-
1 ρήτορας
-
2 ῥήτορας
-
3 ρήτορας
[-ωρ (-ορός)] ο оратор -
4 ρήτορας
[риторас] ουσ. а. оратор.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ρήτορας
-
5 ρήτορας
[риторас] ουσ α оратор. -
6 ρήτορας
konuşmacı, hatip -
7 ρήτορας
orateur -
8 orateur
ρήτορας -
9 hatip
ρήτορας, αγορητής -
10 оратор
-
11 προς-παίζω
προς-παίζω (s. παίζω), mit Einem spielen, auf Einen anspielen, τινί, Lob. Phryn. p. 463; τοῖς ἀνϑρώποις, Plat. Euthyd. 278 b; ἐν λόγοις, Phaedr. 2624; προςεπαισάτην, Ggstz von ἐσπουδασάτην, Euthyd. 283 b; übh. scherzen mit Einem, τινί, Rufin. 38 (V, 28); ἀλλήλοις, Pol. 8, 29, 4; πρὸς τὸν καιρόν, 10, 4, 8; auch verspotten, τινά, z. B. τοὺς ῥήτορας, Plat. Menex. 235 c; Euthyd. 285 a schwankt die Lesart; Phaedr. 265 c, προςεπαίσαμεν μετρίως τε καὶ εὐφήμως τὸν Ἔρωτα, ist es mehr »schmeicheln, huldigen«; ϑεούς, Epinom. 980 b, die Götter durch ein ihnen zu Ehren gesungenes Lied feiern; – τινί, Luc. Demon. 21; Plut. Caes. 63; – προςέπαιζεν αὐτῷ λέγων, Xen. Mem. 3, 1, 4.
-
12 παρα-σκευάζω
παρα-σκευάζω, zurecht oder fertig machen, zubereiten; δεῖπνον, Her. 9, 82; τοῦτο τὸ δεῖπνον παρασκευάζεται, 9, 110; ὀϑόνια, κηρωτὴν παρασκευάζετε, Ar. Ach. 1176; στρατείαν, Thuc. 4, 74; νηῒ οἶνον καὶ ἄλφιτα, 3, 49, wie σιτία τινί, Plat. Rep. II, 369 e; δαψιλῆ τἀναγκαῖα σφίσι, Pol. 1, 18, 5; Sp; – bereiten, verursachen, εὐδαιμονίαν, Plat. Conv. 188 d, δόξαν, Rep. II, 361 a, εὐμάρειαν, Legg. V, 738 d; neben μηχανάομαι, Antiph. 1, 28; τινὰ εὐσεβέστερον, Xen. Mem. 4, 3, 17; τοὺς πολιορκουμένους εὐϑαρσεῖς, Pol. 1, 46, 13. – Med. sich zurecht machen, sich rüsten, vorbereiten, ϑεοὺς προςειπεῖν εὖ παρασκευάζομαι, Aesch. Ag. 344; u. so c. inf., Ar. Nubb. 607 Her. 1, 71 Thuc. 3, 110 u. A.; u. mit hinzutretendem ὥςτε, Eur. Herc. Fur. 1241; παρεσκευασμένος ξὺν τῷδε ϑαλλῷ καὶ στέφει προςίξομαι, Aesch. Choeph. 1034, versehen damit, vgl. Ag. 1396; παρεσκευάζετο ὅπλα ἐς τὰς γεφύρας, Her. 7, 25, vgl. 3, 150; ἐς ναυμαχίην, 9, 96. 99; ὡς εἰς μάχην, Xen. An. 1, 8, 1; πρός τι, Thuc. 3, 69, wie Pol. πρὸς τὸ μέλλον, 4, 61, 4; mit ὡς u. part. fut., παρεσκευάζετο ὡς ἐλῶν ἐπὶ τὸν Ἀπρίην, er rüstete sich, schickte sich an gegen den Ap. zu ziehen, Her. 2, 162. 