Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

πέττω

См. также в других словарях:

  • πέττω — Α βλ. πέσσω …   Dictionary of Greek

  • πέττω — πέσσω Acut. (Sp.) pres subj act 1st sg (attic) πέσσω Acut. (Sp.) pres ind act 1st sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέσσω — και πέττω και πέπτω, Α 1. (για τον ήλιο, τον καιρό και το κλίμα) κάνω τους καρπούς να ωριμάσουν 2. μαγειρεύω, βράζω ή ψήνω 3. μοιράζω μαγειρεμένο φαγητό 4. (για το στομάχι) πέπτω, χωνεύω 5. (για το κρασί) διευκολύνω την πέψη 6. (σχετικά με… …   Dictionary of Greek

  • άπεπτος — η, ο (AM ἄπεπτος, ον) (για τροφή) αυτός που δεν έχει υποστεί την κατάλληλη επεξεργασία μέσα στο πεπτικό σύστημα, αχώνευτος αρχ. 1. (για περιττώματα ή ούρα) αυτός που δεν έχει πάθει την αναγκαία φυσική αλλοίωση, μή φυσιολογικός 2. εκείνος που… …   Dictionary of Greek

  • βραδύπεπτος — η, ο (Α βραδύπεπτος, ον) (για τροφή) αυτός που χωνεύεται αργά και δύσκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < βραδύς + πέσω, αττ. πέττω «μαλακώνω, μαγειρεύω, χωνεύω» (πρβλ. άπεπτος κ.ά.)] …   Dictionary of Greek

  • διαπέττω — (Α) [πέττω] χωνεύω …   Dictionary of Greek

  • κατάπεψις — κατάπεψις, ἡ (Α) χώνευση. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κατα πεψ τού κατα πέττω «χωνεύω» (πρβλ. αόρ. κατ έ πεψ α)] …   Dictionary of Greek

  • καταπέσσω — και αττ. τ. καταπέττω (Α) (επιτ. τ. τού πέσσω ή πέττω) 1. χωνεύω εντελώς 2. μτφ. κρατώ κάτι μέσα μου, καταπίνω, δεν αφήνω να εκδηλωθεί 3. καταπραύνω (α. «εἴπερ χόλον γε καὶ αὐτῆμαρ καταπέψῃ» κι αν βέβαια την ίδια μέρα καταπραΰνει, μαλάξει την… …   Dictionary of Greek

  • παράπεψις — ἡ, Α η τέλεια πέψη, η χώνευση. [ΕΤΥΜΟΛ. παρ(α) * + πέψις (< πέττω «χωνεύω»), πρβλ. κατάπεψις] …   Dictionary of Greek

  • συμπέσσω — και αττ. τ. συμπέττω και δ. αν. συμπέπτω Α 1. καθιστώ κάτι ώριμο με θερμότητα («ἐπικάθηνται δ ἐπὶ τοῑς κηρίοις αἱ μέλιτται καὶ συμπέττουσιν», Αριστοτ.) 2. (σχετικά με εξάνθημα ή έλκος) επουλώνω 3. εκκολάπτω 4. ευνοώ την πέψη 5. παθ. συμπέσσομαι… …   Dictionary of Greek

  • ԱՄՈՔԵՄ — (եցի.) NBH 1 0073 Chronological Sequence: Early classical, 6c, 8c, 11c, 12c ն. որ եւ ՀԱՄՈՔՍԵԼ. εὑδοκέω, παραρτύω, συγκεράννυμι placo, complacere facio, commiseo, tempero, apparo, condo Բարեխառնել. անուշել. մեղմել. հաճել, հաճոյական գործել. համեղ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»