Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

πόντου+εἰναλία

  • 1 φυσις

         φύσις
        - εως, редко поэт. εος (ῠ) ἥ
        1) природные свойства, природа, характер
        

    (Αἰγύπτου Her.; ἥ εὐγενές φ. Soph.; αἱ φύσεις τῶν πολιτειῶν Isocr.)

        μορφῆς φ. Aesch. — наружность;
        φύσεως ἰσχύς Thuc. — сила характера;
        φ. τῆς ψυχῆς Xen. — душевные качества;
        ἥ τοῦ αἵματος φ. Arst. — природные свойства крови;
        τῇ φύσει χρώμενος Plut. — следуя (своей) натуре;
        αἱ τοιαῦται φύσεις Soph.подобные натуры (ср. 6)

        2) природа, естество
        

    τῶν πάντων φ. Xen. — вся природа, вселенная;

        φύσει, οὐ νόμῳ Plat. — по природе, а не в силу (человеческого) установления;
        περὴ φύσεως ἄττα διερωτᾶν Plat. — расспрашивать о разных явлениях природы;
        οἱ περὴ φύσεως Arst. — естествоиспытатели;
        φύσει ἦν, ὥσπερ τὸ βαδίζειν Xen. — это было (столь же) естественно, как хождение;
        κατὰ φύσιν Plat. — согласно природе;
        παρὰ φύσιν Thuc. — вопреки природе;
        ὃ φύσιν ἔχει γίνεσθαι Polyb. — что обыкновенно бывает;
        οὐ γὰρ ἔχει φύσιν Plut. — ведь невозможно;
        κῶς φύσιν ἔχει πολλὰς μυριάδας φονεῦσαι ; Her. — как возможно, чтобы (Геракл) перебил (такое) множество людей?

        3) вещество, материал
        

    κλίνης φ. τὸ ξύλον, ἀνδριάντος δ΄ ὅ χαλκός Arst. — вещество ложа - дерево, а статуи - медь

        4) наружный вид, внешность
        

    φύσιν τίν΄ εἶχε ; Soph.какова была его наружность?

        5) род, природа
        

    θνητέ φ. Soph. — род смертных, т.е. человеческий род;

        ἥ τῶν θηλειῶν φ. Xen. — женский пол, женщины;
        πόντου εἰναλία φ. Soph. — животный мир морей;
        ἥ φ. τῶν πεζῶν (sc. ζῷων) Arst.класс наземных животных

        6) создание, творение, существо, тварь
        

    φύσεις καρποφοροῦσαι Diod. — плодоносящие существа, т.е. растения;

        αἱ τοιαῦται φύσεις презр. Isocr., Aeschin.подобные твари (ср. 1)

        7) происхождение, рождение
        

    ἐκ πατρὸς ταὐτοῦ φύσιν ἔκ τε μητρός Soph. (дочь) того же отца и той же матери;

        φύσει νεώτερος Soph. — младший по рождению, т.е. годами;
        ἣ φύσει ἦν βασίλεια Soph. — которая была царственного происхождения;
        ὅ κατὰ φύσιν πατήρ Polyb.родной отец

        8) (иногда описательно, для подчеркивания сущности предмета)
        

    καὴ γὰρ ἂν πέτρου φύσιν σύ γ΄ ὀργάνειας Soph. — ведь и самый камень ты мог бы вывести из терпения;

        ἥ ὑγιείας φ. Plat. — самое здоровье, т.е. здоровье как таковое;
        πρὸς αἵματος φύσιν τις Soph. кто-л.близкий по крови

    Древнегреческо-русский словарь > φυσις

  • 2 φύσις

    φύσις [pron. full] [ῠ], , gen. φύσεως, poet. φύσεος prob. (metri gr.) in E.Tr. 886, cf. Ar.V. 1282 (lyr.), 1458 (lyr.), [dialect] Ion. φύσιος: dual φύσει (
    A v.l. φύση) Pl.R. 410e, ([etym.] φύω):
    I origin,

