Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

παν-ωνία

См. также в других словарях:

  • εργωνία — ἐργωνία, ἡ (Α) εργολαβία, εργοληψία. [ΕΤΥΜΟΛ. < έργον + ωνία (< ώνιος < ωνούμαι «αγοράζω»). Πρβλ. ισ ωνία, παν ωνία] …   Dictionary of Greek

  • ισωνία — ἰσωνία, ἡ (Α) αρχική τιμή, τιμή κόστους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + ωνία (< ὤνιος < ὠνοῡμαι «αγοράζω»), πρβλ. ιερ ωνία, παν ωνία] …   Dictionary of Greek

  • λινωνία — λινωνία, ἡ (Α) αγορά λίνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + ωνία (< ώνιος < ὠνοῦμαι), πρβλ. ισ ωνία, παν ωνία] …   Dictionary of Greek

  • χαριστωνία — ἡ, Α αγορά από εύνοια, χαριστική αγορά («μὴ πρόσαγε μήθ ὑπόληψιν χαριστωνίας θεοῖς ὅτι ταῦτα πράττεις», πάπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χαρίζω, ομαι (πρβλ. χαριστικός) + ωνία (< ὤνιος < ὠνοῦμαι «αγοράζω»), πρβλ. ἰσ ωνία, παν ωνία] …   Dictionary of Greek

  • πανωνία — ἡ, Α πώληση ή αγορά κάθε είδους πραγμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ωνία (< ὤνιος < ὠνοῦμαι «αγοράζω»), πρβλ. ισ ωνία] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»