-
1 παν-υπέρ-φρων
παν-υπέρ-φρων, ονος, ganz übermüthig, γνῶμαι, Orph. H. 60, 12.
-
2 πανυπέρφρων
παν-υπέρ-φρων, ονος, ganz übermütig
См. также в других словарях:
κράτος — Η συνολική οργάνωση μιας κοινωνίας και η υπαγωγή της σε ένα σύστημα δικαίου, το οποίο αφορά έναν συγκεκριμένο λαό και ένα επίσης συγκεκριμένο εδαφικό πλαίσιο. Το κ. συνδέεται πάντοτε με το δίκαιο, που είναι δημιούργημα και δημιουργός του. Η… … Dictionary of Greek