5, 34. 7, 218. 9, 122; Thuc. 4, 8; παρεσκευάζετο ὡς ἀπιοῦσα, Xen. Cyr. 1, 3, 13; auch ohne ὡς, Thuc. 6, 54; Xen. Hell. 4, 1, 41; der auch ἀκινάκην παρεσκευασμένος vrbdt, Cyr. 7, 3, 14; mit folgendem ὅπως ἔσονται, Plat. Gorg. 503 a, wie Thuc. 2, 99; vgl. auch αὑτὸν παρασκευάζειν ὡς ἔσται βέλτιστος, Plat. Apol. 39 d; u. absolut, νῦν δ', ὥςπερ παρεσκεύασαι πορεύου εἰς ἀγρόν, Crat. 440 e; ἐπειδὴ αὐτοῖς παρεσκεύαστο, Thuc. 1, 46; vgl. παρεσκευάδατο τοῖς Ἕλλησι, Her. 9, 100; τούτῳ ἄριστα παρεσκεύασται ζῆν, Plat. Menex. 248 a; – παρασκευασάμενοι ῥήτορας, anstiftend, Is. 1, 7. – Bei Dem. 27, 2 entspricht sich παρασκευάσασϑαι δυναμένους und λέγειν ἱκανούς, auf die mancherlei Machinationen gehend; vgl. αὐτὸς μάρτυρας ψευδεῖς παρεσκεύασται, 29, 27.
-
13 κατα-βροντάω
κατα-βροντάω, an-, niederdonnern, betäuben, Sp.; häufig übertr. von Rednern, z. B. Demosthenes, καταβροντᾷ καὶ καταφλέγει τοὺς ἀπ' αἰῶνος ῥήτορας Long. 34, 4.
-
14 οἰκεῖος
οἰκεῖος, ion. οἰκήϊος, auch 2 Endgn, 1) häuslich, zum Hause, zur Familie gehörig, verwandt; σταϑμοῖς ἐν οἰκείοισι, Aesch. Prom. 396; χεῖρας κρεῶν πλήϑοντες οἰκείας βορᾶς, Ag. 1193, = τῶν οἰκείων, der Verwandten; οἰκεῖα πάϑη, Soph. Ai. 253; οἰκείας εἰς ἄτας ἐμπίπτεις, El. 208; πένϑος οἰκεῖον, um den Sohn, Ant. 1234; οἰκεία χϑών, das Vaterland, 1188; ἄνδρα οἰκήϊον, einen Verwandten, Her. 1, 108; den συγγενεῖς entsprechend, 3, 119; τετελεύτηκε ὑπὸ τῶν ἑωυτοῦ οἰκηϊωτάτων, von den nächsten Verwandten, 3, 65. 5, 5; κατὰ τὸ οἰκεῖον, nach der Verwandtschaft, Thuc. 1, 9; τινί, Plat. oft, der es mit φίλος vrbdt, u. Euthyphr. 4 b εἴτε ἀλλότριος εἴτε οἰκεῖος gegenüberstellt, wie Rep. V, 463 b; τὸ μὲν οἰκεῖον καὶ συγγενές, ib. 470 b; καὶ γνώριμοι, II, 376 b; οὓς ἂν ἡγήσαιτο οἰκειοτάτους τε καὶ ἑταιροτάτους, Phaed. 