-
61 παν-τέλειος
παν-τέλειος, = παντελής, τοῖς παντελείοις τῶν ϑεσμοφορίων, Heraclid. bei Ath. XIV, 647 a.
-
62 παν-υπείρ-οχος
παν-υπείρ-οχος, über Alles hervorragend; Opp. Cyn. 2, 63. 3, 170; τέχνᾳ, Ep. ad. 229 a (IX, 741), vgl. ib. IX, 656.
-
63 παν-υπέρτατος
παν-υπέρτατος, der ganz oberste; Od. 9, 25 u. sp. D., bes. Orph. oft; οὐρανός Arist. mund. 5.
-
64 παν-υπέρ-φρων
παν-υπέρ-φρων, ονος, ganz übermüthig, γνῶμαι, Orph. H. 60, 12.
-
65 παν-υπέρ-αγνος
παν-υπέρ-αγνος, Alle an Keuschheit übertreffend, Sp.
-
66 παν-υστάτιος
παν-υστάτιος, α, ον, = Folgdm; Callim. Lav. Pall. 54; Ep. ad. 716, 6 ( App. 339).
-
67 παν-ωπήεις
παν-ωπήεις, = πανόψιος, Allen sichtbar, Euen. 9 ( Plan. 166).
-
68 παν-ωνία
παν-ωνία, ἡ, Verkauf von allerlei Waaren, Sp.
-
69 παν-ωλεθρία
παν-ωλεθρία, ἡ, gänzliches Verderben; gew. im dat., πανωλεϑρίῃ ἀπολόμενοι, Her. 2, 120; πανωλεϑρίᾳ δὴ τὸ λεγόμενον καὶ πεζὸς καὶ νῆες καὶ οὐδὲν ὅ, τι οὐκ ἀπώλετο, Thuc. 7, 87; wie es scheint, ein vulgärer Ausdruck, der sich bei Sp. öfter findet; τὴν αἰτίαν τῆς πανωλεϑρίας Dio Cass. 56, 4.
-
70 παν-όπτρια
παν-όπτρια, ἡ, fem. zu πανόπτης, VLL.
-
71 παν-όπτης
παν-όπτης, ὁ, der Alles Sehende; Ζεύς, Aesch. Eum. 997; κύκλος ἡλίου, Prom. 91; Argos, Suppl. 300; vgl. Eur. Phoen. 1122; Ar. Eccl. 80 u. Sp.
-
72 παν-όργιλος
παν-όργιλος, sehr jähzornig, Sp.
-
73 παν-όρᾱτος
παν-όρᾱτος, = πάνοπτος (?).
-
74 παν-όσιος
παν-όσιος, ganz heilig, Sp.
-
75 παν-όσμιος
παν-όσμιος, ganz duftend, Nic. bei Ath. XV, 684 c, eine sonst unbekannte Blume.
-
76 παν-όψιος
παν-όψιος, 1) Alles sehend, Nonn. D. 14, 169. – 2) Allen sichtbar, ἔγχος, Il. 21, 397, die hellglänzende Lanze, πᾶσιν ὁρατόν, Andere erklärten, wie von ὀψέ, πάντων τελευταῖον καὶ ἔσχατον.
-
77 παν-όδυρτος
παν-όδυρτος, = πάνδυρτος, bei den Tragg. jetzt durch diese Form verdrängt; auch Eur. Hec. 212 in πάνδυρτος zu ändern; τὰν πανόδυρτον Mel. 109 (VII, 476).
-
78 παν-όμματος
παν-όμματος, ganz Auge, Epigr. (I, 117).
-
79 παν-όμοιος
παν-όμοιος, ep. πανομοίϊος, ganz ähnlich, τινί, Iul. Aeg. 57 (VII, 599) u. a. sp. D., wie Nonn. D. 16, 161. – Adv., Hippocr.
-
80 παν-όλβιος
παν-όλβιος, ganz, sehr glückselig; H. h. 6, 54; Theogn. 441. 1159.
См. также в других словарях:
παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… … Dictionary of Greek
παν — I Ελληνική θεότητα, το πεδίο δράσης, της οποίας –ο άγριος κόσμος των ποιμένων– ήταν παρόμοιο με εκείνο του Ερμή, τον οποίου θεωρούνταν γιος. Περισσότερο δαίμων παρά θεός, είχε ζωώδη χαρακτηριστικά (παριστανόταν με κέρατα και κατσικίσια πόδια:… … Dictionary of Greek
Παν — I Ελληνική θεότητα, το πεδίο δράσης, της οποίας –ο άγριος κόσμος των ποιμένων– ήταν παρόμοιο με εκείνο του Ερμή, τον οποίου θεωρούνταν γιος. Περισσότερο δαίμων παρά θεός, είχε ζωώδη χαρακτηριστικά (παριστανόταν με κέρατα και κατσικίσια πόδια:… … Dictionary of Greek
παν — το γεν. παντός, ως ουσ. 1. όλος ο κόσμος, το σύμπαν: Ο δημιουργός του παντός. 2. το σπουδαιότερο μέρος ενός πράγματος: Το παν είναι να κάνεις την αρχή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Πᾶν' — Πᾶνα , Πάν masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πάν — Πά̱ν , Πάν masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Παν Τσάο — (Pan Ch’ao ή Ban Chao, 31 – 102). Κινέζος στρατηγός, αδελφός του ιστορικού Παν Κου. Την εποχή της βασιλείας του αυτοκράτορα Μινγκ, διακρίθηκε στους πολέμους εναντίον των Ούννων, τους οποίους νίκησε καταλαμβάνοντας το Τουρκεστάν. Προχώρησε μετά… … Dictionary of Greek
πᾶν — πᾶς papa masc acc sg πᾶς papa neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πᾶν' — πᾱνέ , πανός masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάν — πᾶς papa neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Παν Κου — (Pan Ku, 1ος αι. μ.Χ.). Κινέζος ιστορικός. Θεωρείται ένας από τους σπουδαιότερους ιστοριογράφους της Κινεζικής αυτοκρατορίας. Έγραψε ιστορικά και φιλοσοφικά έργα, τα σπουδαιότερα από τα οποία τιτλοφορούνται Πο χου τονγκ και Τσιεν Xαν τσου … Dictionary of Greek