Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

πόρσῦνε

См. также в других словарях:

  • πόρσυνε — πόρσῡνε , πορσύνω preparing pres imperat act 2nd sg πόρσῡνε , πορσύνω preparing aor ind act 3rd sg (homeric ionic) πόρσῡνε , πορσύνω preparing imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευνή — η (Α εὐνή, επικ. γεν. εν. και πληθ. εὐνῆφι, εὐνῆφιν) νεοελλ. ναυτ. μικρή άγκυρα τών ναρκών από σκυροκονίαμα ή από χυτοσίδηρο αρχ. 1. ο τόπος όπου κοιμάται κάποιος, το κρεβάτι, η κλίνη («ἔβη εἰς εὐνήν», Ομ. Οδ.) 2. το στρώμα (α. «λέχος πόρσυνε καὶ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»