    φ. οὐδενός ἐστιν ἁπάντων θνητῶν οὐδὲ.. τελευτή Emp.8.1

    (cf. Plu.2.1112a);

    φ. βούλονται λέγειν γένεσιν τὴν περὶ τὰ πρῶτα Pl.Lg. 892c

    ;

    ἡ φ. ἡ λεγομένη ὡς γένεσις ὁδός ἐστιν εἰς φύσιν Arist.Ph. 193b12

    ;

    φ. λέγεται ἡ τῶν φυομένων γένεσις Id.Metaph. 1014b16

    ; freq. of persons, birth,

    φύσει νεώτερος S.OC 1295

    , cf. Aj. 1301, etc.;

    φύσι γεγονότες εὖ Hdt.7.134

    ; φύσει, opp. θέσει (by adoption), D.L.9.25;

    φύσει Ἀμβρακιώτης, δημοποίητος δὲ Σικυώνιος Ath.4.183d

    ; so ὁ κατὰ φύσιν πατήρ, υἱός, ἀδελφός, Plb. 3.9.6, 3.12.3, 11.2.2; also in acc.,

    ἐκ πατρὸς ταὐτοῦ φύσιν S.El. 325

    ; ἢ φίλων τις ἢ πρὸς αἵματος φύσιν ib. 1125, cf. Isoc.3.42.
    2 growth, τριχῶν, παιδίου, Hp.Nat.Puer.20,29, cf. 27: pl.,

    γενειάσεις καὶ φύσεις κεράτων Plot.4.3.13

    .
    II the natural form or constitution of a person or thing as the result of growth (

    οἷον ἕκαστόν ἐστι τῆς γενέσεως τελεσθείσης, ταύτην φαμὲν τὴν φ. εἶναι ἑκάστου Arist.Pol. 1252b33

    ): hence,
    1 nature, constitution, once in Hom., καί μοι φύσιν αὐτοῦ (sc. τοῦ φαρμάκου)

    ἔδειξε Od.10.303

    ;

    φ. τῆς χώρης Hdt.2.5

    ;

    τῆς Ἀττικῆς X.Vect.1.2

    , cf. Oec.16.2, D.18.146, etc.;

    τῆς τριχός X.Eq.5.5

    ; αἵματος, ἀέρος, etc., Arist.PA 648a21, Mete. 340a36, etc.: pl.,

    φύσεις ἐγγιγνομένας καρπῶν καὶ δένδρων Isoc.7.74

    ;

    αἱ φ. καὶ δυνάμεις τῶν πολιτειῶν Id.12.134

    ;

    ἡ τῶν ἀριθμῶν φ. Pl.R. 525c

    ;

    ἡ τῶν πάντων φ. X.Mem.1.1.11

    , etc.;

    ἡ ἰδία τοῦ πράγματος φ. IG22.1099.28

    (Epist.Plotinae).
    2 outward form, appearance,

    μέζονας ἢ κατ' ἀνθρώπων φύσιν Hdt.8.38

    ; ἢ νόον ἤτοι φύσιν either in mind or outward form, Pi.N.6.5;

    οὐ γὰρ φ. Ὠαριωνείαν ἔλαχεν Id.I.4(3).49

    (67);

    μορφῆς δ' οὐχ ὁμόστολος φ. A.Supp. 496

    ;

    τὸν δὲ Λάϊον φύσιν τίν' εἶχε φράζε S.OT 740

    (read εἷρπε, taking φ. with ἔχων), cf. Tr. 379; δρακαίνης φ. ἔχουσαν ἀγρίαν prob. in E.Ba. 1358;

    τὴν ἐμὴν ἰδὼν φ. Ar.V. 1071

    (troch.), cf. Nu. 503;

    τὴν τοῦ σώματος φ. Isoc.9.75

    .
    3 Medic., constitution, temperament, Hp.Aph.3.2 (pl.), al.;