89 d; ὁ τούτων οἰκεῖος u. ἡμῖν οἰ. κειότατος ἦν Is. 1, 28, s. auch zu Ende; – befreundet, οὐδὲν οἰκεῖον, πάντα δὲ ἡγοῠνται πολέμια, Pol. 4, 3, 1, öfter. – 2) in Beziehung auf den Besitz, eigen, eigenthümlich; τὸ οἰκεῖον πιέζει πάνϑ' ὅμως, Pind. N. 1, 53; παρ' οἰκείαις ἀρούραις, Ol. 12, 21, οἰκεῖον ἢ 'ξ ἄλλου τινός, Soph. O. R. 1162, πότερα πατρῴας ἢ πρὸς οἰ. κείας χερὸς ὄλωλεν, oder von eigener Hand, Ant. 1161; οὐ τὰ τῶν Ἰώνων πάϑεα, ἀλλὰ τὰ οἰκήϊα, Her. 1, 153; ὡς οἰκείας αὐτῷ ταύτης οὔσης τῆς ἐπιστήμης, Plat. Polit. 266 e; τὴν οἰκείαν λιπόντες φύσιν, Soph. 264 e; τῶν οἰκείων χρημάτων ἐπιμελούμενοι, Legg. IX, 627 d; Ggstz τὰ τῆς πόλεως, Apol. 23 b; νομίσῃ τε μηδεὶς ἀλλοτρίας γῆς πέρι οἰκεῖον κίνδυνον ἕξειν, Thuc. 3, 13; auch im Ggstz von κοινός u. πολιτικός, den Privatmann betreffend, Her. 1, 45. 5, 47, Thuc. u. A.; οὐδὲν ἐμοὶ πρὸς τούτους οἰκεῖον οὐδὲ κοινὸν γέγονεν, Dem. 19, 236; πρὸς τοὺς οἰκείους πο-λέμους οἰκείᾳ χρῆσϑαι δυνάμει, 13, 7. – 3) wozu geeignet, geschickt; οὔτε οἶδε καλὸν οὐδὲν οὐδ' οἰκήϊον, Her. 3, 81, noch was sich schickt; vgl. Plut. Symp. 8, 4, 3, τοὺς ῥήτορας ἐάσομεν περαίνειν τὸ οἰκεῖον, das ihnen Eigenthümliche, ihre Pflicht; οἰκείαν τιμὴν τῷ ἡβῶντι, Plat. Rep. V, 468 d; οἰκειοτάτη γοῠν διάλεκτος αὕτη αὐτοῖς, Theaet. 183 b; λόγους οἰκείους καὶ ἀναγκαίους τῇ γραφῇ ποιεῖν, Dem. 18, 59; adv., εἰ μέλλει οἰκείως λέγεσϑαι, Plat. Rep. III, 397 c; οἰκειότερος καιρός, passendere Gelegenheit, Pol. 3, 8, 9; auch πρός τι, 5, 105, 1; auch geneigt wozu, λίαν οἰκείους ὄντας τῶν τοιούτων ἐγχειρημάτων, 4, 57, 4; πάντα ἦν οἰκεῖα τῆς μεταβολῆς, 14, 9, 5, oft; dah. οἰκείως διακεῖσϑαι πρός τι, zu Etwas geneigt sein, 13, 1, 2, wie οἰκειότατα ἔχειν πρός τι, 5, 106, 4; aber οἰκειότατα χρῆσϑαί τινι ist = sehr vertraut mit Einem umgehen, Is. 6, 1; u. so οἰκείως ἔχειν πρός τινα, in freundschaftlichem Verhältnisse zu Einem stehen, Thuc. 6, 57, wie Xen. Mem. 2, 7, 9 vrbdt φιλικώτερον καὶ οἰκειότερον ἀλλήλοις ἕξετε; – οἰκειοτέρως ἔχειν, Ath. V, 177 e.
-
15 ἀπο-σοβέω
ἀπο-σοβέω, 1) wegscheuchen, verjagen, ῥήτορας, γέλων, Ar. Equ. 60 Ran. 45; Xen. Cyr. 2, 4, 23; abhalten, τὶ ἀπό τινος de re equ. 5, 6; τινά τινος Plut. ed. lib. 14; pass. ἀποσοβηϑῆναι ταῖς διανοίαις, eingeschüchtert werden, Pol. 30, 5. – 2) intr., sich schnell davon machen, Ar. Vesp. 460 u. öfter; ἐς τὸ ἄστυ Luc. Navig. 7.
