-
1 παν-ωνία
παν-ωνία, ἡ, Verkauf von allerlei Waaren, Sp.
-
2 πανωνία
πᾰν-ωνία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πανωνία
-
3 πανωνία
παν-ωνία, ἡ, Verkauf von allerlei Waren
См. также в других словарях:
εργωνία — ἐργωνία, ἡ (Α) εργολαβία, εργοληψία. [ΕΤΥΜΟΛ. < έργον + ωνία (< ώνιος < ωνούμαι «αγοράζω»). Πρβλ. ισ ωνία, παν ωνία] … Dictionary of Greek
ισωνία — ἰσωνία, ἡ (Α) αρχική τιμή, τιμή κόστους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + ωνία (< ὤνιος < ὠνοῡμαι «αγοράζω»), πρβλ. ιερ ωνία, παν ωνία] … Dictionary of Greek
λινωνία — λινωνία, ἡ (Α) αγορά λίνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + ωνία (< ώνιος < ὠνοῦμαι), πρβλ. ισ ωνία, παν ωνία] … Dictionary of Greek
χαριστωνία — ἡ, Α αγορά από εύνοια, χαριστική αγορά («μὴ πρόσαγε μήθ ὑπόληψιν χαριστωνίας θεοῖς ὅτι ταῦτα πράττεις», πάπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χαρίζω, ομαι (πρβλ. χαριστικός) + ωνία (< ὤνιος < ὠνοῦμαι «αγοράζω»), πρβλ. ἰσ ωνία, παν ωνία] … Dictionary of Greek
πανωνία — ἡ, Α πώληση ή αγορά κάθε είδους πραγμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ωνία (< ὤνιος < ὠνοῦμαι «αγοράζω»), πρβλ. ισ ωνία] … Dictionary of Greek