман χώνω τό χέρι στήν τσέπη.запускать IIнесов (переставать за-ботиться) ἀμελώ, παραμελώ, παρατάω, ἐγκαταλείπω:\запускать хозяйство (болезнь) παραμελώ τό νοικοκυριό (τήν ἀρρώστια). -
3 манкировать
манкироватьсов и несов (пренебрегать) παραμελώ, ἀμελώ:\манкировать своими обязанностями παραμελώ τά καθήκοντα μου· \манкировать занятиями ἀπουσιάζω ἀπό τά μαθήματα. -
4 пренебрегать
пренебре||гатьнесов1. (относиться с презрением) περιφρονώ, ἀπαξιῶ·2. (не обращать внимания) δέν δίνω σημασία, παραμελώ:\пренебрегать своими обязанностями παραμελώ τά καθήκοντα μου· \пренебрегать опасностью ἀψηφώ τόν κίνδυνο. -
5 манкировать
-рую, -руешьρ.δ.κ.σ.1. (γραπ. λόγος) παραμελώ•манкировать службой, уроками παραμελώ την υπηρεσία, τα μαθήματα.
2. παλ. απουσιάζω, λείπω•ученики у нас редко -ют οι μαθητές μας σπάνια απουσιάζουν.
3. δε σέβομαι• περιφρονώ.4. αμελώ να στείλω γράμμα. -
6 неглижировать
-рую, -руешь, ρ.δ. παλ. • ατημελώ, παραμελώ, παραβλέπω, δε φροντίζω•неглижировать своими объязанностями παραμελώ τις υποχρεώσεις μου.
-
7 запускать
I. 1. (механизм) ξεκινώ, εκκινώ 2. (схему или цепь) βάζω εμπρός το κύκλωμα 3. (космический корабль, спутник) εκτοξεύω. II. 1. (довести до состояния упадка) εγκαταλείπω, παραμελώ, παρατώ 2. с-х. (перестать обрабатывать землю) αφήνω χέρσα τη γήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > запускать
-
8 пренебрегать
1. (не обращать внимания) δεν υπολογίζω (κάτι ή κάποιον), παραμελώ, δεν δίνω σημασία, θεωρώ ανάξιο λόγου, θεωρώ ασήμαντο, απαξιώ 2. (относиться с презрением) περιφρονώ, απαξιώνω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пренебрегать
-
9 оставить
оставитьсов, оставлять несов1. ἀφήνω:\оставить книгу до́ма ἀφήνω τό βιβλίο στό σπίτι· \оставить вопрос нерешенным ἀφήνω τό ζήτημα ἄλυτο· \оставить в стороне ἀφήνω κατά μέρος, ἀφήνω στήν μπάντα· \оставить в недоумении ἀφήνω σέ ἀμηχανία· \оставить в покое ἀφήνω ήσυχο·2. (покидать, бросать) ἀφήνω, ἐγκαταλείπω:\оставить в беде ἐγκαταλείπω στή δυστυχία·3. (отказываться) ἐγκαταλείπω:\оставить всякую надежду ἐγκαταλείπω κάθε ἐλπίδα·4. (сохранять, удерживать) ἐπιφυλάττω, φυλάσσω, διατηρώ:\оставить за собой право ἐπιφυλάσσομαι, ἐπιφυλάσσω είς ἐμαυτόν τό δικαίωμα· ◊ \оставить на второй год (в школе) ἀφήνω στήν ίδια τάξη· \оставить кого-л. позади́ ἀφήνω πίσω, προσπερνώ· \оставить впечатление ἀφήνω τήν ἐντύπωση· \оставить память ἀφήνω ἀνάμνηση· \оставить без внимания δέν δίνω προσοχή, παραμελώ· \оставить без последствий δέν δίνω συνέχεια, ἀφήνω χωρίς ἐπακόλουθα· \оставить кого-л. в дураках κοροϊδεύω (или γελώ, ἐξαπατώ) κάποιον не оставить камня на камне δέν ἀφήνω λίθον ἐπί λίθου· Зто оставляет желать (много) лучшего αὐτό ἔχει ἀκόμα πολ-λες ἐλλείψεις· позвольте мне вас оставить ἐπιτρέψατε μου νά σᾶς ἀφήσω· оставь! ἄστο!, ἄφησέ το!, παράτα το!· оставим §то! ἀς τ' ἀφήσουμε αὐτό!, ἄς ἀλλἀ-, ξουμε θέμα! -
10 долг
-а (-у), προθτ. о долге, в долгу, πλθ. долги.1. καθήκον, χρέος, υποχρέωση•перед родиной το καθήκον προς την πατρίδα•
чувство -а συναίσθηση του καθήκοντος•
долг исполнить свой долг κάνω το καθήκον μου•
считаю своим -ом θεωρώ καθήκον μου•
нарушить свой -παραμελώ το καθήκον μου•
защита отечества священный долг η υπεράσπιση της πατρίδας είναι ιερό καθήκον•
человек -а άνθρωπος του καθήκοντος•
по -у службы εκτελώντας το υπηρεσιακό καθήκον.