-
16 ἀπο-δείκνυμι
ἀπο-δείκνυμι (s. δείκνυμι), 1) vorzeigen, aufweisen, λόγον, die Rechnung, Her. 7, 119; μαρτύρια 5, 45; παῖδας πολλούς 1, 136; vgl. Plat. Legg. VI, 783 d; Sp., z. B. νεὼς ἀποδέδεικται, ist fertig erbaut, Luc. Tox. 5; ἐνέχυρον, χρήματα, um sie zu übergeben, Her. 2, 136. 8, 36; vgl. B. A. 419, wo es παρέδωκα erklärt ist; Xen. An. 5, 8, 7; τέμενός τινι, βωμόν, weihen, Her. 5, 89. 7, 178; ϑέατρον, einweihen, Plut. Luc. 29. – 2) mit doppeltem acc., als etwas vorzeigen, wozu machen, ὑγιέα μιν ἐόντα ἀπέδεξε Her. 3, 130; τὸ μαντήϊον ψευδόμενον 2, 133; τινὰ μοχϑηρόν Ar. Ran. 1011; ἀγριώτερα Plat. Gorg. 516 b; παῖδας βελτίους Xen. Cyr. 1, 2, 5; μαϑητὰς μιμητάς Mem. 1, 6, 3; τὰ ἐπιτήδεια ἔχοντας τοὺς στρατιώτας Cyr. 1, 6, 18; ἐλπίδας κενάς Pol. 6. 58, vereiteln; ζηλωτὸν τὸν πατέρα Luc. Somn. 8; Κλεομένεα στρατηγὸν τῆς στρατιῆς ἀποδέξαντες Her. 5, 64; öfter βασιλέα, μυριάρχας u. ä.; pass., Δαρεῖος βασιλεὺς ἀπεδέδεκτο 3, 88; öfter bei Xen. u. Folgdn, wo eigtl. der Begriff, den Erwählten, Ernannten öffentlich als solchen vorstellen, zum Grunde liegt; νόμους, öffentlich bekannt machen, Hell. 2, 3, 8. – 3) erklären, beweisen, mit Gründen klar machen, mit folgdm ὡς Plat. Rep. V, 472 d; öfter ὅτι; auch partic., τοὺς ῥήτορας νοῦν ἔχοντας Gorg. 466 e; vgl. 454 a; Xen. Mem. 3, 6, 8; pass., τοῦτο ὀρϑῶς ἀπεδείχϑη Plat. Prot. 359 d; vgl. ἀλκιμωτάτους αὐτοὺς ἀπεδείκνυε, τεκμήρια παρεχόμενος Xen. Hell. 7, 1, 12; τινὰ ξένον, beweisen, daß einer ein Ausländer ist, Ar.; vgl. Eur. Ion. 879. – 4) Med., γνώμην, seine Ansicht auseinander setzen, Her. 4, 97 u. öfter; Thuc. 1, 87; Lys. 12, 7; auch allein, Xen. An, 5, 2, 9; ἔργα, ein Werk vollbringen, Her. 2, 36 u. öfter; Plat. Alc. I, 119 e; χώματα, στρατηΐην, Her. 1, 184. 2, 111 u. ä.; ἀρετὰς μεγάλας Pind. N. 6, 49; στάσιν Aesch. Prom. 1089; Sp.
-
17 ἐκ-κροτέω
ἐκ-κροτέω, herausschlagen; ὅπλα τῶν χειρῶν Ios.; ῥήτορας, = ausbilden, B. A. 39.
