-
1 αρτοθήκη
ἀρτοθήκηpantry: fem nom /voc sg (attic epic ionic)——————ἀρτοθήκηpantry: fem dat sg (attic epic ionic) -
2 ἀρτοθήκη
Βλ. λ. αρτοθήκη -
3 ἀρτοθήκῃ
Βλ. λ. αρτοθήκη -
4 αρτοθήκη
η ящик, корзина, мешок и т. п. для хранения хлеба -
5 ἀρτοθήκη
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀρτοθήκη
-
6 ἀρτοθήκη
-
7 σιπύα
σιπύα, ἡ, auch σιπύη, Ar., Nebenformen σιπυΐς u. σιπύς, ein Gefäß, Behälter, bes. ein kleiner Beutel zur Aufbewahrung von Mehl und Brot, Brotsack, Brotkorb, ἀρτοϑήκη, Schol. Ar. Plut. 807, mit einer Stelle aus Soph. frg. (259) belegt, wie Schol. Ar. Equ. 1290, wo hinzugesetzt wird οἱονεὶ σιτούνης ( Dindorf. σιτοβύης) τινὸς οὔσης παρὰ τὸ ἐν αὐτῇ τὰ σιτία ἐμβάλλεσϑαι. S. Ar. a. a. O.; Jac. Leon. Tar. 9. – Es wird auch ὑδρία erkl., B. A. 303. – Die Ableitung ist dunkel, es gab auch eine Form ἰπύα, Lob. Phryn. 301, u. att. σίφνις, σίφνος.
-
8 αρτοθήκην
-
9 ἀρτοθήκην
-
10 αρτοθήκης
-
11 ἀρτοθήκης
-
12 πεττεία
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πεττεία
См. также в других словарях:
ἀρτοθήκη — pantry fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρτοθήκῃ — ἀρτοθήκη pantry fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρτοθήκην — ἀρτοθήκη pantry fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρτοθήκης — ἀρτοθήκη pantry fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θήκη — η (ΑΜ θήκη) 1. σκεύος, κιβώτιο ή κουτί μέσα στο οποίο τοποθετείται κάτι για φύλαξη 2. επίμηκες περίβλημα από δέρμα, μέταλλο, ξύλο ή χαρτόνι στο οποίο μπαίνει η κοπίδα ξίφους ή μαχαιριού, θηκάρι («βάλε τὴν μάχαιραν εἰς τὴν θήκην») 3. σκληρό… … Dictionary of Greek
πευδρία — ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) «αρτοθήκη» … Dictionary of Greek