2. οφειλή, χρέος•отдать долг δίνω πίσω το χρέος•
получать долг παίρνω το χρέος•
брать в -у χρεώνομαι, δανείζομαι•
погашать -ξοφλώ το χρέος•
сделать долг χρεώνομαι•
неотложные -и μικρά χρέη άμεσης εξόφλησης•
уплатить -и ή разделаться с -ами ξοφλώ τα χρέη.
εκφρ.первым -ом – στην πρώτη σειρά, πριν απ' όλα, πρώτα-πρώτα, πρώτο καθήκον•в -у – δανεικά• (быть) в -у у кого ή перед кем έχω υποχρέωση, είμαι υποχρεωμένος ίσε κάποιονί•войти ή влезть, залезть в -и – μπαίνω σε χρέη, χρεώνομαι•жить в долг – ζω με δανεικά•не ос-тоться в -у – θα το ξεπλερώσω, ό,τι μου έκανε θα του κάνω, θα πάθει•в -ах по уши ή по горло – είμαι χρεωμένος ως τ' αυτιά, ως τό λαιμό, είμαι πνιγμένος στά χρέη•отдать последний долг – πηγαίνω στην κηδεία, αποχαιρετώ το νεκρό, δίνω τον τελευταίο ασπασμό. -
11 забросить
-ошу, -осишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. заброшенный, βρ: -шен, -а, -оρ.σ.μ.1. ρίχνω, πετώ•забросить невод ρίχνω το δίχτυ.
|| κάμπτω, γέρνω•забросить голову назад ρίχνω πίσω (ανακάμπτω) το κεφάλι•
забросить одну ногу на другую βά-βάζω το πόδι απανωτά•
судьба его -ла далеко η τύχη τον έρριξε μακριά.
2. αφήνω, ξεχνώ•я -ил куда-то ключи, а теперь не найду άφησα κάπου τα κλειδιά και τώρα δεν τα βρίσκω.
3. εγκαταλείπω, παραμελώ•она совсем -ла детей αυτή εντελώς παραμέλησε τα παι,διά.
4. σταματώ, παύω να ασχολούμαι•забросить музыку παρατώ τη μουσική•
забросить чтение παρατώ το διάβασμα.
-
12 забыть
-буду, -будешь, προστκ. ;забуць, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. забытый, βρ: -быт, -а, -оρ.σ,1. λησμονώ, ξεχνώ•забыть номер телефона ξεχνώ τον αριθμό του τηλεφώνου•
-дем прошлое λήθη στο παρελθόν•
вы нас совсем -ли εσείς μας! ξεχάσατε τελείως.
2. παραμελώ, αφήνω χωρίς επίβλεψη.εκφρ.забыл дорогу куда – ξέχασα το δρόμο για κάπου (έπαυσα να μεταβαίνω κάπου)•забыл думать – έπαψα να σκέφτομαι (δε με ενδιαφέρει)•забыть чью ή какую хлеб-соль – ξεχνώ το καλό που μου έκανε (είμαι αγνώμονας)•не забыть – α) «кого» δεν ξεχνώ κάποιον (για αμοιβή)• β) «кому-чего» δεν ξεχνώ κάποιον, δεν συγχωρώ•себя не забыть – δεν ξεχνώ τον εαυτό μου (προκειμένου για κέρδος, όφελος)•что я -был? (там – κ.τ.τ.) τι δουλειά έχω εγώ εκεί; τι να κάνω εκεί;1. κοιμούμαι λιγάκι, με παίρνει λίγο ο ύπνος.2. ξεχνιέμαι, αφαιρούμαι.3. παραφέρομαι, εξοργίζομαι. || εκτρέπομαι, παρεκτρέπομαι, εκτραχηλίζομαι.4. λησμονώ, ξεχνώ. -
13 закинуть
ρ.σ.μ.1. ρίχνω, πετώ•закинуть невод ρίχνω το δίχτυ•
закинуть мячик на крышу πετώ το τόπι στη στέγη.
