-
101 подкладывать
подкладыватьнесов1. (подо что-л.) βάζω ἀπό κάτω, θέτω:\подкладывать поду́шку под голову βάζω τό μαξιλάρι κάτω ἀπό τό κεφάλι·2. (прибавлять) βάζω, ρίχνω, προσθέτω:\подкладывать дрова в печь ρίχνω λίγα καυσόξυλα στήν σόμπα· ◊ \подкладывать свинью кому́-л. разг κάνω βρωμοδουλειά σέ κάποιον, καταφέρνω μιά δουλειά σέ κάποιον. -
102 подливать
подливатьнесов χύνω, ρίχνω· ◊ \подливать масла в огонь ρίχνω (или χύνω) λάδι στή φωτιά. · -
103 приводить
приводитьнесов1. φέρ(ν)ω, ὁδηγώ:\приводить ребенка домой φέρνω τό παιδί στό σπίτι· \приводить обратно ἐπαναφέρω, φέρνω πίσω· \приводить κ чему́-л. ὁδηγώ σέ...·2. (факты, данные и т. п.) παραθέτω, προσάγω, φέρνω:\приводить доводы φέρνω ἐπιχειρήματα· \приводить доказательства παρουσιάζω ἀποδείξεις· \приводить в пример φέρνω σάν παράδειγμα, ἀναφέρω ὡς παράδειγμα·3. (в какое-л. состояние) βάζω, φέρνω / ρίχνω (повергать):\приводить в движение βάζω σέ κίνηση· \приводить в замешательство βάζω σέ ἀμηχανία, φέρνω σύγχυση· \приводить в восторг προκαλώ τό θαυμασμό[ν]· \приводить в бешенство, в ярость κά(μ)νω νά λυσσάξει, κάνω ἐξω φρένων· \приводить в отчаяние ρίχνω σέ ἀπελπισία· \приводить в чу́вство συνεφέρνω· \приводить в соответствие προσαρμόζω· \приводить в порядок а) βάζω σέ τάξη, τακτοπιώ, б) (уби·. рать) συγυρίζω· \приводить в беспорядок προκαλώ ἀκαταστασία· \приводить в негодность καθιστώ ἄχρηστο, κάνω ἄχρηστο· ◊ \приводить в исполнение θέτω σέ ἐφαρμογή, ἐκτελώ· \приводить приговор в исполнение ἐκτελώ ἀπόφαση· \приводить к концу́ φέρνω σέ πέρας, ἀποπερατώνὠ \приводить к присяге ὁρκίζω· \приводить к общему зна-мени́телю мат τρέπω ἐτερώνυμα κλάσματα σε ὁμώνυμα. -
104 ходить
ходитьнесов1. βαδίζω, περπατώ, πηγαίνω:не уметь \ходить δέν μπορώ νά περπατήσω· начать \ходить ἀρχίζω νά περπατώ· \ходить большими шагами βαδίζω μέ μεγάλα βήματα· \ходить взад и вперед πηγαινοέρχομαι· \ходить на лыжах κάνω σκί· \ходить в разведку πηγαίνω σέ ἀνίχνευση· \ходить на четвереньках ἀρκουδίζω, βαδίζω μέ τά τέσσαρα·2. (в чем-л.) φορώ:\ходить в шубе φορώ γούνα· \ходить босиком βαδίζω ξυπόλυτος· \ходить.