-
1 ὑπο-κρούω
ὑπο-κρούω (s. κρούω), von unten od. leise klopfen, daran schlagen, auch wie ὑποκρέκω, von Saiteninstrumenten, die Saiten anschlagen, auch den Takt dazu schlagen, Plut. Dem. 20; dah. andeuten, sagen, Ar. Plut. 548, von Poll. νουϑετῆσαι erkl., 9, 139; übrtr., in die Rede fallen, Alexis in B. A. 115, wo es ἐμποδίσαι erkl. wird, Aesch. 1, 35 im Gesetz; unterbrechen, Plat. Eryx. 395 e; λόγον Pol.; dah. antworten, widersprechen, βοᾶν, ὑποκρούειν, λοιδορεῖν τοὺς ῥήτορας Ar. Ach. 38, Schol. ἀντιλέγειν, ἐπὶ τῶν ϑορυβούντων λέγεται; τινί, Plut. u. a. Sp.; s. Phryn. in B. A. 68; Pol. 1, 7, 4,3; – entunzüchtigen Sinne, wie κρούω, vom Beischlafe, Ar. Eccl. 256. 618.
-
2 παρα-κρούω
παρα-κρούω (s. κρούω), daneben, an der Seite schlagen, dran vorbei schlagen, dah. falsch schlagen, bes. ein Saiteninstrument; wegstoßen, -schlagen, Plut. Sull. 18 Lucull. 28; aber ἡ ὀϑόνη παρακέκρουσται ist = ist beigesetzt, Luc. catapl. 1. – Uebtr. nach Harpocr. μετῆκται ἀπὸ τοῦ τοὺς ἱστάντας τι ἢ μετροῦντας κρούειν τὰ μέτρα καὶ διασείειν ἕνεκα τοῦ πλεονεκτεῖν, also eigtl. an die Wagschale oder das Maaß schlagen und dadurch betrügen, schnellen, vom rechten Wege abführen, οὐκ ἄν σε παρακρούοι ἡ παροῦσα ξυμφορά, Plat. Crit. 47 a; besonders im med., παρακρούσασϑαι, dem ἐξαπατῆσαι entsprechend, Dem. 24, 79, u. oft dem φενακίζειν entsprechend, wie 31, 12; mit doppeltem accus., πῆ παρακρούεταί ποϑ' ἕκαστα ὑμᾶς, 29, 1; τηλικοῦτον πρᾶγμα παρακρουόμενοι τοὺς δικαστάς, 43, 39; vgl. Wolf Lept. p. 291; Sp., μῶν παρακέκρουσμαί σε, Luc. Tim. 57; pass., παρακρουσϑῆναι ὑπὸ τῆς γοητείας, Din. 1, 66; ἡ πόλις παρακέκρουσται, Dem. 24, 37 (aber παρακεκρουμένος 6, 23 Bekk., vulg. mit σ) Plat. τὰ σφάλματα, ἃ αὐτὸς ὑφ' ἑαυτοῦ καὶ τῶν προτέρων συνουσιῶν παρεκέκρουστο, Theaet. 168 a; ὑφ' οὗ παρακρουσϑῆναι πολλούς, Pol. 34, 5, 2. – Auch παρακεκροῦσϑαι τῶν φρενῶν ἢ τοῦ νοῦ, nach Phryn. in B. A. 59, 27 παραπεπαῖσϑαι καὶ μὴ ἐν τῷ καϑεστῶτι εἶναι, verrückt sein; u. so auch neutral, παρέκρουσε, er war wahnsinnig, Hippocr. u. Sp.
-
3 ὑποκρούω
-
4 υποκρουω
1) отбивать такт, притоптывать в такт2) прерывать, перебиватьὑ. τινά Arph. и ὑ. τινί Plut. — перебивать кого-л.;
ἔτι δ΄ αὐτοῦ τι βουλομένου λέγειν, ὑποκρούσας ὅ Κριτίας, sc. ἔφη Plat. — когда он хотел еще что-то сказать, Критий, перебив (его, спросил)3) нападать, бросаться(ὑ. τινά Arph.)
4) med. ворошить, перен. рассказывать(τὸν βίον τινός Arph.)
-
5 εκκρουω
1) выбивать, вышибать(τὸ προβόλιον ἐκ τῶν χειρῶν Xen.; τὸ ξίφος ἐκκρουσθὲν ὑπὸ πληγῆς Plut.)
2) отбивать, отражать(ἥ μείζων κίνησις τέν ἐλάττω ἐκκρούει Arst.; τοὺς ἐπιόντας βαρβάρους Thuc.; sc. τοὺς πολεμίους Xen.; τέν ἐπιβολήν Plut.)
ἐντὸς γενόμενοι βίᾳ ἐξεκρούσθησαν πάλιν Thuc. — вторгнувшись внутрь (укреплений), они были вновь выбиты3) перебивать(τοὺς λόγους Plat.; τινά Dem.; λέγειν τι βουλόμενον Plut.)
