-
101 παν-νυχιστής
παν-νυχιστής, ὁ, der die ganze Nacht wacht, Etwas thut, ein Fest feiert (?).
-
102 παν-νυχισμός
παν-νυχισμός, ὁ, das Feiern eines nächtlichen Festes, Sp.
-
103 παν-νυχικός
παν-νυχικός, ή, όν, die ganze Nacht hindurch Etwas thuend, κορώνη, Posidipp. ep. 17 ( App. 68), vielleicht = welche die Nacht auf Nauh, Fraß ausgeht.
-
104 παν-νυχίς
παν-νυχίς, ίδος, ἡ, ein nächtliches Fest, eine Nachtfeier; ἀνεγείρετε μολπὴν καὶ παννυχίδας, Ar. Ran. 370; u. eben so im plur., Eur. Hel. 1381; παννυχίδα στήσει, Her. 4, 76; ποιεῖν, ϑεάσασϑαι, Plat. Rep. I, 328 a u. Sp.; des Adonis, Diosc. 9 (V, 193); vgl. Ep. ad. 111. 112 (V, 200. 201); – das Nachtwachen des Trauernden, Soph. El. 92.
-
105 παν-νυχίζω
παν-νυχίζω, die ganze Nacht durch Etwas thun; φλὸξ παννυχίζει, Pind. I. 3, 83, die Flamme brennt die ganze Nacht; Ar. οὐδ' ἡδὺς ἐν τοῖς στρώμασιν τὴν νύκτα παννυχίζειν, Nubb. 1079; bes. eine Nachtfeier halten, οὗ παννυχίζουσιν ϑεᾷ, Ran. 447; περὶ τὰ ἀγάλματα, Timaeus bei Ath. VI, 250 a; Sp., καὶ ἑορτάζω vrbdt Hdn. 4, 9, 1. – Med., Luc. D. Mer. 14, 1.
-
106 παν-αυγής
παν-αυγής, ές, allleuchtend, Orph. H. 9, 3; VLL. πάνυ λαμπρός.
-
107 παν-α-φραδής
παν-α-φραδής, ές, ganz unbesonnen, Tzetz. A. H. 333.
-
108 παν-α-φανής
παν-α-φανής, ές, ganz unsichtbar, Sp.
-
109 παν-αφ-ῆλιξ
παν-αφ-ῆλιξ, ικος, ganz ohne Jugendgenossen, ἦμαρ ὀρφανικὸν παναφήλικα παῖδα τίϑησιν, Il. 22, 490, der Tag der Verwaisung schließt den Knaben von allen seinen Altersgenossen aus, τῶν ἡλικιωτῶν ἀπεληλαμένον, Hesych.
-
110 παν-νόητος
παν-νόητος, ganz begriffen, verstanden, Sp.
-
111 παν-νύχισμα
παν-νύχισμα, τό, = Folgdm, Sp.
-
112 παν-νύχιος
παν-νύχιος, auch 2 Endgn, die ganze Nacht hindurch dauernd, Etwas thuend; παννυχίη γάρ μοι Πατροκλῆος ψυχὴ ἐφεστήκει, Il. 23, 105; εὗδον παννύχιοι, 2, 2. 7, 478; ἄνεμοι, die ganze Nacht durch wehende Winde, 23, 217; παννύχιος δ' ἄρ' ἔλεκτο σὺν αἰδοίῃ παρακοίτι, Hes. Sc. 46; χοροί, Soph. Ant. 153, v. l. παννύχοις; Eur. Bacch. 860 Heracl. 782; – παννύχιον, adverbial, εὕδειν, Il. 2, 24 (vgl. πάννυχος). – Adv., E. M 650, 48.
-
113 παν-αύγεια
παν-αύγεια, ἡ, das Alllicht, der Vollglanz, Philo.
-
114 παν-επ-όπτης
παν-επ-όπτης, ὁ, = πανεπόψιος, Or. Sib. prooem. 4.
-
115 παν-επ-όρφνιος
παν-επ-όρφνιος, die ganze Nacht hindurch, Leon. Tar. 1 (V, 206).
-
116 παν-επ-όψιος
παν-επ-όψιος, = πανεπίσκοπος, Nonn. D. 9, 133. 32, 19.
-
117 παν-επ-αφροδῑσία
παν-επ-αφροδῑσία, ἡ, ganz Liebreiz, Eust. 1598.
-
118 παν-επιστήμων
παν-επιστήμων, ον, Alles verstehend, wissend, Sp., wie Schol. Plat. Phaedr. p. 70.
-
119 παν-επ-άρκιος
παν-επ-άρκιος, ganz zureichend, poet. bei Suid. v. Παλαμήδης.
-
120 παν-επί-σκοπος
παν-επί-σκοπος, Alles überschauend, Alles bemerkend; χρόνος π. δαίμων, Gaetul. 8 (VII, 245); φέγγεα, ὥρη, Maneth. 4, 30. 95, öfter.
См. также в других словарях:
παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… … Dictionary of Greek
παν — I Ελληνική θεότητα, το πεδίο δράσης, της οποίας –ο άγριος κόσμος των ποιμένων– ήταν παρόμοιο με εκείνο του Ερμή, τον οποίου θεωρούνταν γιος. Περισσότερο δαίμων παρά θεός, είχε ζωώδη χαρακτηριστικά (παριστανόταν με κέρατα και κατσικίσια πόδια:… … Dictionary of Greek
Παν — I Ελληνική θεότητα, το πεδίο δράσης, της οποίας –ο άγριος κόσμος των ποιμένων– ήταν παρόμοιο με εκείνο του Ερμή, τον οποίου θεωρούνταν γιος. Περισσότερο δαίμων παρά θεός, είχε ζωώδη χαρακτηριστικά (παριστανόταν με κέρατα και κατσικίσια πόδια:… … Dictionary of Greek
παν — το γεν. παντός, ως ουσ. 1. όλος ο κόσμος, το σύμπαν: Ο δημιουργός του παντός. 2. το σπουδαιότερο μέρος ενός πράγματος: Το παν είναι να κάνεις την αρχή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Πᾶν' — Πᾶνα , Πάν masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πάν — Πά̱ν , Πάν masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Παν Τσάο — (Pan Ch’ao ή Ban Chao, 31 – 102). Κινέζος στρατηγός, αδελφός του ιστορικού Παν Κου. Την εποχή της βασιλείας του αυτοκράτορα Μινγκ, διακρίθηκε στους πολέμους εναντίον των Ούννων, τους οποίους νίκησε καταλαμβάνοντας το Τουρκεστάν. Προχώρησε μετά… … Dictionary of Greek
πᾶν — πᾶς papa masc acc sg πᾶς papa neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πᾶν' — πᾱνέ , πανός masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάν — πᾶς papa neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Παν Κου — (Pan Ku, 1ος αι. μ.Χ.). Κινέζος ιστορικός. Θεωρείται ένας από τους σπουδαιότερους ιστοριογράφους της Κινεζικής αυτοκρατορίας. Έγραψε ιστορικά και φιλοσοφικά έργα, τα σπουδαιότερα από τα οποία τιτλοφορούνται Πο χου τονγκ και Τσιεν Xαν τσου … Dictionary of Greek