-
81 παν-ύστατος
παν-ύστατος, η, ον, der ganz letzte, der allerletzte; Il. 23, 547 Od. 9, 452; Soph. τὴν πανυστάτην ὁδῶν ἁπασῶν, Trach. 871; πρόςοψις, Eur. Or. 1021, öfter; Ar. Ach. 1147; sp. D.; – πανύστατον, zum letzten Mal, Soph. Ai. 845, wie Eur. Alc. 162; auch οὓς πανύστατ' ὄμμασιν προςδέρκομαι, Herc. F. 457.
-
82 παν-ύμνητος
παν-ύμνητος, allgefeiert, Sp.
-
83 παν-από-πληκτος
παν-από-πληκτος, ganz betäubt, bestürzt, Sp.
-
84 παν-α-πειθής
παν-α-πειθής, ές, ganz unglaublich, Parmenids. bei Procl. zu Plat. Tim. 105.
-
85 παν-α-πενθής
παν-α-πενθής, ές, ganz trauerlos; Ep. ad. 272 ( Plan. 265) heißt es von Momos τίς τὸν ἐν ἐσϑλοῖσι παναπενϑέα καὶ τριςάλαστον Μῶμον ἀνεπλάσατο, wo man ταλαπενϑής richtig vermuthet.
-
86 παν-α-πείρων
παν-α-πείρων, ον, = Vorigem, Orph. H. 58, 10.
-
87 παν-α-πείρατος
παν-α-πείρατος, ganz unendlich, Sp.
-
88 παν-α-πείριτος
παν-α-πείριτος, ganz unbegränzt, unermeßlich, Opp. Cyn. 2, 517.
-
89 παν-α-πηρής
παν-α-πηρής, ές, ganz unverstümmelt, unversehrt, Callim. Cer. 126.
-
90 παν-α-πήμων
παν-α-πήμων, ον, ganz unschädlich, τινί, Hes. O. 809. So heißt Apollo, Hymn. in Apoll. (IX, 525, 17).
-
91 παν-αρχαῖος
παν-αρχαῖος, sehr alt, Poll. 5, 150.
-
92 παν-αρμόνιος
παν-αρμόνιος, ganz passend, überall passend; Plat. Phaedr. 277 d ποικίλῃ μὲν ποικίλους ψυχῇ καὶ παναρμονίους διδοὺς λόγους, ἁπλοῦς δὲ ἁπλῇ; VLL. erkl. πάντοϑεν ἡρμοσμένος; Sp.; – mit allen Harmonien, ᾠδὴ ἡ ἐν τῷ παναρμονίῳ καὶ ἐν πᾶσι ῥυϑμοῖς πεποιημένη, Plat. Rep. III, 404 d; ὄργανον, D. C. 74, 3; vgl. auch Alexis bei Phot. lex.
-
93 παν-αργάλεος
παν-αργάλεος, verstärktes Simplex, Sp.
-
94 παν-αρκέτας
παν-αρκέτας νόσου, Aesch. Ch. 67, wird von πανάρκετος abgeleitet, = Folgdm.
-
95 παν-αρκής
παν-αρκής, ές, ganz, zu Allem zureichend, allgewaltig, μέγας καὶ δυνατός, Suid.; ἥλιος, Callim. frg. bei Schol. Pind. N. 1, 4.
-
96 παν-ασκηθής
παν-ασκηθής, ές, ganz unversehrt, Hesych.
-
97 παν-α-σεβής
παν-α-σεβής, ές, ganz gottlos (?).
-
98 παν-α-σθενής
παν-α-σθενής, ές, ganz schwach (?).
-
99 παν-α-σῑτία
παν-α-σῑτία, ἡ, gänzlicher Mangel an Lebensmitteln, Poll. 1, 52, Bell. σπανοσιτία.
-
100 παν-ατρεκής
παν-ατρεκής, ές, ganz unfehlbar, wahrhaft, μνῆμα, Iul. Aeg. 63 (VII, 594); als adv. πανατρεκές Ap. Rh. 4, 1332.
См. также в других словарях:
παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… … Dictionary of Greek
παν — I Ελληνική θεότητα, το πεδίο δράσης, της οποίας –ο άγριος κόσμος των ποιμένων– ήταν παρόμοιο με εκείνο του Ερμή, τον οποίου θεωρούνταν γιος. Περισσότερο δαίμων παρά θεός, είχε ζωώδη χαρακτηριστικά (παριστανόταν με κέρατα και κατσικίσια πόδια:… … Dictionary of Greek
Παν — I Ελληνική θεότητα, το πεδίο δράσης, της οποίας –ο άγριος κόσμος των ποιμένων– ήταν παρόμοιο με εκείνο του Ερμή, τον οποίου θεωρούνταν γιος. Περισσότερο δαίμων παρά θεός, είχε ζωώδη χαρακτηριστικά (παριστανόταν με κέρατα και κατσικίσια πόδια:… … Dictionary of Greek
παν — το γεν. παντός, ως ουσ. 1. όλος ο κόσμος, το σύμπαν: Ο δημιουργός του παντός. 2. το σπουδαιότερο μέρος ενός πράγματος: Το παν είναι να κάνεις την αρχή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Πᾶν' — Πᾶνα , Πάν masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πάν — Πά̱ν , Πάν masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Παν Τσάο — (Pan Ch’ao ή Ban Chao, 31 – 102). Κινέζος στρατηγός, αδελφός του ιστορικού Παν Κου. Την εποχή της βασιλείας του αυτοκράτορα Μινγκ, διακρίθηκε στους πολέμους εναντίον των Ούννων, τους οποίους νίκησε καταλαμβάνοντας το Τουρκεστάν. Προχώρησε μετά… … Dictionary of Greek
πᾶν — πᾶς papa masc acc sg πᾶς papa neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πᾶν' — πᾱνέ , πανός masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάν — πᾶς papa neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Παν Κου — (Pan Ku, 1ος αι. μ.Χ.). Κινέζος ιστορικός. Θεωρείται ένας από τους σπουδαιότερους ιστοριογράφους της Κινεζικής αυτοκρατορίας. Έγραψε ιστορικά και φιλοσοφικά έργα, τα σπουδαιότερα από τα οποία τιτλοφορούνται Πο χου τονγκ και Τσιεν Xαν τσου … Dictionary of Greek