4) отклонять, отвращать(τινὰ τῆς προαιρέσεως Plut.)
μέλλοντας ἁμαρτάνειν ἐ. Plut. — удерживать тех, кто собирается совершить дурное;ἐ. ἑαυτὸν τοῦ παρόντος Dem. — отклониться от непосредственного вопроса5) подавлять, прогонять, уничтожать(λογισμόν, λύπην Arst.)
τῷ θορύβῳ τὸν λογισμὸν ἐκκρουσθείς Plut. — сбитый с толку шумом6) вытеснять, изгонять(τοὺς ἡγεμόνας Plut.; τὸ ἔθος ἄλλῳ ἔθει ἐκκρούεται Arst.)
βῆχα μετὰ πόνου ἐκκρούεσθαι Plut. — с трудом откашливаться7) лишать(τινὰ ἐλπίδος Plat.; τινὰ τῆς ἀρχῆς Plut.)
(εἰς ὑστεραίαν Dem.)
ἐ. καὴ παράγειν Plut. — откладывать и хитрить, т.е. под всякими предлогами затягивать дело -
6 περικρουω
1) бить во все стороны, рассыпать удары вокругπ. ἐν χειραψία Plut. — сцепившись, наносить удары
2) обстукивать(εἴ πῄ τι σαθρὸν ἔχει, πᾶν περικρούωμεν Plat.)
3) поражать со всех сторон4) отовсюду отбивать, отламывать5) набиватьπ. πέδας τινί Plut. — надевать оковы на кого-л.
-
7 παρακρούω
A strike aside, οὐκ ἄν σε παρακρούοι ἡ παροῦσα συμφορά will not put you out, bias your judgement, Pl.Cri. 47a:—[voice] Pass., to be led astray, go wrong,ἄθρει.. πῇ παρακρουόμεθα Id.Ly. 215c
;ἐφενακίσθητε καὶ παρεκρούσθητε D.23.107
; μὴ παρακρουσθῆτε be not diverted from the point, Id.21.160; ὑπό τινος by one, Aeschin.1.170 ; περί τινος about a thing, Plb.23.3.3 (s.v.l.); τὰ σφάλματα, ἃ αὺτὸς ὑφ' ἑαυτοῦ.. παρεκέκρουστο the faults into which he had been misled, Pl.Tht. 168a.2 [voice] Med., mislead, deceive, cheat, esp. by fallacies,π. καὶ παραλογίζεσθαι Isoc.12.243
; τὰς δόξας τῶν ἀκροωμένων π. ib. 271, cf.Pl.Cra. 393c, D.2.5, 18.276, Din. 1.40, Arist.Pol. 1297a10, Metaph. 1025a6, Men.Epit. 329, PSI4.442.24 (iii B.C.), etc.;τηλικουτονὶ πρᾶγμα π. τοὺς δικαστάς D.43.39
: [tense] pf. [voice] Pass. παρακέκρου (ς) μαι in sense of [voice] Med., Id.6.23, Luc. Tim.57.3 [voice] Med., metaph., crack, Com.58.II strike away, parry, Them.Or.32.359b:—but usu. [voice] Med., π. ταῖς μαχαίραις τοὺς κοντούς Plu.Luc.28, cf. Sull.18 ; shun, avoid,τὸν θρίαμβον Id.2.198b
.III παρακεκροῦσθαι τῶν φρενῶν to be driven from one's senses, Com.Adesp.705:—so also intr. in [voice] Act.,πάντα παρέκρουσε Hp.Epid.1.26
.α'.IV ἡ ὀθόνη παρακέκρουσται is ready hoisted, Luc.Cat.1 (s.v.l.).V perh. strike a horse sideways, IG12.374.166.VI of a wrestler, make a feint, EM652.48.VII of a seller, strike off too much from the top of the measure (from which signf. 1.2 is said to be derived), Harp.; cf. παρακρουσιχοίνικος.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρακρούω
См. также в других словарях:
ανθυποκρούω — ἀνθυποκρούω (AM) [υπο κρούω] αποκρούω, αντικρούω κάποιον με ερώτηση … Dictionary of Greek
κρούση — Συνάντηση δύο ή περισσότερων κινούμενων σωμάτων, η οποία επιτρέπει την ανταλλαγή ενέργειας μεταξύ τους. Ο όρος κ. –όπως χρησιμοποιείται στη φυσική– δεν προϋποθέτει απαραίτητα την επαφή των σωμάτων. Στην κλασική μηχανική, τα προβλήματα κ.… … Dictionary of Greek
συγκροτώ — συγκροτῶ, έω, ΝΜΑ [κροτῶ] 1. συνθέτω, συνιστώ ένα σύνολο με τη συνένωση πολλών πραγμάτων ή στοιχείων αρμονικά διατεταγμένων 2. φρ. «συγκροτώ μάχη» συνάπτω μάχη, μάχομαι νεοελλ. 1. (για πλήθος προσώπων) πράττω κάτι από κοινού 2. (η μτχ. παθ.… … Dictionary of Greek