2. μτφ. φέρω σε δυσχερή θέρη•судьда -ла меня сюда η τύχη μ’ έρριξε εδώ•
-петлю ρίχνω θηλειά•
закинуть ногу на ногу ρίχνω το πόδι απανωτό•
высоко закинуть голову σηκώνω ψηλά το κεφάλι, τινάζω το κεφάλι επάνω•
закинуть голову назад γέρνω απότομα το κεφάλι πίσω•
бурей -ло корабль к неизвестным берегам η τρικυμία έρριξε το καράβι σε άγνωστες ακτές. закинуть дело παραμελώ υπόθεση.
εκφρ.закинуть словечко – α) πετώ μια λεξούλα (κάυω υπαινιγμό)• β) λέγω ένα καλό λόγο (συνηγορώ)•закинуть удочку – ψαρεύω, προσπαθώ να μάθω.1. ρίχνομαι, πετάγομαι, σκαλώνω, αγκιστρώνομαι.2. γέρνω πίσω.3. τρέχοντας πετάγομαι στην άκρη (για άλογο). -
14 запустить
-ущу, -устишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. запущенный, βρ: -щен, -а, -оρ.σ.μ.1. εκτοξεύω, εξαπολύω• εκσφενδονίζω• εξακοντίζω•запустить искусственного спутника εκτοξεύω τεχνητό δορυφόρο•
запустить камень εκσφενδονίζω πέτρα.
2. (για μηχανή) βάζω σε κύνηση, βάζω εμπρός.3. βυθίζω• μπήγω• χώνω μέσα.4. αφήνω• απολύω•запустить лошадей в луг απολύω τα άλογα στο λειβάδι.
εκφρ.запустить глаза, – ρίχνω τα μάτια, κοιτάζω•запустить руку ή лапу – απλώνω το χέρι, τους πλοκάμους (αρπάζω)•запустить словечко – α) πετώ μια λεξούλα, (κάνω υπαινιγμό)• β) λέγω έναν καλό λόγο (συνηγορώ)•запустить удочку – προσπαθώ να πληροφορηθώ (ψαρεύω).ρ.σ.μ.1. εγκαταλείπω, παραμελώ, παρατώ, αφήνω.2. δε δίνω την απαιτούμενη προσοχή ή σημασία•запустить болезнь αφήνω την αρρώστεια να χειροτερέψει•
запустить рану αφήνω την πληγή να μεγαλώσει.
3. σταματώ το άρμεγμα της αγελάδας πριν τη γέννα.4. αφήνω χέρσα τη γη. -
15 небрежничать
ρ.δ. παραμελώ, αδιαφορώ• εγκαταλείπω, παρατώ. || είμαι τσαπατσούλης. -
16 небречь
-регу, -режешь, -регут, παρλθ. χρ., небрг-регла, -лоρ.δ. παλ.1. περιφρονώ, υποτιμώ,2. αδιαφορώ, παραμελώ. -
17 простеречь
ρ.σ.μ.1. περιφρουρώ, φυλάγω, φρουρώ (για ένα χρον. διάστημα)•всё лето я -г стадо όλο το καλοκαίρι εγώ φύλαξα το κοπάδι.
2. παραμελώ, αμελώ τη φύλαξη•простеречь воров από δικιά μου παραμέληση μπήκαν οι κλέφτες.
-
18 просторожить
-жу, -жишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. простороженный, βρ: -жен, -жена, -жено; ρ.σ.1. φυλάγω (για ένα χρον. διάστημα)•я -ил всё лето сад φύλαξα το δεντρόκηπο όλο το καλοκαίρι.
2. παραμελώ τη φύλαξη•он -ил вора από παραμέληση δική του μπήκε ο κλέφτης.
-
19 шутить
шучу, шутишьρ.δ.1. αστειεύομαι, αστείζομαι, χωρατεύω, καλαμπουρίζω•он любить шутить αυτός αγαπά να κάνει αστεία•
шутить с детьми κάνω αστεία με τα παιδιά•
вы -ите или это серьёзно? αστεία μιλάτε ή σοβαρά;•
не верь ему, он всё -ит μη τον πιστεύεις, αυτός πάντοτε αστειεύεται.