в очках φορώ ματογιάλια· \ходить в шляпе φορώ καπέλλο· 3, (посещать) πηγαίνω, συχνάζω:\ходить в школу πηγαίνω (или φοιτώ) στό σχολείο· \ходить в театр πηγαίνω στό θέατρο· \ходить по музеям συχνάζω στά μουσεία· \ходить по врачам γυρίζω στους γιατρούς· \ходить в гости πηγαίνω σέ ἐπίσκεψη, ἐπισκέπτομαι· \ходить на лекции πηγαίνω στίς παραδόσεις·4. (о поездах, пароходах и т. п.) πηγαίνω, κυκλοφορώ·6. (о часах) πηγαίνω:часы ходят верно то ро-λογι πηγαίνει καλά· мой часы не ходят τό ρολόγι μου σταμάτησε· в. (в игре) κινώ/ карт. ρίχνω:\ходить пешкой κινώ τό πιόνι· \ходить с козыря ρίχνω ἀτού· вам \ходить εἶναι ἡ σειρά σας (στό παιγνίδι)·7. (заботиться, ухаживать) разг περιποιούμαι, ἐπιμελοῦμαι:\ходить за больным περιποιούμαι τόν ἀσθενή, κυττάζω τόν ἄρρωστο· \ходить за ребенком περιποιοῦμαι τό μωρό· \ходить за лошадью περιποιοῦμαι τό ϋλογο·8. (о деньгах) κυκλοφορώ· ◊ \ходить на медведя πηγαίνω στό κυνήγι ἀρκούδα· ходят слу́-хи... διαδίδεται..., κυκλοφορεί ἡ φήμη (ότι)...· \ходить гоголем разг κορδώνομαι, περ(ι)πατῶ κορδωμένος· \ходить вокру́г да около στριφογυρίζω, κλωθογυρίζω· \ходить по́ миру (просить милостыню) ζητιανεύω, ψωμοζητώ, ἐπαιτώ· \ходить по рукам κυκλοφορώ ἀπό χέρι σέ χέρι· \ходить на задних лапках перед кем-л. στέκομαι σούζα μπροστά σέ κάποιον. -
105 швырять
швырятьнесов ρίχνω, πετώ:\швырять дрова πετώ τα ξύλα· \швырять камнями ρίχνω πέτρες-◊ \швырять деньги (деньгами) σπαταλώ τά χρήματα. -
106 якорь
якор||ьм мор. ἡ ἄγκυρα:бросать \якорь ἀγκυροβολώ, ρίχνω ἄγκυρα· поднимать \якорь σηκώνω ἄγκυρα· сниматься с \якорья σαλ-πάρω· становиться на \якорь ρίχνω ἄγκυρα· стоять на \якорье εἶμαι ἀγκυροβολημένος· ◊ \якорь спасения ἡ σανίδα σωτηρίας. -
107 вбросить
вброшу, вбросишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. вброшенный, βρ: -шен, -а, -о ρ.σ.μ.ρίχνω μέσα•поспешно вбросить бель в комод βιαστικά ρίχνω τα ρούχα στον κομό.
-
108 ввергнуть
-ну, -нешь, παρλθ. χρ. вверг, -ла, -ло κ. παλ. ввергнул, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ввергнутый, βρ: -нут, -а, -о и. παλ. вверженный, βρ: -жен, -а, -о ρ.σ.μ.ρίχνω, πετώ μέσα•ввергнуть в темницу ρίχνω στη σκοτεινή φυλακή, στο μπουντρούμι.
πέφτω με δύναμη, εισβάλλω• βυθίζομαι. -
109 взвалить
взвалю, взвалишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. взваленный, βρ: -лен, -а, -о, ρ.σ.μ.1. ρίχνω, πετώ επάνω, φορτώνω•взвалить мешок на спинку ρίχνω το τσουβάλι στη ράχη.
2. αναθέτω, επιφορτίζω•на меня -ли зту работу σε μένα τη φόρτωσαν αυτή τη δουλιά.
3. αποδίδω, επιρρίπτω•взвалить обвинение αποδίδω κατηγορία•
она -ла на себя вину αυτή πήρε επάνω της την ενοχή.
ρίχνομαι, πέφτω επάνω. -
110 вкидать
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. вкиданный, βρ: -дан, -а, -о(απλ.) ρίχνω μέσα•вкидать сено в сарай ρίχνω χόρτο στον αχυρώνα.
