Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

πευκεδανός

См. также в других словарях:

  • πευκεδανός — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πευκέδανος — sulphur wort fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πευκέδανος — ἡ, Α 1. το φυτό πευκέδανο 2. το φυτό σίκυς ο άγριος. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού πευκέδανον με αλλαγή γένους] …   Dictionary of Greek

  • πευκεδανός — ή, όν, Α πικρός, ολέθριος, καταστρεπτικός (α. «πτολέμοιο μέγα στόμα πευκεδανοϊο», Ομ. Ιλ. β. «πευκεδανὴν θάλασσαν», Οππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. παράγεται από το ουσ. πεύκη, αλλά ο ακριβής τρόπος σχηματισμού είναι αβέβαιος. Έχει διατυπωθεί, ωστόσο η… …   Dictionary of Greek

  • πευκεδανά — πευκεδανός neut nom/voc/acc pl πευκεδανά̱ , πευκεδανός fem nom/voc/acc dual πευκεδανά̱ , πευκεδανός fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πευκεδανῶν — πευκεδανός fem gen pl πευκεδανός masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πευκεδανόν — πευκεδανός masc acc sg πευκεδανός neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πευκεδαναί — πευκεδανός fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πευκεδανοῖο — πευκεδανός masc/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πευκεδανοῦ — πευκεδανός masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πευκεδανούς — πευκεδανός masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»