-
18 ἐν-ίημι
ἐν-ίημι (s. ἵημι), hineinsenden, -schicken, -lassen, -werfen; πῠρ νηυσίν Il. 12, 441, wie Eur. Troad. 1262; εἰς τὰ ἱρά Her. 8, 32; φάρμακον οἴνῳ Od. 4, 233, vgl. Theocr. 11, 66; ἰόν τινι Ap. Rh. 4, 1508; ἐνίησί τι τὰ φαλάγγια κατὰ τὸ δῆγμα Xen. Hem. 1, 3, 12; ἄλλους δ' ὀτρύνοντες ἐνήσομεν, werden wir in den Kampf senden, Il. 14, 131; ἄλλην ἐνίησι πατήρ, eine andere Taube sendet er (in die Reihe der anderen), Od. 12, 65; μένος τινί, Muth einflößen, Il. 17, 156. 19, 37; so öfter übertr., von Gemüthsstimmungen, τοῖσιν κότον ἐνήσεις 16, 449; ἐνεὶς ἐλαφρὰν λύσσαν Eur. Bacch. 849; u. umgekehrt, νῠν μιν πολὺ μᾶλλον ἀγηνορίῃσιν ἐνῆκας, du hast ihn viel weiter in den Hochmuth hineingebracht, hast ihn viel hochmüthiger gemacht, Il. 9, 700, wie ἥδε δ' ὁδὸς καὶ μᾶλλον ὁμοφροσύνῃσιν ἐνήσει, wird uns noch einträchtiger machen, Od. 15, 198, u. noch anschaulicher τὸν ἐνέηκε πόνοις, er stürzte ihn in Drangsale, Il. 10, 89; mit Weglassung des accus., ἐνήσομεν εὐρέϊ πόντῳ, sc. νῆα, wollen das Schiff ins Meer lassen, wollen in See stechen, Od. 12, 293. – Auch in Prosa, ἐνιέντες ἀργύριον Plat. Rep. VIII, 555 e; πῠρ ἐς τὰς πόλις Her. 8, 32; Thuc. 4, 115. 6, 29; τὰ ὑποζύγια εἰς τὸν ποταμόν Pol. 5, 48, 7; τὰς διαβολάς, anstiften, 28, 4, 10, wie ῥήτορας ἐνιέντες Thuc. 6, 29. – Vom Klystier, Medic. – Scheinbar intr., ἐνίει Xen. Cyr. 7, 1, 29, sc. ἑαυτόν, eindringen. – D. Sic. 17, 106 σαλπίγγων ἐνιεμένων, als in die Trompete gestoßen wurde.
-
19 ὑπο-κρούω
ὑπο-κρούω (s. κρούω), von unten od. leise klopfen, daran schlagen, auch wie ὑποκρέκω, von Saiteninstrumenten, die Saiten anschlagen, auch den Takt dazu schlagen, Plut. Dem. 20; dah. andeuten, sagen, Ar. Plut. 548, von Poll. νουϑετῆσαι erkl., 9, 139; übrtr., in die Rede fallen, Alexis in B. A. 115, wo es ἐμποδίσαι erkl. wird, Aesch. 1, 35 im Gesetz; unterbrechen, Plat. Eryx. 395 e; λόγον Pol.; dah. antworten, widersprechen, βοᾶν, ὑποκρούειν, λοιδορεῖν τοὺς ῥήτορας Ar. Ach. 38, Schol. ἀντιλέγειν, ἐπὶ τῶν ϑορυβούντων λέγεται; τινί, Plut. u. a. Sp.; s. Phryn. in B. A. 68; Pol. 1, 7, 4,3; – entunzüchtigen Sinne, wie κρούω, vom Beischlafe, Ar. Eccl. 256. 618.
-
20 ενιημι
(fut. ἐνήσω, aor. ἐνῆκα - эп. ἐνέηκα) (куда-л.)1) посылать(ἄλλην πέλειαν Hom.; ἄλλους ῥητορας Thuc.)
ἄλλους ὀτρύνοντες ἐνήσομεν Her. — мы убедим других идти (в бой)2) вводить, вгонять(τὰ ὑποζύγια εἰς τὸν ποταμόν Polyb.)
3) спускать(πόντῳ, sc. νῆα Hom.)
4) опускать(τέν κλεψύδραν εἰς τὸ ὕδωρ Arst.)
5) впускатьἐνίησί τι τὰ φαλάγγια κατὰ τὸ δῆγμα Xen. — жаля, пауки впускают что-то;
ἐνιέντες ἀργύριον τιτρώσκοντες Plat. — (о ростовщиках) причиняя раны своими денежными ссудами6) вливать (sc. φάρμακον οἴνῳ Hom.; τάμισον δριμεῖαν Theocr.)7) обрушивать, бросать(πῦρ νηυσίν Hom., ἐς τὰ ἱρά Her., τῇ πόλει Plut.)
ἐ. τὰς διαβολάς Polyb. — распространять клевету8) насылать, внушать(μένος τινί Hom.; λύσσαν Eur.)