-
111 вкинуть
ρ.σ.μ.ρίχνω μέσα•вкинуть мяч в сетку ρίχνω τη μπάλα στο δίχτυ.
-
112 влить
волью, вольешь, παρλθ. χρ. влил, -ла, -ло, προστκ. влей, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. влитый, βρ: влит, -а, -о, ρ.σ.μ.1. χύνω μέσα, εγχύνω, εγχέω•влить лекарство в стакан χύνω φάρμακο στο ποτήρι•
влить воду в бочку χύνω νερό στο βαρέλι-.
2. μτφ. γεμίζω, πληρώ, φέρνω, δίνω•приятное известие -ло ему бодрость η ευχάριστη είδηση του ‘δοσε ζωντάνια.
3. ρίχνω, εφοδιάζω, ενισχύω•влить новые кадры в промышленность ρίχνω νέα στελέχη στη βιομηχανία.
1. χύνομαι, ρέω μέσα. || μτφ. πληρούμαι, γεμίζω•в меня -лась бодрость μέσα μου πλημμύρησα ζωντάνια.
2. προστίθεμαι, έρχομαι, ενώνομαι•-лись новые подкрепления ήρθαν καινούργιες ενισχύσεις.
-
113 впустить
впущу, впустишь, παθ’. μτχ. παρλθ. χρ. впущенный, βρ: -щен, -а, -о ρ.σ.μ.1. επιτρέπω την είσοδο•впустить публику в зал αφήνω•
то κοινό να μπει στην αίθουσα.
|| χύνω, ρίχνω•-капли в нос ρίχνω σταγόνες στη μύτη.
2. κεντρίζω, μπήγω, χώνω•впустить жало μπήγω το κεντρί.
-
114 вскинуть
-ну, -нешьρ.σ.μ.αναρρίπτω, ρίχνω, πετώ προς τα πάνω•вскинуть мешок на плечи ρίχνω το τσουβάλι στους ώμους.
|| μτφ. ανασηκώνω, ορθώνω γρήγορα•вскинуть голову ανασηκώνω απότομα το κεφάλι•
вскинуть глаза ανασηκώνω γρήγορα τα μάτια.
1. ανεβαίνω γρήγορα, πετάγομαι επάνω.2. μτφ. επιτίθεμαι με βρισιές, κατηγορίες κ.τ.τ. старуха -лась на мужа за разбитый стакан η γρια ρίχτηκε•це βρισιές στον άντρα της, γιατί έσπασε το ποτήρι.
-
115 выкидать
ρ.σ.μ. ρίχνω, πετώ έξω•вещи через окно ρίχνω έξω τα πράγματα από το παράθυρο.
-
116 выметать
выметать 1-ечу, -ечешьρ.σ.μ.1. ρίχνω•-невод ρίχνω την τράτα.
2. (για ψάρια) γεννώ, αφήνω το γόνο.3. αναδίδω, αναφύω, πετώ(βλαστούς, στάχυα κ.τ.τ.).1. αναφύομαι, βλασταίνω.2. (για ψάρια) αποθέτω το γόνο.выметать 2-аю, -аешьρ.σ.μ.ράβω, φτιάχνω•выметать петли φτιάχνω κουμπότρυπες.
1. ράβομαι.2. φεύγω, το στρίβω. -
117 выстрелять
ρ.σ.1. ρίχνω, ξοδεύω, καταναλώνω•выстрелять все патроны ρίχνω όλα τα φυσίγγια.
2. (κυνηγ.) κατασκοτώνω, καταφονεύω, εξολοθρεύω, ξεκάνω. -
118 добросить
-ошу, -осишьρ.σ.μ.ρίχνω, πετώ ως•добросить мяч до черты ρίχνω το τόπι ως τη γραμμή (όριο).