    ἡ φ. καὶ ἡ ἕξις Id.Acut.43

    ;

    φ. φύσιος καὶ ἡλικία ἡλικίης διαφέρει Id.Fract.7

    ;

    φύσιες νούσων ἰητροί Id.Epid.6.5.1

    .
    b natural place or position of a bone or joint, ἀποπηδᾶν ἀπὸ τῆς φ., ἐς τὴν φ. ἄγεσθαι, Id.Art.61, 62, al.;

    ὀστέον μένον ἐν τῇ ἑωυτοῦ φ. Id.VC5

    , al.;

    φύσιες τῶν ἄρθρων Id.Nat.Puer.17

    .
    4 of the mind, one's nature, character,

    ἦθος ἕκαστον, ὅπῃ φ. ἐστὶν ἑκάστῳ Emp.110.5

    ;

    εὐγενὴς γὰρ ἡ φ. κἀξ εὐγενῶν.. ἡ σή S.Ph. 874

    ; τὴν αὑτοῦ φ. λιπεῖν, δεῖξαι, ib. 902, 1310;

    φ. φρενός E.Med. 103

    (anap.);

    ἡ ἀνθρωπεία φ. Th.1.76

    ;

    φ. τῆς μορφῆς καὶ τῆς ψυχῆς X.Cyr.1.2.2

    ;

    ὀνόματι μεμπτὸν τὸ νόθον, ἡ φ. δ' ἴση E.Fr. 168

    ; φ. φιλόσοφος, τυραννική, etc., Pl.R. 410e, 576a, etc.;

    δεξιοὶ φύσιν A.Pr. 489

    ;

    ἀκμαῖοι φύσιν Id.Pers. 441

    ;

    τὸ γὰρ ἀποστῆναι χαλεπὸν φύσεος, ἣν ἔχοι τις Ar.V. 1458

    (lyr.), cf. 1282 (lyr.);

    Σόλων.. ἦν φιλόδημος τὴν φ. Id.Nu. 1187

    ;

    ἔνιοι ὄντες ὡς ἀληθῶς τοῦ δήμου τὴν φ. οὐ δημοτικοί εἰσι X.Ath.2.19

    ; φύσεως ἰσχύς force of natural powers, Th.1.138; φύσεως κακία badness of natural disposition, D.20.140;

    ἀγαθοὶ.. γίγνονται διὰ τριῶν, τὰ τρία δὲ ταῦτά ἐστι φ. ἔθος λόγος Arist. Pol. 1332a40

    ; χρῶ τῇ φύσει, i.e. give rein to your natural propensities, Ar.Nu. 1078, cf. Isoc.7.38;

    τῇ φ. χρώμενος Plu.Cor.18

    ;

    θείας κοινωνοὶ φ. 2 Ep.Pet.1.4

    : pl., Isoc.4.113, v.l. in E.Andr. 956;

    οἱ ἄριστοι τὰς φ. Pl.R. 526c

    , cf. 375b, al.: prov.,

    ἔθος, φασί, δευτέρη φ. Jul.Mis. 353a

    .
    b instinct in animals, etc., Democr.278;

    οὐκ ἐπιστήμῃ οὐδὲ τέχνῃ ἀλλὰ φύσει Herm.

    ap. Stob.1.41.6;

    ἐν τοῖς ἄλλοις ζῴοις ἡ αἴσθησις τῇ φ. ἥνωται, ἐν δὲ ἀνθρώποις τῇ νοήσει Corp.Herm. 9.1

    , cf. 12.1.
    5 freq. in periphrases, καὶ γὰρ ἂν πέτρου φύσιν σύ γ' ὀργάνειας, i.e. would'st provoke a stone, S.OT 335;

    χθονὸς φ. A.Ag. 633

    ; esp. in Pl.,

    ἡ τοῦ πτεροῦ φ. Phdr. 251b

    ;