9) трубить10) ввергать, погружать(τινὰ πόνοις Hom.)
ἀγηνορίῃσιν ἐ. τινά Hom. — заставить кого-л. возгордиться11) (sc. ἑαυτόν) устремляться, бросатьсяἐνίει οὐδὲν φειδόμενος τῶν ἵππων Xen. — он помчался вперед, не жалея лошадей
12) ослаблять, убавлять(τὰ μὲν ἐ., τὰ δὲ ἐντείνειν Plut.)
См. также в других словарях:
ρήτορας — ο 1. αυτός που έχει το χάρισμα να μιλά καλά: Όλοι έλεγαν πως ο δικηγόρος αυτός ήταν σπουδαίος ρήτορας. 2. αυτός που μιλά σε δημόσιο χώρο: Ο ρήτορας μίλησε στην πλατεία της πόλης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ρήτορας — ο / ῥήτωρ, ορος, ΝΜΑ, θηλ. ρήτωρ, Ν 1. αυτός που αγορεύει δημόσια 2. αυτός που αγορεύει με ευφράδεια, με ευγλωττία 3. στον πληθ. οι ρήτορες οι πολιτευτές που αγόρευαν στην εκκλησία τού δήμου κατά την αρχαιότητα 4. φρ. «οι δέκα ρήτορες» οι δέκα… … Dictionary of Greek
ῥήτορας — ῥήτωρ public speaker masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ποτάμων — Ρήτορας από τη Λέσβο, γιος του φιλόσοφου Λεσβώνακτα, που γεννήθηκε στα μέσα του 1ου αι. π.Χ. Xρημάτισε δάσκαλος του νεαρού Τιβέριου, όταν αυτός πήγε με πρεσβεία στη Ρώμη. Γύρισε, μετά από το 15 μ.Χ., στην πατρίδα του όπου και πέθανε. Του… … Dictionary of Greek
Αισχίνης — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αθηναίος ρήτορας και πολιτικός (Αθήνα 389 – Ρόδος 314; π.Χ.). Καταγόταν από άσημη οικογένεια, άσκησε διάφορα επαγγέλματα, δοκίμασε τις δυνάμεις του και ως ηθοποιός και κατέλαβε μια ασήμαντη δημόσια θέση. Για την… … Dictionary of Greek
αγοραίος — αία, αίο (Α ἀγοραῑος, αῑον και ος, α, ον) [ἀγορά] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην αγορά 2. κοινός, πρόστυχος, χυδαίος νεοελλ. (για αυτοκίνητα) το ουδ. ως ουσ. το αγοραίο αυτό που μισθώνεται για τη μεταφορά ανθρώπων ή εμπορευμάτων με… … Dictionary of Greek
ανακοίνωση — Κοινοποίηση, γνωστοποίηση, αναγγελία, επίσημη μετάδοση πληροφορίας. Στη ρητορική, α. αποκαλείται ένα σχήμα με το οποίο ο ρήτορας προσποιείται ότι ζητάει τη συμβουλή των ακροατών του, του αντιδίκου ή των δικαστών (στο δικαστήριο). Αυτό γίνεται… … Dictionary of Greek
ανθυποφορά — Ρητορικό σχήμα κατά το οποίο ο ρήτορας κάνει ερωτήσεις, προβάλλει απορίες κλπ., που κατά τη γνώμη του έχουν οι ακροατές του και απαντά αμέσως ο ίδιος σε αυτές. Παράδειγμα α. αποτελούν οι γνωστοί δημοτικοί στίχοι: «Τι είν’ ο αχός π’ ακούγεται κι… … Dictionary of Greek
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek
Δημοσθένης — I (Αθήνα 384 – Καλαυρία 322 π.Χ.). Αθηναίος πολιτικός και ρήτορας. Προερχόταν από εύπορη οικογένεια. Έμεινε ορφανός από πατέρα σε ηλικία επτά ετών. Οι καταχρήσεις των κληρονόμων του πατέρα του τον ανάγκασαν σε νεαρή ηλικία να αγωνιστεί δικαστικά… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… … Dictionary of Greek