Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ὑποκρέκω

См. также в других словарях:

  • υποκρέκω — ΜΑ μτφ. εναρμονίζομαι, προσαρμόζομαι αρχ. 1. (μτβ.) (σχετικά με μουσικό όργανο) κρούω ήρεμα τη χορδή 2. (αμτβ.) (για έγχορδο όργανο) βγάζω χαμηλό ήχο 3. (κατά τον Ησύχ.) «ὑποκρέκειν ἐπὶ τῶν ἵππων πορεία τις, τρόπος, βῆμα». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + …   Dictionary of Greek

  • ὑποκρεκόντων — ὑποκρέκω answer in sound pres part act masc/neut gen pl ὑποκρέκω answer in sound pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποκρέκει — ὑποκρέκω answer in sound pres ind mp 2nd sg ὑποκρέκω answer in sound pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποκρέκουσιν — ὑποκρέκω answer in sound pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ὑποκρέκω answer in sound pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπέκρεκον — ὑποκρέκω answer in sound imperf ind act 3rd pl ὑποκρέκω answer in sound imperf ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποκρέκειν — ὑποκρέκω answer in sound pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποκρέκων — ὑποκρέκω answer in sound pres part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρέκω — (Α) 1. πλήττω, κρούω («οὔτοι δύναμαι κρέκην, τὸν ἴστον» δεν μπορώ να χτυπώ το ύφασμα στον αργαλειό με το χτένι, Σαπφ.) 2. υφαίνω («εἰ δὲ κἄκρεκον πέπλους», Ευρ.) 3. χτυπώ τις χορδές μουσικού οργάνου με πλήκτρο 4. (γενικά) παίζω όργανο 5. αναδίδω… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»