    ἡ φ. τῶν σωμάτων Smp. 186b

    ; ἡ φ. τῆς ἀσθενείας its natural weakness, Phd. 87e;

    ἡ τοῦ μυελοῦ φ. Ti. 84c

    ;

    ἡ τοῦ δικαίου φ. Lg. 862d

    , al.; ἡ φ., with gen. understood, Smp. 191a, Phd. 109e.
    III the regular order of nature,

    τύχη.. ἀβέβαιος, φ. δὲ αὐτάρκης Democr.176

    ;

    κατὰ φύσιν Pl.R. 444d

    , etc.; τρίχες κατὰ φύσιν πεφυκυῖαι growing naturally, Hdt.2.38, cf. Alex.156.7 (troch.);

    κατὰ φύσιν νόμος ὁ πάντων βασιλεύς Pi.Fr. 169

    (cf. Pl.Grg. 488b);

    κατὰ φ. ποιεῖν Heraclit.112

    ; opp. παρὰ φύσιν, E.Ph. 395, Th.6.17, etc.;

    παρὰ τὴν φ. Anaxipp.1.18

    ; προδότης ἐκ φύσεως a traitor by nature, Aeschin.2.165; πρὸ τῆς φ. ἥκειν εἰς θάνατον before the natural term, Plu.Comp.Dem.Cic.5: freq. in dat. φύσει (

    ἐν φ. Hp.

    Aër.14) by nature, naturally, opp. τύχῃ, τέχνῃ, Pl.Lg. 889b, cf. R. 381b;

    φύσει τοιοῦτος Ar.Pl. 275

    , cf. 279, al.;

    ὁ ἄνθρωπος φ. πολιτικὸν ζῷόν ἐστι Arist.Pol. 1253a3

    ; ὁ μὴ αὑτοῦ φ. ἀλλ' ἄλλου ἄνθρωπος ὤν, οὗτος φ. δοῦλός ἐστιν ib. 1254a15;

    φ. γὰρ οὐδεὶς δοῦλος ἐγενήθη ποτέ Philem.95.2

    ; opp. νόμῳ (by convention), Philol.9, Archelaus ap.D.L.2.16, Pl.Grg. 482e, cf. Prt. 337d, etc.;

    τὰ μὲν τῶν νόμων ὁμολογηθέντα, οὐ φύντ' ἐστίν, τὰ δὲ τῆς φύσεως φύντα, οὐχ ὁμολογηθέντα Antipho Soph.44

    Ai 32 (Vorsokr.5);

    ἅπας ὁ τῶν ἀνθρώπων βίος φύσει καὶ νόμοις διοικεῖται D.25.15

    ;

    τοὺς τῆς φ. οὐκ ἔστι λανθάνειν νόμους Men.Mon. 492

    ;

    οὐ σοφίᾳ, ἀλλὰ φύσει τινί Pl. Ap. 22c

    ;

    φ. μὴ πεφυκότα τοιαῦτα φωνεῖν S.Ph.79

    , cf. Pl.Phlb. 14c, etc.;

    φύσει πάντα πάντες ὁμοίως πεφύκαμεν καὶ βάρβαροι καὶ Ἕλληνες εἶναι Antipho Soph.44

    Bii 10 (Vorsokr.5); φύσιν ἔχει c. inf., it is natural, κῶς φύσιν ἔχει πολλὰς μυριάδας φονεῦσαι (sc. τὸν Ἡρακλέα); Hdt.2.45, cf. Pl.R. 473a; οὐκ ἔχει φύσιν it is contrary to nature, ib. 489b;

    οὔτ' εὔλογον οὔτ' ἔχον ἐστὶ φύσιν D.2.26

    ;