-
119 дострелять
ρ.σ.μ.1. τελειώνω τη βολή. || κατατρυπώ με., τα βέλη ή τις σφαίρες.2. ρίχνω όλα τα πυρομαχικά•дострелять все патроны ρίχνω όλα τα φυσίγγια.
-
120 дошвырнуть
ρ.σ.μ.(απλ.) ρίχνω, εκτοξεύω, πετώ ως•дошвырнуть камень до воды ρίχνω την πέτρα ιος το νερό.
См. также в других словарях:
ρίχνω — ρίχνω, έριξα βλ. πίν. 29 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ρίχνω — ῥίπτω, ΝΜΑ, και ρίχτω και ρήχνω Ν 1. πετώ κάτι μακριά, τό ωθώ με δύναμη ώστε να πάει μακριά (α. «τού ριξα μια πέτρα») β. «ῥίπτω το ἀπὸ τοῡ σκουτελίου», Πρόδρ. γ. «ὠή, ῥίψω πέτραν τάχα σου», Ευρ. δ. «σφαῑραν ἔπειτ ἔρριψε μετ ἀμφίπολον βασίλεια»,… … Dictionary of Greek
ρίχνω — έριξα, ρίχτηκα, ριγμένος 1. κάνω κάτι να πέσει: Έριξε από το δέντρο κάμποσα μήλα. 2. ανατρέπω, γκρεμίζω: Το ριξαν το σπίτι και χτίζουν πολυκατοικία. 3. πετώ, εκσφενδονίζω: Οι διαδηλωτές έριχναν τούβλα στους αστυφύλακες. 4. πυροβολώ: Του ριξε και… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κανονιοβολώ — ρίχνω βλήματα με πυροβόλο όπλο, ρίχνω κανονιές. [ΕΤΥΜΟΛ. Κανονι ο βολώ αντί τού αναμενομένου κανον ο βολώ < κανόνι (I) + βολώ (< βόλος < βάλλω), πρβλ. πετροβολώ, πυρο βολώ. Τελικά επεκράτησε ο τ. κανονιο ως α συνθετικό] … Dictionary of Greek
διπλοθεμελιώνω — ρίχνω διπλά θεμέλια, θεμελιώνω πολύ γερά … Dictionary of Greek
εκσφενδονίζω — ρίχνω μακριά με ορμή σαν να κρατώ σφενδόνα … Dictionary of Greek
κερματοβολώ — ρίχνω με παλαιού τύπου πυροβόλο πλοίου κερματοδέσμη* ή κερματοθήκη*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέρμα, τος + βολῶ (< βόλος < βόλος < βάλλω), πρβλ. λιθο βολώ, πυρο βολώ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. titer amitrailles. Η λ. μαρτυρείται από… … Dictionary of Greek
κρυφορίχνω — ρίχνω κάτι κρυφά … Dictionary of Greek
λοξοβάλλω — ρίχνω κάτι λοξά. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. λοξά + βάλλω] … Dictionary of Greek
αναβάλλω — (Α ἀναβάλλω) 1. ενεργ. μεταθέτω τον χρόνο εκτελέσεως κάποιου πράγματος σε μελλοντικό χρόνο, δεν τό εκτελώ αμέσως, τό αφήνω για αργότερα 2. παθ. ορίζομαι για αργότερα νεοελλ. 1. κάνω λόγο για κάποιον ή κάτι, αναφέρω 2. μιλώ δυσφημιστικά για… … Dictionary of Greek
βάλλω — (AM βάλλω) 1. ρίχνω, εκσφενδονίζω («ὁ ἀναμάρτητος πρῶτος τὸν λίθον βαλέτω») 2. βάλλομαι δέχομαι βολές, εχθρικά πυρά 3. τοποθετώ, βάζω 4. φρ. «βάλλω φωνή(ν)» φωνάζω, κραυγάζω αρχ. μσν. «βάλλω είς voῡv», «...κατά νοῡν», «...εἰς λογισμόν» βάζω στον… … Dictionary of Greek