2. κοροίδεύω, εμπαίζω, περιγελώ• χλευάζω.3. παραμελώ• αδιαφορώ•περιφρονώ• το παίρνω στ αστεία.εκφρ.шутки или шутку шутить – βλ. шутить•шутить с огнём – κάνω αστεία (παίζω) με τη φωτιά (που έχει επικίνδυνες συνέπειες)•чем чёрт не -ит! – ό,τι κι αν συμβεί, ό,τι και να γίνει, ο διάβολος να σκάσει•чем чёрт не -ит, я выиграю – ο διάβολος να σκάσει, εγώ θα κερδίσω•шутить над кем – κοροϊδεύω (χλευάζω) κάποιον.
См. также в других словарях:
παραμελώ — παραμελῶ, έω, ΝΑ 1. αμελώ, δεν φροντίζω για κάποιον ή για κάτι 2. παθ. παραμελοῡμαι, έομαι εγκαταλείπομαι από κάποιον («παραμελημένα παιδιά»). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἀμελῶ] … Dictionary of Greek
παραμελώ — παραμελώ, παραμέλησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
παραμελώ — παραμέλησα, παραμελήθηκα, παραμελημένος, αμελώ, παραλείπω, αδιαφορώ: Παραμελεί συχνά τη δουλειά του. – Είναι παιδί παραμελημένο, γι αυτό φέρεται παράξενα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παραμελῶ — παραμελέω disregard pres subj act 1st sg (attic epic doric) παραμελέω disregard pres ind act 1st sg (attic epic doric) παραμελέω disregard pres subj act 1st sg (attic epic doric) παραμελέω disregard pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραμέλω — παρά μέλω to be an object of care pres subj act 1st sg παρά μέλω to be an object of care pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατολιγωρώ — κατολιγωρῶ, έω (ΑΜ) αδιαφορώ για κάτι εντελώς, παραμελώ τελείως κάτι («κατολιγωρήσαντες δὲ τοῡ δικαίου», Λυσ.) αρχ. 1. είμαι αμελής 2. καταφρονώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὀλιγωρῶ «αδιαφορώ, παραμελώ»] … Dictionary of Greek
λείπω — (AM λείπω, Μ και λείβγω) 1. δεν υπάρχω, ελλείπω (α. «από το βιβλίο λείπουν τα πρώτα φύλλα» β. «λείπουσι δὲ [αἱ τρίχες] καὶ ῥέουσι κατὰ τὴν ἡλικίαν αἱ ἐκ τῆς κεφαλῆς καὶ μάλιστα καὶ πρῶται», Αριστοτ. γ. «λείπει μὲν οὐδ ἃ πρόσθεν εἴδομεν τὸ μὴ οὐ… … Dictionary of Greek
παραμέληση — η η ενέργεια τού παραμελώ, η έλλειψη φροντίδας ή ενδιαφέροντος για κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < παραμελώ. Η λ., στον λόγιο τ. παραμέλησις, μαρτυρείται από το 1851 στον Σπ. Αντωνιάδη] … Dictionary of Greek
παρεώ — άω / παρεῶ, άω, ΝΜΑ αφήνω κάτι να παρέλθει, παραβλέπω παραμελώ νεοελλ. ναυτ. α) (σχετικά με άγκυρα) αφήνω να ολισθήσει στη θάλασσα, κν. καλουμάρω β) (σχετικά με σχοινιά) χαλαρώνω, λασκάρω, μποσικάρω μσν. 1. εγκαταλείπω, αφήνω 2. επιτρέπω (μσν αρχ … Dictionary of Greek
περιορώ — άω, ΜΑ [ορώ] 1. βλέπω ολόγυρα, κοιτάζω εδώ κι εκεί 2. (με κατηγ. μτχ. ή με απρμφ. ή με αντικ. σε γεν. ή σε αιτ.) παραβλέπω, παραμελώ, ανέχομαι να... (α. «δεόμενοι μὴ σφᾱς περιορᾱν φθειρομένους», Θουκ. β. «περιιδόντας τοὺς Πέρσας ἐσελθεῑν», Ηρόδ.… … Dictionary of Greek
έξω — και όξω (AM ἔξω) επίρρ. 1. (με ρ. κινήσεως ή στάσεως) στο εξωτερικό μέρος ενός χώρου («πήγαινε έξω», «βγήκε έξω») 2. (το ρ. εξυπακούεται) δηλώνει αίτημα για αποπομπή («έξω οι βάσεις», «καὶ ὁ μὲν ἡγεῑτο λέγων ἔξω χριστιανούς», Λουκιαν. Αλ.) 3. (σε … Dictionary of Greek