    τὸ τόλμημα φύσιν οὐκ ἔχει Polem.Call.36

    .
    IV in Philosophy:
    1 nature as an originating power,

    φ. λέγεται.. ὅθεν ἡ κίνησις ἡ πρώτη ἐν ἑκάστῳ τῶν φύσει ὄντων Arist.Metaph. 1014b16

    ;

    ὁ δὲ θεὸς καὶ ἡ φ. οὐδὲν μάτην ποιοῦσιν Id.Cael. 271a33

    ; ἡ δὲ φ. οὐδὲν ἀλόγως οὐδὲ μάτην ποιεῖ ib. 291b13;

    ἡ μὲν τέχνη ἀρχὴ ἐν ἄλλῳ, ἡ δὲ φ. ἀρχὴ ἐν αὐτῷ Id.Metaph. 1070a8

    , cf. Mete. 381b5, etc.;

    φ. κρύπτεσθαι φιλεῖ Heraclit.123

    ;

    ἡ γοητεία τῆς φ. Plot.4.4.44

    ; φ. κοινή, the principle of growth in the universe, Cleanth.Stoic.1.126; as Stoic t.t., the inner fire which causes preservation and growth in plants and animals, defined as πῦρ τεχνικὸν ὁδῷ βαδίζον εἰς γένεσιν, Stoic.1.44, cf. 35, al., S.E.M.9.81; Nature, personified,

    χάρις τῇ μακαρίᾳ Φ. Epicur.Fr. 469

    ;

    Φ. καὶ Εἱμαρμένη καὶ Ἀνάγκη Phld. Piet.12

    ;

    ἡ κατωφερὴς Φ. Corp.Herm.1.14

    .
    2 elementary substance,

    κινδυνεύει ὁ λέγων ταῦτα πῦρ καὶ ὕδωρ καὶ γῆν καὶ ἀέρα πρῶτα ἡγεῖσθαι τῶν πάντων εἶναι καὶ τὴν φ. ὀνομάζειν αὐτὰ ταῦτα Pl.Lg. 891c

    , cf. Arist.Fr.52 (defined as

    τὴν πρώτην οὐσίαν.. ὑποβεβλημένην ἅπασι τοῖς γεννητοῖς καὶ φθαρτοῖς σώμασι Gal.15.3

    );

    τῶν φύσει ὄντων τὰ στοιχεῖά φασιν εἶναι φύσιν Arist.Metaph. 1014b33

    : pl., Epicur.Ep. 1p.6U., al.;

    ἄτομοι φ.

    atoms,

    Democr.

    ap. Diog.Oen.5, Epicur.Ep. 1p.7U.;

    ἄφθαρτοι φ. Phld.Piet.83

    .
    3 concrete, the creation, 'Nature',

    ἀθανάτου.. φύσεως κόσμον ἀγήρων E.Fr. 910

    (anap.);

    περὶ φύσεώς τε καὶ τῶν μετεώρων ἀστρονομικὰ ἄττα διερωτᾶν Pl.Prt. 315c

    ; περὶ φύσεως, title of works by Xenophanes, Heraclitus, Gorgias, Epicurus, etc.;

    [σοφία] ἣν δὴ καλοῦσι περὶ φύσεως ἱστορίαν Pl.Phd. 96a

    ;

    περὶ φ. ἀφοριζόμενοι διεχώριζον ζῴων τε βίον δένδρων τε φύσιν λαχάνων τε γένη Epicr.11.13

    (anap.); so later,

    ἡ φ. τὸ ὑπὸ ψυχῆς τῆς πάσης ταχθέν Plot.2.2.1

    ;

    τὰ στοιχεῖα τῆς φ. Corp.Herm.1.8

    ; αἱ δύο φ., i.e. heaven and earth, light and darkness, etc., PMag.Leid.W.6.42.
    4 Pythag. name for two, Theol.Ar.12.
    V as a concrete term, creature, freq. in collect. sense, θνητὴ φ. mankind, S.Fr. 590 (anap.), cf. OT 869 (lyr.); πόντου εἰναλία φ. the creatures of the sea, Id.Ant. 345 (lyr.);

    ὃ πᾶσα φ. διώκειν πέφυκε Pl.R. 359c

    , cf. Plt. 272c; ἡ τῶν θηλειῶν φ. woman- kind (opp. τὸ ἄρρεν φῦλον) X.Lac.3.4: also in pl., S.OT 674, Pl.R. 588c, Plt. 306e, X.Oec.13.9; in contemptuous sense, αἱ τοιαῦται φ. such creatures as these, Isoc.4.113, cf. 20.11, Aeschin.1.191.
    b of plants or material substances,

    φ. εὐώδεις καρποφοροῦσαι D.S.2.49

    ;

    ὑγράν τινα φ. καπνὸν ἀποδιδοῦσαν Corp.Herm. 1.4

    .
    VI kind, sort, species,

    ταύτην.. ἔχειν βιοτῆς.. φύσιν S.Ph. 165

    (anap.);

    ἐκλέγονται ἐκ τούτων χρημάτων μίαν φ. τὴν τῶν λευκῶν Pl.R. 429d

    ; φ. [ἀλωπεκίδων] species, X.Cyn.3.1; natural group or class of plants, Thphr.HP6.1.1 (pl.).
    VII sex, θῆλυς φῦσα (prob. for οὖσα)

    κοὐκ ἀνδρὸς φύσιν S.Tr. 1062

    , cf. OC 445, Th.2.45, Pl.Lg. 770d, 944d: hence,
    2 the characteristic of sex, = αἰδοῖον, Tab.Defix. 89a6 (iv B.C.), Nic.Fr.107, D.S.32.10, S.E.M.1.150, etc.: esp. of the female organ, Hp.Mul.2.143, Ant.Lib.41, Artem.5.63, PMag.Osl.1.83,324, Horap. 1.11: pl., τῶν δύοφ., of the testes, Sch.Ar.Lys.92, cf. PMag.Par.1.318.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φύσις

  • 3 ἐνάλιος

    ἐνάλιος [pron. full] [ᾰ], α, ον, and ος, ον E.Andr. 855 (nisi leg. ἐνάλου), Plu. Luc.39: [dialect] Ep. and Lyr. also [full] εἰνάλιος, α, ον ος, ον E.Hel. 526, lyr.): ( ἅλς B):—
    A in, on, of the sea, κῆτος, κορῶναι, Od.4.443, 5.67, etc.;

    νομός Archil.74.8

    ; εἰνάλιον πόνον ἐχοίσας βαθὺν σκευᾶς ἑτέρας while the rest of the tackle is at work fishing deep in the sea, Pi.P.2.79. cf. Theoc.21.39;

    ἐ. πόροι A.Pers. 453

    ; ἐ. θεός, of Poseidon, S.OC 888 (troch.), 1493 (lyr.); ἐ. λεώς seamen, Id.Aj. 565; πόντου εἰναλία φύσις, i.e. the fish, Id.Ant. 345 (lyr.); of islands,

    ἐ. Εὐβοιὶς αἶα Id.Fr. 255

    ; ἐ. Χθών, of Tyre, E.Ph.6.—Poet. word, used in later Prose,

    ἐ. νῆσοι Arist.Mu. 392b19

    ;

    δίαιται Plu.Luc.39

    ;

    ὄργανα Porph.Antr.35

    .

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐνάλιος

См. также в других словарях:

  • φύση — η / φύσις, εως, ΝΜΑ 1. το σύνολο τών φυσικών ιδιοτήτων, η σύσταση ή η κατάσταση ενός πράγματος (α. «δεν τό επιτρέπει η φύση τής χώρας» β. «τέτοια είναι η φύση τού πολιτεύματος» γ. «καί μοι φύσιν αὐοῦ [τοῦ φαρμάκου] ἔδειξεν», Ομ. Οδ. δ. «ἡ φύσις… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»